Κυριακή, Ιουλίου 27, 2025

"Σαντίνα" - Βάνα Σμπαρούνη-Μυθιστόρημα-Audio book-Κεφάλαιο Δεύτερο


 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

Το επόμενο πρωί ξύπνησε με μ' ένα βάρος στο στήθος. Ανακάθισε για λίγο στο κρεβάτι μέχρι να νοιώσει καλύτερα κι ύστερα σηκώθηκε. Φόρεσε τη ρόμπα του και σέρνοντας τα πόδια του κατέβηκε στην κουζίνα. Έβαλε το τρανζίστορ να παίζει στη συχνότητα του δεύτερου προγράμματος μήπως και φτιάξει η διάθεσή του κι άρχισε να φτιάχνει το πρωΐνό. Ευτυ­χώς, σήμερα δεν είχε δουλειά, τα σκηνικά και τα κουστούμια τα είχε τελειώσει εδώ και μια εβδομάδα, οπότε ήταν μια καλή ευκαιρία να αδράξει τη μέρα. Όμως το βάρος που συνέχιζε να πλακώνει το στήθος του, δεν τον άφηνε να χαλαρώσει και να σκεφτεί πώς θα περνούσε τη μέρα του. Έτσι είχε να νοιώσει από την ημέρα που πέθανε η Χρύσα. Με το ίδιο βάρος είχε ξυπνήσει. Ποτέ δεν θα ξεχάσει εκείνο το πρωί, που του τηλε­φώνησε η Τζόγια, η γυναίκα που είχε βάλει να τη φυλάει και του είπε να κατέβει αμέσως στο νησί, γιατί η Χρύσα δεν ήταν καθόλου καλά. Από το σοκ, ούτε ένα βήμα δεν μπορούσε να κάνει, λες και είχε αποκτήσει ξαφνικά πήλινα πόδια. Μετά α­πό το σοκ, σειρά πήραν οι ενοχές, γιατί την άφησε να πάει να μείνει στο πατρικό της στο Τσιρίγο, ενώ γνώριζε τη σοβαρή κατάσταση της υγείας της. Δεν έπρεπε να την είχε ακούσει ότι ήθελε να πεθάνει στο σπίτι της, έπρεπε να είχε επιμείνει να μείνει μαζί του, να την περιθάλψει ο ίδιος. Από τότε που την έχασε δεν είχε περάσει μέρα που να μην την σκέφτεται, να μην δακρύζει για εκείνη. Ίσως γιατί ήταν ακόμα νωπός ο θά­νατός της. Πριν από ένα μήνα είχε φύγει για το αγύριστο τα­ξίδι. Βέβαια όσα χρόνια κι αν περάσουν, είναι σίγουρο ότι δεν πρόκειται ποτέ να ξεπεράσει το χαμό της. Η Χρύσα Ιωνά ήταν για εκείνον ο μοναδικός άνθρωπος που είχε στον κόσμο.
Για να φτιάξει τη διάθεσή του είπε να μην πάρει αυτή τη φορά το πρωινό του στον πάγκο της κουζίνας αλλά στην τρα­πεζαρία, στρώνοντας ένα τραπεζομάντιλο με πλεκτή δαντέλα και για σερβίτσιο ένα ιταλικής προέλευσης, συγκεκριμένα εκείνο με τις ρομαντικές παραστάσεις, τις χρυσές λεπτομέ­ρειες και την ιριδίζουσα βαφή. Όμως το ξανασκέφτηκε. Τελι­κά, θα έπαιρνε το πρωινό του στο πάγκο της κουζίνας.
Κάθισε, λοιπόν, στο ξύλινο σκαμπό και πήρε μπροστά του τον δίσκο με το πρωινό που είχε φτιάξει. Όμως είχε τόσο κακή διάθεση, που μόνο καφέ ήθελε εκείνη τη στιγμή, δεν του κατέβαινε τίποτα άλλο κάτω. Μαζί με το καφέ είπε να ανάψει κι ένα τσιγάρο, το πρώτο της μέρας, όταν άκουσε δίπλα του το κινητό του να χτυπάει. “Ποιος να είναι άραγε;” αναρωτήθηκε και το σήκωσε. Απ' την άλλη άκρη της γραμμής άκουσε μια γλυκιά γυναικεία φωνή να του λέει: “Καλή σας μέρα κύριε Ιωνά. Είμαι η Ελένη, από το συμβολαιογραφείο του κύριου Ευθυμίου”.
“Καλημέρα σας κυρία Ελένη”.
“Κύριε Ιωνά, πήρα να σας πω, ότι στον κύριο Ευθυ­ μίου έτυχε κάτι έκτακτο, προσωπικής φύσεως, και πρόκειται να καθυστερήσει σήμερα να έρθει στο γραφείο του. Σας παρακαλεί, το ραντεβού σας, που ήταν για σήμερα στις δέκα, να μετατεθεί μία ώρα αργότερα, δηλαδή, για τις έντεκα. Σας ζητάει συγγνώμη, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, καταλαβαίνετε...”.
“Φυσικά και καταλαβαίνω, δεν υπάρχει πρόβλημα. Ευτυ­χώς, που προέκυψε αυτό το έκτακτο στον κύριο Ευθυμίου και μου τηλεφωνήσατε, γιατί στο μυαλό μου είχα σημειώσει ότι το ραντεβού μας ήταν για αύριο κι όχι για σήμερα. Λοιπόν, τα λέμε στις έντεκα...” είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Κοίταξε την ώρα στο κινητό του.Είχε μπροστά του αρκε­-τό χρόνο για να ετοιμαστεί. Πήρε τον καφέ του και ανέβη­- κε πάνω. Έκανε ένα μπάνιο, κι ύστερα πήγε στο δωμάτιό του και ντύθηκε. Ήπιε μονορούφι τον καφέ του, φόρεσε το καμηλό παλτό του, τύλιξε δυο φορές στο λαιμό του ένα μάλλινο καφέ κασκόλ και κατέβηκε κάτω. Πήρε την ομπρέ­- λα του από το πόρτ μαντό και έφυγε.
Διέσχισε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και έφτασε στη λεω­φόρο Όλγας. Θα μπορούσε να πάει με τα πόδια στο συμβο­λαιογραφείο του Ευθυμίου, αλλά έβρεχε πολύ εκείνη την ώρα και θα γινόταν μούσκεμα. Πέρασε απέναντι στους στύλους του Ολυμπίου Διός όπου και πήρε ένα ταξί, ζητώντας από τον ταξιτζή να τον πάει Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους. Ο δρόμος είχε πολύ κίνηση, γιατί όλοι, λόγω του καιρού, είχαν πάρει τα αυτοκίνητά τους. Ο ταξιτζής αγανακτισμένος άλλες φορές ξεφύσαγε χτυπώντας το τιμόνι, κι άλλες κατέβαζε ό,τι θείο υπήρχε και δεν υπήρχε. Ο Φοίβος δεν έδινε σημασία, τη σκέψη του την είχε μονοπωλήσει το ραντεβού του με τον συμ­βολαιογράφο. Σήμερα ήταν η μέρα που ανοιγόταν η διαθήκη της Χρύσας. Τελικά, μπορεί αυτό να ήταν και η αιτία για το βάρος που ένοιωθε στο στήθος του απ' το πρωί. Δεν τον εν­διέφερε ποιο θα ήταν το περιεχόμενο της, αν του άφηνε κάτι ή όχι, αυτό ούτε που το είχε σκεφτεί ποτέ, εκείνο που τον έ­νοιαζε ήταν ότι θα ζοριζόταν ψυχικά, όταν θα έφερνε πάλι στο μυαλό του την ώρα του θανάτου της. Τη στιγμή εκείνη που της κρατούσε το χέρι και της χάιδευε τα άσπρα της μαλλιά λί­γο πριν αφήσει την τελευταία της πνοή. Αυτό ήταν που δεν άντεχε. Όλα τα άλλα, τα τυπικά, του ήταν παντελώς αδιάφο­ρα.
Κάποια στιγμή, εκεί στο ύψος του Πανεπιστημίου, κόλ­λησαν.“Βλέπω να ξημερωνόμαστε εδώ” είπε ο ταξιτζής και κάνοντας μια νευρική κίνηση άνοιξε το παράθυρο και ρώτησε δίπλα έναν άλλον ταξιτζή αν τρέχει κάτι. “Δεν ξέρω ρε συνά­δελφε” είπε εκείνος και γύρισε αλλού το κεφάλι του. Ο ταξι­τζής κοίταξε απ' το καθρεφτάκι τον Φοίβο και τον ρώτησε αν θα τον ενοχλούσε να ανάψει τσιγάρο. “Όχι, δεν με ενοχλεί, άλλωστε και εγώ καπνίζω”. “Ε, τότε άναψε και συ να μου κάνεις παρέα” είπε και έστριψε ένα. Μετά άρχισε να ψάχνει στο ραδιόφωνο για κανένα σταθμό. Έπιασε έναν που κείνη την ώρα είχε μια πολιτική εκπομπή, συγκεκριμένα δύο δημο­σιογράφοι σχολίαζαν κάποιους πολιτικούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μέσα σ' αυτούς και τον Μιχάλη Θεονάκο. “Και λίγα τους σούρνουνε και ειδικά για αυτόν τον Θεονάκο. Καλά μιλάμε για μεγάλο λαμόγιο” πετάχτηκε και είπε ο ταξι­τζής. “Αλλά δεν φταίει αυτός, εμείς φταίμε, που τον ψηφίσα­με. Δίκιο δεν έχω πατριώτη;” γύρισε και ρώτησε τον Φοίβο. Εκείνος προτίμησε να μην απαντήσει. Δεν τον ενδιέφερε, α­διαφορούσε παντελώς για όσα έλεγαν για τον πατέρα του. Πάντως, το τελευταίο διάστημα έβλεπε ότι όλο και περισσό­τερο ακουγόταν το όνομά του, και αυτό όχι για καλό.
Καμιά φορά ο δρόμος άνοιξε.“Επιτέλους!” έκανε ο ταξι­τζής, και κάνοντας έναν ελιγμό μπήκε μπροστά απ' ένα άλλο ταξί και έφυγε πρώτος από το φανάρι. Μέσα σε λίγα λεπτά εί­χαν φτάσει. Ο Φοίβος τον πλήρωσε και κατέβηκε.
Το συμβολαιογραφείο βρισκόταν επί της Θεμιστοκλέους, λίγα μέτρα πριν την Ακαδημίας. Σ' ένα δρόμο απ' τους πιο πα­λιούς της Αθήνας με γεμάτο αντιθέσεις. Όσες φορές τον είχε περπατήσει είχε την αίσθηση ότι βρισκόταν μέσα σ' ένα κινη­ματογραφικό πλάνο. Από τη μια υπήρχαν εγκαταλλειμένα νεο­κλασσικά, με την ταμπέλα ενοικιάζεται ,απ' την άλλη γραφεία, τυπογραφεία, βιβλιοπωλεία, δισκάδικα, ουζερί, που κάθε ένα απ' αυτά είχε να πει και από μια ιστορία. Με λίγα λόγια ένας τόπος συνάντησης και μάζωξης ανθρώπων όλων των ηλικιών, των εθνικοτήτων και των κοινωνικών τάξεων, ένας δρόμος προς εξερεύνηση, που όποιος ήθελε να τον περπατήσει, σίγουρα κάθε φορά θα ανακάλυπτε και κάτι διαφορετικό.
Το γραφείο του Ευθυμίου ήταν στο τρίτο όροφο μιας πα­λιάς πολυκατοικίας, στο τέλος ενός σκοτεινού και υγρού δια­δρόμου.Χτύπησε μια φορά το κουδούνι και περίμενε. Μετά α­πό μερικά λεπτά η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μπροστά του μια γυναίκα ντυμένη μ' ένα αυστηρό επαγγελματικό γκρι κουστούμι, εκεί γύρω στα σαράντα. Πρέπει να ήταν η γραμ­ματέας του συμβολαιογράφου.
“Ο κύριος Ιωνάς;” ρώτησε.
“Ναι”.
“Εγώ, είμαι η Ελένη. Παρακαλώ περάστε” του είπε ευγε­νικά, “ο κύριος Ευθυμίου σας περιμένει”.
Ο Φοίβος με το που μπήκε στο γραφείο του συμβολαιο­γράφου ένοιωσε περίεργα, παράξενα. Ίσως επειδή ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν ένα συμβολαιογραφείο, ίσως πάλι έφταιγε η ατμόσφαιρα, αυτή η βαριά, μουντή και γκρίζα που επικρατούσε εκεί μέσα όχι μόνο από την επίπλωση, αλλά και από τις ιστορίες που είχαν διαδραματιστεί όλα αυτά τα χρόνια εκεί μέσα και είχαν αφήσει βαθιά τα αποτυπώματά τους. Αναρωτήθηκε, πόσες χαρές, πόσες ελπίδες, πόσες λύπες και πόσες τελευταίες επιθυμίες είχαν ακουστεί μέσα σ' αυτούς τους τέσσερις τοίχους; Πόσες συνωμοτικές άλλοτε μικρές, κι άλλοτε μεγάλες μαζώξεις μπορεί να είχαν γίνει; Πόσες ζωές μπορεί να είχαν πουληθεί; Πόσα όνειρα να είχαν αγοραστεί και πόσες επιθυμίες να είχαν γραφτεί; Αλήθεια, πόσοι να είχαν φύγει από εκεί γελαστοί, πόσοι αμήχανοι και πόσοι λυπημέ­νοι;
Μ' αυτά τα ερωτήματα και τις σκέψεις, ο Φοίβος πήγε και κάθισε στη φθαρμένη δερμάτινη πολυθρόνα, που ήταν απένα­ντι από το ξύλινο σκαλιστό γραφείου του συμβολαιογράφου. Ο Ευθυμίου εκείνη την στιγμή μιλούσε στο τηλέφωνο. Δεν ή­ταν νέος, ούτε καν μεσήλικας, ένα γεροντάκι ήταν με κυρτές πλάτες, που αν εξαιρούσες το κάπως ανεξιχνίαστο βλέμμα του, ήταν πολύ συμπαθητικό μέσα στο κλασικό μαύρο του κοστούμι. Κάποια στιγμή τελείωσε το τηλεφώνημα και θέλη­-σε να απολογηθεί για αυτή την καθυστέρηση. “Συγγνώμη κύ­ριε Ιωνά, αλλά η δουλειά, καταλαβαίνετε...”.
“Μην ανησυχείτε, καταλαβαίνω...”.
“Λοιπόν, αν δεν έχετε αντίρρηση, μπορούμε να ξεκινή­σουμε, άλλωστε δεν περιμένουμε κανέναν άλλον”.
“Καμία αντίρρηση κύριε Ευθυμίου”.
Ο συμβολαιογράφος χωρίς να κάνει κάποιο πρόλογο έβγα­λε ένα χαρτί απ' ένα φάκελο, που ήταν πάνω στο γραφείο του κι άρχισε να διαβάζει αργά και καθαρά. Τελικά, η Χρύσα Ιωνά είχε κάνει ιδιόχειρη διαθήκη, στην οποία άφηνε όλη την κι­νητή και ακίνητη περιουσία της στον Φοίβο. Συγκεκριμένα του άφηνε το σπίτι της στη χώρα των Κυθήρων, το κτήμα της σ' έναν παραλιακό οικισμό και μια βαλίτσα με το κλειδί της. Του έκανε εντύπωση για τη βαλίτσα και θέλησε αμέσως να ρωτήσει. “Συγγνώμη,που διακόπτω, αλλά γνωρίζετε τι είναι αυτή η βαλίτσα;”
“Αν εννοείτε τι περιέχει, όχι δεν γνωρίζω, δεν έχει κάνει καμιά περιγραφή η συχωρεμένη, απλά λέει ότι αφήνει μια βα­λίτσα με το κλειδί της.Πάντως, πρέπει να περικλείει κάποια πράγματα μέσα, γιατί είναι κάπως βαριά”.
“Πρόκειται να μου την παραδώσετε σήμερα;”
“Καταλαβαίνω, ανυπομονείτε να δείτε το περιεχόμενό της. Μην ανησυχείτε, σε λίγη ώρα θα έχετε τα πάντα στα χέρια σας, τους τίτλους ιδιοκτησίας καθώς και τη βαλίτσα” είπε και συνέχισε να διαβάζει.
Όταν καμιά φορά τέλειωσε, ο συμβολαιογράφος έβαλε πάλι το χαρτί μέσα στο φάκελο και τον έκλεισε. “Αυτό ήταν, τώρα ας μπούμε στα πρακτικά ζητήματα” είπε και κάλεσε τη γραμματέα του να του φέρει κάτι χαρτιά. “Όλα έτοιμα Ελέ­νη;” τη ρώτησε.
“Ναι, κύριε Ευθυμίου” απάντησε εκείνη και του τα έδω­σε.
“Οπότε ο κύριος Ιωνάς μπορεί να τα υπογράψει”.
“Φυσικά”.
Ο συμβολαιογράφος γύρισε προς την μεριά του Φοίβο. “Κύριε Ιωνά, θα πρέπει να υπογράψετε αυτά τα χαρτιά” του είπε και του έδωσε ένα στυλό.
Οι υπογραφές δεν κράτησαν πολύ. Ευτυχώς, η γραμμα­τέας ήταν αρκετά κατατοπιστική και δεν χρειάστηκε να ρω­τάει και να ξαναρωτάει σε ποια σημεία έπρεπε να βάζει την υπογραφή του.
Ήταν πια μεσημέρι όταν έφυγε από το συμβολαιογραφείο. Κρατώντας στο αριστερό χέρι τη βαλίτσα, που η γραμματέας είχε φροντίσει να τη βάλει μέσα σε μια μεγάλη πλαστική σα­κούλα και στο δεξί την ομπρέλα, βγήκε στην Ακαδημίας και πήρε ένα ταξί. Αυτή τη φορά, παρότι ήταν μεσημέρι και έβρε­χε δυνατά, οι δρόμοι, παραδόξως, δεν είχαν κίνηση και έφτα­σε στο σπίτι γρήγορα. Με το που μπήκε μέσα πήγε κατ' ευ­θείαν στο σαλόνι. Πέταξε από πάνω του το παλτό και κάθισε στον καναπέ. Ανυπομονούσε να δει τη βαλίτσα. Έφερε, λοι­πόν, μπροστά του τη σακούλα, έβγαλε από μέσα τη βαλίτσα και άρχισε να την περιεργάζεται. Δεν ήταν μια συνηθισμένη βαλίτσα, αλλά μια vintage πολύ ιδιαίτερη, όχι μεγάλη, με­σαίου μεγέθους, που κάποιος ζωγράφος, αρκετά ευφάνταστος, είχε χρησιμοποιήσει την επιφάνειά της ως ιδανικό καμβά, ώσ­τε να ζωγραφίσει ένα χρυσό δειλινό στο Grande Canale της Βενετίας. Γνώριζε ότι της Χρύσας της άρεσαν τα παλιά αντι­κείμενα, αλλά όχι αυτού του είδους, δεν ήταν του γούστου της. Εκείνη είχε αδυναμία σε άλλα πράγματα, όπως στις πα­λιές δαντέλες, στα σεμέν με βελονάκι, στα κεντίδια και στα υφαντά.
Έβγαλε απ' τη τσέπη του το κλειδί και άρχισε να το στρι­φογυρίζει στα δάχτυλά του. Απ' τη μια τον έτρωγε η περιέρ­γεια να την ανοίξει, απ΄ την άλλη όμως το σκεφτόταν και να το κάνει. Ποιος του βεβαίωνε ότι ήταν μια απλή βαλίτσα και όχι το κουτί της Πανδώρας;
Άφησε το κλειδί πάνω στη βαλίτσα και σηκώθηκε. Όχι, δεν ήταν ακόμα έτοιμος να την ανοίξει. Φόρεσε το παλτό του και βγήκε έξω. Είχε πολύ μεγάλη ανάγκη να περπατήσει, να καθαρίσει το μυαλό του απ' τις σκέψεις. Εκείνη την ώρα έπε­φτε μια ψιλή βροχή, όμως δεν τον ένοιαζε, που μέσα στη φού­ρια του να βγει έξω, είχε ξεχάσει να πάρει ομπρέλα. Κατηφό­ρισε με βήματα αργά την Ηρακλειδών και έφτασε μέχρι τον ηλεκτρικό σταθμό. Χάζεψε λίγο τα πέριξ και πήρε ξανά τον δρόμο της επιστροφής. Στο ύψος της Αγίας Μαρίνας κοντο­στάθηκε. Αν θυμόταν καλά, ο Γιακουμής, αυτός που είχε περι­θάλψει χθες στο σπίτι του, του είχε πει ότι εκεί στην εκκλησία είχε στήσει το...τσαρδί του. Χωρίς να το πολυσκεφθεί έστριψε δεξιά και τράβηξε προς τα εκεί, ελπίζοντας να τον βρει και να τον προσκαλέσει να πάνε να φάμε μαζί σε καμιά ταβέρνα. Δυστυχώς, ούτε αυτός, ούτε και τα πράγματά του ήταν εκεί. Μπορεί να είχε βρει άλλη γωνιά, ή για κάποιο λόγο να του εί­χε πει ψέμματα ότι είχε κατασκηνώσει εκεί. Είπε να ρωτήσει κάποιον απ' τη γειτονιά, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν κυκλοφο­ρούσε ψυχή ζώσα. Έκανε μεταβολή να φύγει όταν είδε, ξαφ­νικά, μια κυρία μεγάλης ηλικίας να κατεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας. Την πλησίασε και ευγενικά τη ρώτησε: “Συγγνώμη κυρία μου, μένετε εδώ;”
Εκείνη τον κοίταξε γεμάτη καχυποψία. “Γιατί ρωτάτε; Τι θέλετε να μάθετε;” τον ρώτησε δειλά, σφίγγοντας την τσάντα της πάνω στον κόρφο της. Φοβόταν μήπως ήταν κανένας κλέ­φτης, που ήθελε να της την αρπάξει.
Ο Φοίβος το κατάλαβε και έκανε δυο βήματα πίσω. “Εν­διαφέρομαι για κάποιον άστεγο που μένει εδώ, δίπλα στα σκα­λιά της εκκλησίας. Μήπως τον γνωρίζετε;”.
“Δεν μένει κανένας άστεγος εδώ. Δεν επιτρέπουμε σε κα­νένα άπλυτο να βρωμάει την εκκλησία και τη γειτονιά μας”.
Αν και ήθελε να της απαντήσει ανάλογα, προτίμησε να φύγει.
Έφτασε στο σπίτι μούσκεμα. Επόμενο ήταν, μετά από τό­ση ώρα κάτω απ' τη βροχή χωρίς ομπρέλα. Ανέβηκε στην κρε­βατοκάμαρα, πέταξε τα βρεγμένα ρούχα και πήγε κατ' ευθείαν στο μπάνιο να κάνει ένα ζεστό ντους, που τόση ανάγκη το είχε εκείνη τη στιγμή. Όση ώρα έπεφτε λυτρωτικά πάνω στο γυμνό κορμί του το νερό, σκεφτόταν πόσο ωραίο θα ήταν αν δραπέ­τευε για λίγο από το κλεινόν άστυ. Γιατί όχι; Τα σκηνικά και τα κουστούμια για την παράσταση τα είχε τελειώσει και άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις δεν είχε, οπότε θα μπορούσε να λείψει για λίγο, έστω για μια, δυο μέρες. Μέχρι να σκουπιστεί το είχε αποφασίσει. Ναι, θα έφευγε κι όχι προς άγνωστη κα­τεύθυνση, ήξερε πού θα πήγαινε. Σ' έναν απ' τους αγαπημέ­νους του προορισμούς.
Είχε βραδιάσει για τα καλά όταν η Βιτόρια αποφάσισε να κλείσει το παλαιοβιβλιοπωλείο και να ανέβει πάνω στο σπίτι να ξεκουραστεί. Από το πρωί δεν είχε κάνει ρούπι από εκεί, σήμερα είχε έρθει μια μεγάλη παραγγελία με βιβλία και έπρεπε να μείνει και το μεσημέρι να τα ταξινομήσει και να τα βάλει στα ράφια.
Το παλαιοβιβλιοπωλείο της ήταν χωμένο σ' ένα από τα γραφικά σοκάκια στην καρδιά της καστροπολιτείας της Μο­νεμβασιάς. Ένα δίπατο παραδοσιακό πέτρινο κτίσμα, που με την λιτή και απέριττη ομορφιά του στόλιζε κι αυτό μαζί με τ' άλλα αρχοντόσπιτα μοναδικά το γεμάτο μυρωδιές και χρώμα­τα σοκάκι. Ένας ιδιαίτερος χώρος, που κάθε δωμάτιο του ήταν σαν ένα κεφάλαιο μυθιστορήματος. Ένας όμορφος, ατμο­σφαιρικός και φιλικός χώρος, φτιαγμένος με μεράκι, που όταν έμπαινες μέσα αρκούσε μόνο η μυρωδιά του από τα δερμα­τόδετα βιβλία, μόνο ο ήχος από το τρίξιμο της ξύλινης σκά­λας, που σκαρφάλωνε μέχρι το ταβάνι, για να χαμογελάσεις. Ένας μικρόκοσμος από αυθεντικά πραγματάκια, όπως πένες για κονδυλοφόρο, παλιά ρολόγια τσέπης, κλειδιά, ασπρό­μαυρες φωτογραφίες, κάρτ ποστάλ απ' όλο τον κόσμο, καθώς και ημερολόγια και εφημερίδες χρόνων παλιών. Έναν ολόκλη­ρο χρόνο της πήρε να φτιάξει τον μικρό αυτό ναό της γνώ­σης, να τον ντύσει με τρυφερές αγκαλιές και γλυκιές απαντο­χές και κάτι παραπάνω για να ανοίξει τα μονοπάτια όλα αυτά που θα οδηγούσαν σε άλλες εποχές. Και τα κατάφερε, όταν τον συναντούσαν, αυτός με έναν μαγικό τρόπο αμέσως τους ζέσταινε τον νου και την καρδιά. Στην πίσω μεριά του παλαιο­βιβλιοπωλείου υπήρχε ένα μικρό δωμάτιο, όπου η Βιτόρια το είχε διαμορφώσει σε έναν κουκλίστικο ξενώνα. Εκεί έβρισκαν καταφύγιο για λίγες ώρες ή και μέρες αρκετοί ταξιδιώτες. Το μόνο που ζητούσε απ' αυτούς ήταν να διαβάζουν βιβλία, να της λένε ιστορίες απ' τους τόπους τους, μια και της άρεσαν πολύ οι θρύλοι και τα λαϊκά παραμύθια, και να τη βοηθάνε σε κάποιες δουλειές στο βιβλιοπωλείο. Στον πάνω όροφο υπήρχε το σπίτι, όπου έμενε. Είχε δύο υπνοδωμάτια, μια σάλα και ένα καθιστικό μαζί με την κουζίνα. Όμως το εντυπωσιακότερο όλων ήταν η ταράτσα με θέα τη θάλασσα. Εκεί οι ταξιδιώτες μπορούσαν να καθίσουν στον ξύλινο καναπέ ή στο ανάκλι­ντρο και να ατενίσουν το απέραντο πέλαγος, να απολαύσουν μαγικά δειλινά, βραδιές με πανσέληνο, ή ακόμα και να διαβά­σουν τον ουρανό και τ' άστρα με το τηλεσκόπιο όπου είχε τοποθετήσει στην άκρια της ταράτσας. Εκτός από την ρομάν­τζα οι ταξιδιώτες μπορούσαν να ξεναγηθούν και στο εργα­στήριό της, που βρισκόταν σ' ένα δωμάτιο του πάνω ορόφου, συγκεκριμένα στο βορινό μέρος, όπου εκεί η Βιτόρια έκανε τη συντήρηση και τη βιβλιοδεσία παλιών βιβλίων. Μια τέχνη πιο παλιά και από την τυπογραφία, που την γνώρισε εντελώς τυ­χαία σ' ένα ταξίδι της στη Βενετία, όταν σε μια βόλτα της στο Ντορσοντούρο, η ματιά της έπεσε πάνω στη βιτρίνα με κάτι χειροποίητα δερματόδετα βιβλία ενός βιβλιοδετείου. Εντυπω­σιάστηκε τόσο πολύ, που είπε στον εαυτόν της πως αυτή την τέχνη οπωσδήποτε έπρεπε να την μάθει. Και την έμαθε δίπλα σ' έναν από τους πιο παλιούς βιβλιοδέτες. Άλλωστε από μικρή της άρεσε ό,τι είχε σχέση με το παλιό και κουβαλούσε την αύρα του χθες. Αυτό ίσως οφειλόταν ότι είχε γεννηθεί σε μια πόλη μουσείο, στη Φλωρεντία και μεγαλώσει σ' ένα σπίτι ό­που εκτός από τις βιβλιοθήκες σε κάθε δωμάτιο, τα πάντα μέ­σα σ' αυτό είχαν να διηγηθούν και από μια ιστορία, ίσως πάλι να οφειλόταν και στους γονείς της, μια και η μητέρα της, η Τζουλιέτα Μασκάτι, ήταν μεταφράστρια λογοτεχνικών βι­βλίων και ο πατέρας της, ο Αντόνιο Ρομάνο, εκδότης. Δεν ή­ταν, λοιπόν, τυχαίο, ότι η Βιτόρια θέλησε να σπουδάσει κλα­σική λογοτεχνία καθώς και ιστορία της τέχνης. Στην Ελλάδα την έφερε η αγάπη της για τον πολιτισμό της. Για δύο ολόκλη­ρα χρόνια τη γύρισε απ' άκρη σ' άκρη, μαθαίνοντας τα ελληνι­κά σαν να ήταν η μητρική της γλώσσα. Σ΄ένα οδοιπορικό της στη Πελοπόννησο ερωτεύτηκε το πέτρινο καράβι του Ρίτσου, τη Μονεμβάσια. Γοητεύτηκε από το βράχο αυτό της λακω­νικής γης, που έμοιαζε σαν να ταξιδεύει στο ανοικτό πέλαγος. Μαγεύτηκε απ' την ανεπιτήδευτη ομορφιά της. Ξετρελάθηκε όταν περπάτησε ανάμεσα στα πλακόστρωτα καλντερίμια της, όταν ανέβηκε στην πάνω πόλη και αγνάντευσε από εκεί το γα­λάζιο της θάλασσας και του ουρανού, εκεί για πρώτη φορά έ­νοιωσε πως αντάμωσε το θεό της. Αλλά αυτό που την ενθου­σίασε πιο πολύ ήταν όταν φανερώθηκε μπροστά της το δίπατο από πέτρα αρχοντικό με τα κόκκινα κεραμίδια, με τα παρα­θυρόφυλλα και με την πόρτα στο χρώμα της θάλασσας. Και όχι μόνο. Κι όταν το μάτι της έπεσε πάνω στην ξύλινη επι­γραφή που έγραφε πωλείται. Άσκησε τόση γοητεία πάνω της, που αποφάσισε να το αγοράσει και να ζήσει εκεί, αφήνοντας πίσω στην πατρίδα της όχι μόνο μια λαμπρή πανεπιστημιακή καριέρα, αλλά και μια ζωή που δεν είχε τίποτα το κοινό με ε­κείνη της Μονεμβασιάς. Και μέχρι τώρα δεν το έχει μετα­νοιώσει, γιατί το κομμάτι αυτό γης μέσα στη θάλασσα κάθε μέρα την κερδίζει, φυσικά και αβίαστα.
Είχε πάει να πάρει τη ζακέτα της από το πόρτ μαντό, που ήταν στο δωμάτιο με τα ξένα βιβλία, όταν άκουσε το μαντε­μένιο καμπανάκι της εξώπορτας να χτυπάει. Σίγουρη ότι ήταν η Ευρυδίκη, η κοπέλα που δούλευε στο παλαιοβιβλιοπωλείο της, και όχι κάποιος πελάτης- ήταν ήδη πολύ αργά για να μπει πελάτης στο μαγαζί- δεν έκανε τον κόπο να πάει να δει. “Τι ξέχασες πάλι τρελοκόριτσο; Έλα, σ' ακούω...”
Αντί απάντησης άκουσε κάποιον να ξεροβήχει. Παρα­ξενεύτηκε. Την Ευρυδίκη μετά από τόσο καιρό την ήξερε απ' έξω και ανακατωτά, δεν θα αντιδρούσε έτσι, θα της απα­ντούσε με κάτι ανάλογο. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που άφηνε να της πέσει κουβέντα κάτω. “Ευρυδίκη..!” φώναξε το όνομά της και έτρεξε αμέσως να δει, χωρίς να καταλάβει ότι απ' τη βιασύνη της είχε φορέσει ανάποδα τη ζακέτα της, μια πολύχρωμη ζακέτα πλεγμένη από τα χεράκια της Φωτούλας, της γυναίκας, που την βοηθούσε στις δουλειές του βιβλιο­πωλείου και του σπιτιού.
Κι έμεινε άφωνη, ακίνητη για μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει ποιος ήταν αυτός, που στεκόταν απέ­ναντι της με τα χέρια του ορθάνοιχτα να την αγκαλιάσουν.
“Foivo; Il amico mio1, voi;”
“Io, Vittoria Romano, Ιο...” 2
Συγκινημένη έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά του. “Δεν το πιστεύω ότι είσαι εδώ” έλεγε και ξανάλεγε, “δεν το πι­στεύω”.
“Κι΄ όμως, είμαι εδώ μπροστά σου με σάρκα και οστά” της είπε χαϊδεύοντας τρυφερά τα μαλλιά της.
“Έλα να καθίσουμε ” του είπε και τον πήρε απ' το χέρι. “Να εδώ...”, και του έδειξε τον καναπέ, που ήταν μπροστά απ' την βιβλιοθήκη. “Τι να σε φιλέψω; Πεινάς; Να φτιάξω μια μα­καρονάδα; Δεν είναι τίποτα, στο τσακ θα γίνει. Εκτός αν θέ­λεις κάτι άλλο, μια μπρουσκέτα ας πούμε, no problema, έχω όλα τα υλικά. Τι λες;”
“Εγώ λέω πρώτα να πάρεις μιαν ανάσα και δεύτερον με έναν καφέ θα είμαι μια χαρά”.
“Aspettare...”3 είπε και πήγε κατ' ευθείαν στη κουζίνα για να επιστρέψει μερικά λεπτά αργότερα με ένα δίσκο γεμάτο καλούδια.
“Αυτά cara είναι για να φάει ένας λόχος, και απ' ό,τι βλέ­πω είμαστε μόνο εμείς οι δύο” είπε και τη βοήθησε να βάλει τον δίσκο πάνω στο ξύλινο τραπέζι, που ήταν μπροστά απ' τον καναπέ. “Αλήθεια, γιατί φοράς ανάποδα την ζακέτα; Μήπως λανσάρεις νέα μόδα, ικανή σε έχω”.
“Μπα! για να μην με ματιάζουν”.
“Τελικά, δεν έχεις αλλάξει καθόλου, συνεχίζεις να είσαι μια τρελή, τρελή σαραντάρα”.
“Τριανταπεντάρα παρακαλώ, τριανταπεντάρα...” τον διόρθωσε.
“Έχεις δίκιο, όλο το ξεχνάω ότι είμαστε συνομίληκοι. Συγγνώμη cara που σου φόρτωσα πέντε χρονάκια στις όμορ­φες πλάτες σου. Τέλος πάντων, για πες μου τώρα, πώς είσαι;”
“Καλά”.
“Και πώς περνάς;”.
“Δημιουργικά”.
“Αν δεν ήξερα ότι είσαι εκατό τα εκατό Ιταλίδα, θα έκο­βα το κεφάλι μου ότι έχεις και κάποια ρίζα από τούτο εδώ τον τόπο”.
“Χα, χα, εξαιτίας της λακωνικής μου απάντησης;”
“Ε, ναι. Αν και δεν νομίζω ότι, εσύ η μέχρι το μεδούλι αναγεννησιακή ύπαρξη, θα μπορούσε να έχει κάτι κοινό με τη λακωνική σκέψη και νοοτροπία”.
“Ενώ εσύ έχεις, ας γελάσω”.
“Βιτόρια, μην ξεχνάς ότι κατά το ήμισυ είμαι Λάκωνας”.
“Κι όμως δεν έχεις τίποτα πάνω σου, που να μαρτυρεί κάτι τέτοιο,πίστεψέ με, τίποτα. Ας είναι, πες μου τώρα, ποιος καλός άνεμος σε έφερε κατά δω;”
“Ήθελα να ξεφύγω λίγο, το τελευταίο διάστημα δεν εί­μαι καλά ψυχολογικά”.
“Λόγω της Χρύσας να υποθέσω”.
“Ναι”.
“Είναι φυσικό, η Χρύσα ήταν σαν μητέρα σου”.
“Όχι σαν..., ήταν η μητέρα μου”.
Η Βιτόρια είδε ότι πράγματι δεν ήταν στα πάνω του και είπε να αλλάξει κουβέντα. “Τι θέλεις να κάνουμε; Μήπως θέ­λεις να πάμε κάπου έξω να φάμε;”
“Όχι, προτιμώ να μείνουμε σπίτι, να τα πούμε όπως πα­λιά, πίνοντας ένα κρασάκι. Έχω φέρει το αγαπημένο μας”.
“Perfetto!4” έκανε με ενθουσιασμό η Βιτόρια. “Λοιπόν, πήγαινε εσύ πάνω, εγώ στο μεταξύ κλειδώνω και έρχομαι.
Ο Φοίβος πήρε τα μπαγκάζια του και ανέβηκε πάνω στο σπίτι. Με το που μπήκε το πρώτο που έκανε ήταν να πάει στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του και μετά να τρέξει βολίδα στην κουζίνα να φτιάξει ένα ωραίο ταμπλό με ιταλικά τυριά και αλλαντικά που είχε αγοράσει απ' ένα ντελικατέσεν λίγο πριν φύγει απ' την Αθήνα και ταίριαζαν ιδανικά με το κόκκινο κρασί. Ήθελε να τα ετοιμάσει πριν ανέβει η Βιτόρια για να της κάνει έκπληξη. Ευτυχώς, από τις τόσες φορές που είχε έρθει και είχε μείνει στο σπίτι της αγαπημένης του φίλης, είχε μάθει πια τα κατατόπια και ετοίμασε το ταμπλό σε χρόνο ντετέ. Πρόλαβε ακόμα και να στρώσει το μικρό τραπέζι του σαλονιού. Άναψε και μερικά ρεσό, έβαλε κι ένα cd με ορχη­στρική μουσική να παίζει απαλά και σερβίρισε και στα ποτή­ρια το κρασί. Τελικά με όλα αυτά, η ψυχολογία του είχε αρχί­σει να φτιάχνει.
Η Βιτόρια ανέβηκε μετά από λίγη ώρα. “Ω!, Τι όμορφα που είναι...” αναφώνησε μόλις μπήκε στο σαλόνι και είδε την ατμόσφαιρα που είχε φτιάξει ο φίλος της, “σ' ευχαριστώ mio caro .
“Όπως τότε, θυμάσαι;”
“Ναι, όπως τότε σε κείνη τη σοφίτα στην Ρώμη. Ωραία περνούσαμε τότε ως φοιτητές, συμφωνείς; Θυμάσαι τον σινιόρ Ντορίνο, στον τέταρτο όροφο, νόμιζε ότι ήμασταν ζευ­γάρι, επειδή μας έβλεπε να κατεβαίνουμε κάθε φορά χεράκι τις σκάλες”.
“Ξεχνιέται ο σενιόρ Ντορίνο, φυσιογνωμία μεγάλη. Άρα­γε να ζει;”
“Καλός άνθρωπος, αλλά λίγο κουτσομπόλης. Έχουμε και εδώ έναν κουτσομπόλη, τον σινιόρ Κωνσταντή. Απ΄αυτόν μα­θαίνω τα νέα τοπικά και μη”.
“Μια φορά που ήμουν εδώ, νομίζω πως τον είχα πετύχει. Είναι ο κύριος με το άσπρο κασκέτο χειμώνα καλοκαίρι;”
“Ναι, αυτός. Λοιπόν, σε τι θα πιούμε;” ρώτησε και σή­κωσε το ποτήρι της.
“Στη ζωή, όπως έλεγε η Χρύσα”.
“Alla vita...”
Και μείνανε μέχρι αργά οι δύο φίλοι να συζητούν άλλες φορές για το χθες κι άλλες για το σήμερα. Κάποια στιγμή η Βιτόρια ζήτησε να μάθει για έναν κοινό τους φίλο.
“Τι κάνει ο Κλαούντιο;”
“Την τελευταία φορά που τον είδα στη Ρώμη, ήταν μια χαρά. Ξέρεις...”.
“Ναι, ξέρω, παντρεύτηκε” τον διέκοψε.
“Βιτόρια, τι συνέβη και δεν είσαστε πια μαζί; Ποτέ δεν μου είπες”.
“Βλέπαμε διαφορετικά τα πράγματα, είχαμε άλλες κοσμοθεωρίες. Εκείνος ήθελε πανεπιστημιακή καριέρα, μια ζωή σε κουτάκια, εγώ πάλι όχι. Με λίγα λόγια αν και αγαπη­θήκαμε, δεν συναντηθήκαμε”.
“Έτσι απλά;”
“Ναι, mio caro, έτσι απλά”είπε και αναστέναξε. “Αρκετά, όμως, με τον Κλαούντιο, η σειρά σου τώρα. Πες μου, υπάρχει νέος έρωτας στη ζωή σου;”
“Όχι, κι ούτε θα υπάρξει μετά τον Μάουρο”.
“Μην είσαι απόλυτος. Εντάξει, δε λέω, ο Μάουρο, ήταν ένας ξεχωριστός, ένας σπάνιος άνθρωπος, αλλά η ζωή mio caro δεν θα σταματήσει ποτέ να μας κλείνει το μάτι...”
“Ας αλλάξουμε θέμα σε παρακαλώ”. Έτσι αντιδρούσε όταν κάποιος έκανε αναφορά στον Μάουρο. Πονούσε να μι­λάει γι' αυτόν σε παρελθόντα χρόνο, δεν είχε ξεπεράσει ακόμα τον θάνατο του. “Λοιπόν, θα ήθελα θα σου δείξω κάτι”.
“Τι;” ρώτησε η Βιτόρια με απορία.
Εκείνος χωρίς να της απαντήσει πήγε και έφερε τη... μυ­στήρια βαλίτσα μέσα απ' το δωμάτιο. “Τι έχεις να πεις γι' αυ­τό;”
Η Βιτόρια μόλις την είδε γούρλωσε τα μάτια της. “Oh! Mio Dio5, δεν το πιστεύω. Φοίβο, πού βρήκες αυτό το έργο τέχνης;”
“Δεν το βρήκα εγώ”.
“Τότε, ποιος mio caro;”
Ο Φοίβος κάθισε και της είπε πώς έφτασε η βαλίτσα στα χέρια του.
“Και η Χρύσα πού τη βρήκε;”
“Τώρα δυο λεπτά να της τηλεφωνήσω. Βιτόρια, σύνελθε, σε παρακαλώ”.
“Φοίβο αυτή η βαλίτσα δεν είναι μια τυχαία βαλίτσα. Εί­ναι ένα πραγματικό έργο τέχνης και ξέρεις ποιανού;”
“Αν ήξερα δεν θα ζητούσα να μάθω”.
“Σίγουρα κάπου στο πλάι θα υπάρχει η υπογραφή του καλλιτέχνη”.
“Α, ούτε και συ ξέρεις και εγώ που νόμιζα...”
“Ξέρω mio caro, πως δεν ξέρω, είναι του ζωγράφου Dante, αλλά πρέπει και να βεβαιωθώ” είπε και άρχισε να ψάχνει για την υπογραφή. “Ναι, αυτού είναι, του Dante, κοί­τα...”,και του έδειξε το σημείο όπου ο καλλιτέχνης είχε υπο­γράψει το έργο του.
“ Dante..., δε μου λέει κάτι το όνομά του”.
“Κι όμως είναι γνωστός ζωγράφος”.
“Ιταλός να υποθέσω;”
“Ναι, απ' την Τοσκάνη”.
“Ποιανού αιώνα;”
“Του εικοστού. Πρόκειται για ένα ζωγράφο, που τα κυ­ρίως θέματά του είναι τα τοπία, τα οποία ζωγραφίζει απ' ευ­θείας στο ύπαιθρο. Απ' ό,τι θυμάμαι έχει φτιάξει και πορ­τραίτα, όχι πολλά, γυναικεία τα περισσότερα. Τα τελευταία, ό­μως, είκοσι χρόνια έχει χαθεί. Κανείς δεν ξέρει το γιατί. Πάντα γύρω απ' τη ζωή του υπήρχε ένα μυστήριο”.
“Ξέρεις αν ζει”.
“Δεν έχω μάθει το αντίθετο”.
“Είναι μεγάλος στην ηλικία;”
“Όχι, εκεί γύρω στα εβδομήντα, εβδομηνταπέντε πρέπει να είναι”.
“Για τη βαλίτσα, τι έχεις να πεις;”
“Τι να πω mio caro; Δεν ξέρω πώς έγινε και ζωγράφισε πάνω σ' αυτή. Εκείνο που ξέρω είναι, ότι είναι μοναδικό κομ­μάτι, δεν υπάρχει άλλο. Αλήθεια, άνοιξες να δεις το περιεχό­μενο της;”
“Όχι”.
“Και πότε σκέφτεσαι να το κάνεις;”
“Όταν θα είμαι έτοιμος”.
“Φοβάσαι κάτι;”
“Ναι, αυτά, που μπορεί να κρύβει. Τέλος πάντων, πέρασε η ώρα. Τι λες; Πάμε για ύπνο; ”
“Ναι, όπως θέλεις mio caro, αλλά πριν θα μου κάνεις μια αγκαλίτσα;”
Ο Φοίβος σηκώθηκε και πήγε και την αγκάλιασε τρυ­φερά. “Καληνύχτα, αγαπημένη μου φίλη” της ψιθύρισε στ' αυ­τί, “καληνύχτα και όνειρα γλυκά...!”
Την επόμενη μέρα η Βιτόρια και ο Φοίβος ξύπνησαν νωρίς. Έτσι είχαν όλο το χρόνο μπροστά τους να πάρουν το πρωινό με την ησυχία τους και να κουβεντιάσουν.
“Πώς σκέφτεσαι να περάσεις τη μέρα σου;” τον ρώτησε η Βιτόρια καθώς σερβίριζε τον καφέ.
“Λέω να κάνω καμιά βόλτα, όχι μακρινή, μέχρι πάνω στην εκκλησία. Έχω καιρό να ανέβω”.
“Σήμερα για μένα προβλέπεται μια κουραστική μέρα. Πρόκειται να έρθουν κάποια γκρουπ απ' την Αθήνα και κατα­λαβαίνεις...”
“Ε, τότε να μην πάω, να καθίσω να σε βοηθήσω”.
“Όχι, mio caro, εσύ να κάνεις το πρόγραμμά σου. Μην σκέφτεσαι εμένα, άλλωστε δεν είμαι μόνη μου, είναι και η Ευρυδίκη, μην το ξεχνάς. Λοιπόν, πάω εγώ τώρα. Τα λέμε μετά...”.
Ο Φοίβος δεν επέμεινε, ήξερε πως αν η φίλη του κάποια στιγμή χρειαζόταν τη βοήθεια του, δεν θα δίσταζε να του τη ζητήσει. Άλλωστε δεν θα ήταν η πρώτη φορά, στο παρελθόν την είχε βοηθήσει κι άλλες φορές στο μαγαζί, κάνοντας διά­φορες δουλειές.
Ετοίμασε στα γρήγορα ένα μικρό θερμό με καφέ, και ύσ­τερα πήγε στο δωμάτιό του και φόρεσε το μπουφάν του. Κα­θώς έβγαινε το μάτι του έπεσε πάνω στη βαλίτσα. Αναρωτή­θηκε μήπως ήταν καλύτερα να την πάρει μαζί του, μπορεί η αντάμωση του εκεί πάνω με τη φύση να τον βοηθούσε να διώ­ξει κάθε ενδοιασμό του και κάποια στιγμή να την άνοιγε. Ναι, αυτό θα κάνω είπε αποφασιστικά στον εαυτό του και γύρισε και την πήρε.
Δεν έκανε πολύ ώρα μέχρι να ανέβει στην πάνω πόλη. Με το που έφτασε ένας γλυκός καιρός τον υποδέχτηκε, θαρ­ρείς πως η φύση εκείνη την ώρα είχε αποφασίσει μια μυστική συνάντηση μαζί του, φέρνοντας του για δώρο μιαν άνοιξη μι­κρή μέσα στην καρδιά του χειμώνα.
Με την αίσθηση αυτή της ξαφνικής άνοιξης να τον αγκα­λιάζει, πήγε και στάθηκε στην άκρη του γκρεμού, εκεί όπου υ­ψωνόταν αγέρωχη η εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Η θέα ήταν μοναδική. Άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει στο γαλάζιο του ουρανού. Μια παρέα πουλιών πετούσε κείνη την ώρα, ενώ στο βάθος κάποια σύννεφα είχαν αρχίσει να μαζεύονται πάνω απ’ τη θάλασσα, φτιάχνοντας υπέροχα σχήματα.
Και έμεινε εκεί στην άκρη του γκρεμού, ασάλευτος να κοιτά τον ανοικτό ορίζοντα αρκετή ώρα. Από μακριά έμοιαζε σαν μια φιγούρα ιμπρεσιονιστή ζωγράφου, σαν μια ονειρικό­τητα άλλης περασμένης εποχής. Κάποια στιγμή εκεί που όλα ήταν ήσυχα και γαλήνια άρχισε, ξαφνικά, να φυσάει ένα κρύο αεράκι. Σκέφτηκε να φύγει αλλά ήθελε να μείνει κι άλλο εκεί πάνω. Για να μη κρυώνει είπε να πάει στην εκκλησία. Ευ­τυχώς, ήταν ανοιχτή. Άναψε ένα κεράκι για την ψυχή της Χρύ­σας και μετά πήγε και κάθισε σε μια καρέκλα, απέναντι από τον ξύλινο λιτό αρχιεπισκοπικό θρόνο. Τελικά, όσες φορές επισκεπτόταν την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, εκείνο που του έκανε πάντα εντύπωση ήταν ο τοιχογραφικός της διάκοσμος, που αν και διατηρείτο σε αποσπασματική κατάσταση, ήταν υ­ψηλής ποιότητας και μοναδικής ομορφιάς, καθώς και το μονό­γραμμα στο δάπεδο του κτήτορα Μανουήλ Καντακουζηνού με το οικόσημο των Παλαιολόγων. Αναρωτήθηκε πόσες φορές η εκκλησία αυτή ακολούθησε την... τύχη της καστροπολιτείας και παραδόθηκε στις διαθέσεις των κάθε φορά κατακτητών. Θα πρέπει άπειρες μονολόγησε και κοίταξε γύρω του. Περί­εργο, τέτοια ώρα και ο μόνος επισκέπτης ήταν αυτός. Φαί­νεται ότι τα γκρούπ δεν είχαν έρθει ακόμα εξ αιτίας του και­ρού, που εδώ και μέρες δεν έλεγε να φτιάξει. Ένιωσε λίγο κρύο και αποφάσισε να φύγει, δεν είχε νόημα να μείνει άλλο εκεί. Κούμπωσε μέχρι πάνω το μπουφάν του και πήγε να ση­κωθεί αλλά κάτι τον κράτησε πίσω. Αυτό το κάτι ήταν η σκέ­ψη της βαλίτσας, ότι ίσως είχε έρθει η στιγμή εκεί κάτω απ' το μυστηριακό φως του αιθέριου τρούλου της εκκλησίας και υπό το δυνατό σαν ακτίνα βλέμμα του Χριστού, επιτέλους, να την ανοίξει. Χωρίς δεύτερη σκέψη, μη τυχόν το μετανοιώσει, έσ­κυψε και πήρε την βαλίτσα απ' τα πόδια του και την έβαλε σε μια καρέκλα μπροστά του. Κατόπιν έβγαλε το κλειδί απ' την τσέπη του και αργά αργά άρχισε να το γυρνά πρώτα στη μία κλειδαριά κι ύστερα στην άλλη. Στα τρία γυρίσματα η βαλί­τσα είχε ξεκλειδώσει. Σήκωσε τους μπρούτζινους γάντζους και με μια αποφασιστική κίνηση την άνοιξε.
Και ένας κόσμος από αλλοτινό καιρό φανερώθηκε μπρο­στά στα μάτια του. Ένας κόσμος γεμάτος αρχοντιά, που τα πά­ντα μέσα σ' αυτόν ανάδιδαν ένα γυναικείο άρωμα. Ένα ιδιαί­τερο, ζεστό άρωμα από κέδρο, που κάτι του θύμιζε. Όχι δεν ήταν της Χρύσας, εκείνη φορούσε άρωμα από γιασεμί. Κά­ποιας άλλης γυναίκας ήταν. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να θυμηθεί, μια στιγμή, μια εικόνα, που να κουβαλούσε αυτό το άρωμα. Κι έτρεξε πίσω, πολύ πίσω στα χρόνια, τότε που ήταν παιδί, εκεί γύρω στα επτά. Ναι, ήταν μια παραμονή Χρι­στουγέννων. Εκείνος ήταν στο δωμάτιό του και διάβαζε ένα παιδικό βιβλίο, ο πατέρας του και ο αδελφός του έλειπαν για σκι στον Παρνασσό, όταν ήρθε η Χρύσα και τον πήρε να πάνε μια βόλτα να ξεσκάσει λίγο και αυτός. Κάποια στιγμή κάθισαν σε μια καφετέρια, που ήταν λίγο πιο κάτω απ' το σπίτι, να πιουν μια ζεστή σοκολάτα. Εκεί που έπιναν το ρόφημά τους τούς πλησίασε μια κυρία και ζήτησε να καθίσει μαζί τους. Μια όμορφη αρχοντική κυρία με μεγάλα καστανά μάτια και πλούσια μαύρα μαλλιά, που από την συμπεριφορά της έδειχνε να γνωρίζει τη Χρύσα. Όση ώρα συνομιλούσαν οι δύο γυ­ναίκες, εκείνη δεν έπαιρνε το βλέμμα της από πάνω του. Ό­ταν ήταν να φύγει η κυρία τον ρώτησε αν μπορούσε να του κάνει μια αγκαλιά. Δεν αρνήθηκε. Είχε ανάγκη από μια αγκα­λιά. Και φώλιασε μέσα σ' αυτή αρκετά λεπτά. Κάποια στιγμή γύρισε και της είπε με τον αυθορμητισμό ενός παιδιού: Τι ό­μορφα που μυρίζετε κυρία. Φορούσε το ίδιο άρωμα από κέδρο. Όταν έμειναν πάλι μόνοι ζήτησε από τη Χρύσα να μάθει ποια ήταν αυτή η κυρία. Εκείνη του απάντησε: Μια μέρα, κάποτε, θα μάθεις.
Άνοιξε τα μάτια απότομα. Ήταν σαν να είχε ξυπνήσει α­πό όνειρο. Κι όμως δεν ήταν όνειρο, ήταν μια στιγμή της ζωής του, που την είχε ανασύρει από το ντουλάπι της μνήμης με τη βοήθεια του αρώματος αυτού από κέδρο. Τι παιχνίδια παίζει, μερικές φορές, αυτό το μυαλό μονολόγησε και άρχισε να εξε­ρευνά το περιεχόμενο της βαλίτσας με έναν φόβο μήπως αυτό μ' έναν μαγικό τρόπο εξαφανισθεί σαν σκόνη. Μέσα στη βα­λίτσα, λοιπόν, υπήρχε μια δεσμίδα με επιστολές δεμένη με μιαν ιβουάρ κορδέλα, μερικές κάρτ ποστάλ, ένα μεγάλο χειρό­γραφο όπου στην ετικέτα του έγραφε “Μια μοναχική γυναί­κα”, ένα ξύλινο άλμπουμ με φωτογραφίες, το βιβλίο με τα “Τα ερωτικά” του Γιάννη Ρίτσου, μία καρφίτσα με το λουλούδι sempre viva μαζί με ένα ασημένιο δαχτυλιδάκι, φυλαγμένα σ' ένα διάφανο κουτάκι, κάποια δισκάκια 45 στροφών με παλιά ιταλικά τραγούδια και ένας μικρός ζωγραφικός πίνακας με την αφηρημένη προσωπογραφία μιας γυναίκας με μάσκα, που τον υπέγραφε ποιος άλλος; ο Dante. Στο κάτω μέρος της βα­λίτσας, στη δεξιά πλευρά υπήρχε ένα αριστουργηματικό μπουκαλάκι με λίγο άρωμα μέσα, παλιάς μάρκας, που δεν κυ­κλοφορούσε πια. Για να βεβαιωθεί ότι ήταν από κέδρο το πή­ρε και το μύρισε. Τελικά, δεν έχω κάνει λάθος, είναι άρωμα α­πό κέδρο είπε στον εαυτό του και το έβαλε πάλι στη θέση του, ενώ η ιδέα, ότι μπορεί η κυρία εκείνη της καφετέριας να μην ήταν μια οποιαδήποτε γυναίκα, αλλά η ίδια η μητέρα του και ο θησαυρός αυτός που είχε μπροστά του να ήταν δικός της, εί­χε καρφωθεί για καλά στο μυαλό του. Γιατί όλο αυτό το σκη­νικό σίγουρα δεν ήταν μια απλή σύμπτωση, ούτε τα λόγια της Χρύσας τότε τυχαία. Μάλλον είχε έρθει η μέρα να μάθει ποια ήταν αυτή η γυναίκα και τι σχέση είχε μαζί του.
Αποφάσισε να φύγει. Είχε μεγάλη ανάγκη αλλά και αν­υπομονησία να βρεθεί σε έναν δικό του χώρο όπου εκεί με την ησυχία του ν΄άρχιζε σιγά σιγά ν΄ανακαλύπτει ένα ένα τα βα­θιά μυστικά, που έκρυβε η βαλίτσα. Χωρίς να χάσει χρόνο κούμπωσε το μπουφάν του και βγήκε έξω. Εκείνη την ώρα μό­λις είχε αρχίσει να πέφτει μια ψιλή βροχούλα. Έβαλε τη βαλί­τσα μέσα στη πλαστική σακούλα για να μη βραχεί και πήρε μετά τον δρόμο της επιστροφής βουτηγμένος μέσα στις σκέ­ψεις.
Μόλις έφτασε στο σπίτι, πήγε κατ' ευθείαν και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Άπλωσε όλα τα πράγματα της βαλίτσας πά­νω στο κρεβάτι, κι άρχισε να τα κοιτά ένα ένα. Δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει αυτό το ταξίδι στο χθες. Είπε πρώτα απ' τις καρτ ποστάλ αλλά στο τέλος προτίμησε τα γράμματα. Κάθισε στην πολυθρόνα που ήταν δίπλα στο μπουντουάρ και έλυσε την κορδέλα. Είπε να διαβάσει το πρώτο που ήταν στη σειρά. Πρόσεξε ότι δεν είχε αποστολέα. Περίεργο σκέφτηκε και ά­νοιξε το φάκελο. Τα χέρια του έτρεμαν και με δυσκολία έβγα­λε το χαρτί από μέσα. Το ξεδίπλωσε και άρχισε να διαβάζει.
Αγαπημένε μου,
Απόψε είναι μια όμορφη έναστρη νύχτα στη μέση του κα­λοκαιριού. Πριν από λίγο ανέβηκα στο δωμάτιό μου. Είμαι τυ­χερή, μένω στο ίδιο πυργόσπιτο, σ' αυτό που ζήσαμε όλες ε­κείνες τις μέρες του απόλυτου έρωτά μας. Σήμερα το πρωί έκα­να άλλη μια βόλτα στα σοκάκια της Βάθειας και με συνεπήρε πάλι η νοσταλγία. Θυμάσαι αγαπημένε; Θυμάσαι το ερωτικό απομεσήμερο που περάσαμε μαζί εδώ σε τούτο το πυργόσπιτο; Δεν ήθελα να φύγω από κοντά σου. Το αντρίκειο σώμα σου κολλημένο στο δικό μου διοχέτευε τη ζεστασιά σου, ανάμικτη με ηλεκτρικές ανατριχίλες. Η ερωτική μας συνεύρεση ήταν μια πανδαισία.
Λέω αύριο να φύγω, θέλω να γυρίσω όλα τα μέρη που κά­ποτε επισκεφτήκαμε εμείς οι δύο. Θα σου στέλνω κάθε φορά και ένα γράμμα με μια καρτ ποστάλ. Έτσι θα νιώθω ότι είμαστε ακόμα μαζί, ότι ξυπνάμε μαζί κάθε πρωί μετά από μια υπέροχη νύχτα. Με τα χάδια σου και τα φιλιά σου. Φέρνω πάλι στο μυα­λό μου την πρώτη μας νύχτα. Θυμάμαι, μου είπες πώς τα θέλεις όλα και εγώ σε δέχτηκα σαν θείο δώρο. Δεν είχα σβήσει το φως, ήθελα να με δεις έτσι όπως ήμουνα. Μια ζωή πάσχιζα για την αλήθεια, κι έτσι ήθελα να με πάρεις, αληθινή. Το ταίριασμά μας ήταν ακέραιο πλήρες, κάθε κομμάτι του ενός κορμιού ε­φάρμοζε απόλυτα με το άλλο. Όσα τραγούδια σου είπα εκείνη τη νύχτα ήταν μόνο για σένα.
Σ' αφήνω τώρα αγαπημένε μου, νοιώθω λίγο κουρα­σμένη... Καληνύχτα
η Σαντίνα σου
Τόξερα, τόξερα είπε με σπασμένη φωνή και έκλεισε το γράμμα στην αγκαλιά του, ενώ απ' τα μάτια του έτρεχαν δά­κρυα. Πόσο ήθελε μ' ένα μαγικό τρόπο να γυρίσει πίσω και να ξαναζήσει εκείνη τη στιγμή της συνάντησής τους στην καφε­τέρια και να της πει ότι χωρίς να ξέρει πως ήταν η μητέρα του μέσα απ' τη μυρωδιά της όλα αυτά τα χρόνια είχε μάθει να την αγαπάει. Να τη ρωτήσει γιατί τότε δεν του είπε ποια ήταν. Γιατί άφησε να φύγει ο χρόνος χωρίς μια ακόμη συνάντησή τους; Γιατί θέλησε να απομονωθεί; Τι φοβόταν; Πήγε να δια­βάσει άλλο ένα αλλά δεν άντεξε. Είχε φορτιστεί τόσο πολύ συναισθηματικά, που δεν μπορούσε άλλο να συνεχίσει. Δι­καιολογημένα. Μέχρι τώρα τη μόνη θύμηση που είχε από ε­κείνη, ήταν η μυρωδιά της, αυτή από κέδρο, ενώ τώρα; Τώρα, την είχε μπροστά του και του μιλούσε για τις αλήθειες της, για τα φαντάσματά της, του απογυμνωνόταν όχι μόνο σαν μάνα αλλά και σαν γυναίκα.
Έμεινε για λίγο να κοιτά τη βροχή έξω απ' το παράθυρο. Πίστευε ότι ο ρυθμός της θα τον ηρεμούσε, θα του μετρίαζε αυτό το εσωτερικό λαχάνιασμα. Μάταια. Μόνο η Βιτόρια μπορούσε εκείνη τη στιγμή να τον βοηθήσει να βγει απ' την δίνη αυτή και να τον κάνει να συνειδητοποιήσει αυτή την ανατροπή, που τόσο ξαφνικά είχε έρθει στη ζωή του. Ναι, τώ­ρα την είχε περισσότερο ανάγκη από οποιαδήποτε άλλη φορά. Παράτησε τα πάντα όπως ήταν και κατέβηκε τρέχοντας κάτω. Τη βρήκε να κάθεται στον καναπέ και με τη βοήθεια της Ευ­ρυδίκης να βάζουν σε μια σειρά κάτι παλιά βιβλία.
“Βιτόρια!”
“Mio caro, επιτέλους, ήρθες; Πριν από λίγο έλεγα στην Ευρυδίκη για σένα, ότι θα έβγαζες ρίζες εκεί πάνω” είπε χωρίς να τον κοιτάξει.
“Βιτόρια, δεν είμαι καλά” .
“Γιατί; Τι έχεις;” τον ρώτησε σηκώνοντας το βλέμμα της πάνω του.
“Δεν μπορώ ν' αναπνεύσω” είπε ξέπνοα και έπεσε σαν ά­δειο σακί στον καναπέ.
“Πω, πω κύριε Φοίβο είστε κάτασπρος” γύρισε και του είπε η Ευρυδίκη. “Πάω να φέρω τη κολόνια μου να μυρίσετε”.
“Άσε τη κολόνια και πήγαινε να φέρεις μια χάρτινη σα­κούλα” της είπε η Βιτόρια. “Δεν βλέπεις, έχει πάθει κρίση πα­νικού”.
Η Ευρυδίκη έτρεξε αμέσως και έφερε μια από την απο­θήκη.
Η Βιτόρια την πήρε και την έβαλε στο στόμα του. “Έλα Φοίβο μου, άρχισε να παίρνεις αργά και σταθερά βαθιές εισ­πνοές, μετρώντας μέχρι το τέσσερα. Θα δεις μέσα σε λίγα λε­πτά θα νιώσεις καλύτερα. Έτσι mio caro, έτσι...”
Πραγματικά μέσα σε λίγα λεπτά είχε συνέλθει. “Αχ, τι ή­ταν αυτό, νόμιζα ότι θα πεθάνω Βιτόρια, αλήθεια στο λέω”.
“Μια κρίση πανικού ήταν, που πάει τώρα, πέρασε. Έλα πιες λίγο νεράκι, θα σου κάνει καλό” είπε και του έδωσε το ποτήρι.
“Σ' ευχαριστώ, αν δεν ήσουν εσύ, δεν ξέρω τι θα έκανα”.
“Άφησε τις ευχαριστίες και πες μου τι συνέβη και βρέ­θηκες σ' αυτή την κατάσταση”.
“Δεν ξέρω από πού ν' αρχίσω...”
“Θα βρεις μιαν άκρη, είμαι σίγουρη”.
“Θα ήθελα να είμαστε μόνοι”.
Η Βιτόρια γύρισε και κοίταξε με νόημα την Ευρυδίκη.
“Εμένα με συγχωρείτε, έχω λίγη δουλίτσα να κάνω. Αν με χρειαστείτε θα είμαι δίπλα” είπε ευγενικά η κοπέλα και αποχώρησε.
“Λοιπόν, σ' ακούω” είπε η Βιτόρια και κάθισε απέναντί του.
Ο Φοίβος ξεκίνησε να της μιλάει με κάθε λεπτομέρεια για το περιεχόμενο της βαλίτσας. Η Βιτόρια τον άκουγε προ­σεκτικά χωρίς να τον διακόπτει. Μόνο όταν ήρθε η στιγμή να της αποκαλύψει σε ποιον ανήκε η βαλίτσα εκείνη τον διέκοψε. “Μη μου πεις ότι είναι της μητέρας σου;”
“Ναι, εκείνης είναι. Πώς το κατάλαβες;”
“Από διαίσθηση”.
“Τώρα μπορείς να καταλάβεις γιατί ένιωσα έτσι”.
“Φυσικά Φοίβο μου και σε καταλαβαίνω”.
“Βιτόρια νιώθω σαν να έχω τυλιχτεί ξαφνικά σ' ένα δίχτυ και να βυθίζομαι αργά και βασανιστικά στα γκρίζα νερά ενός παρελθόντος. Σ' ένα χθες, που χωρίς να το θέλω με έχει προ­(σ)καλέσει σ' ένα χορό ανάμεικτων συναισθημάτων. Και ανα­ρωτιέμαι, γιατί τώρα; Καλά δεν καθόταν όλα αυτά τα χρόνια στη γωνιά του;”
“Φοίβο μου, γιατί δεν προσπαθείς να δεις όλη αυτή την πρόκληση σαν ένα ταξίδι μέσα σε μιαν έναστρη νύχτα, σαν αυτή με τις χαοτικές δίνες, που απεικονίζει μοναδικά στον πί­νακα του ο Βάν Γκόγκ;”
“Δηλαδή, μου λες να τρομάξω τον φόβο μου, τολμώντας μια πτώση, μια βαθιά πτώση.”.
“Ναι, amico mio, μια βαθιά πτώση, που στο τέλος, είμαι σίγουρη πως θα σε οδηγήσει σ' ένα βαθύ ανέβασμα. Είμαι σί­γουρη γι αυτό...”.
Ο Φοίβος έμεινε λίγο σκεφτικός. Έπειτα κοιτώντας τη φί­λη του είπε: “Έχεις δίκιο Βιτόρια, αυτό θα κάνω, όσο και αν φοβάμαι, αυτό θα κάνω...”


Τετάρτη, Ιουλίου 16, 2025

"Σαντίνα" - Βάνα Σμπαρούνη-Μυθιστόρημα-Audio book-Κεφάλαιο Πρώτο


 Κάθε απόγευμα του άρεσε να κάθεται στο παράθυρο του σαλονιού και να παρατηρεί ένα χέρι να ψαχουλεύει τον κάδο των σκουπιδιών, αυτόν που βρισκόταν απέναντι απ’ το σπίτι του. Το χέρι αυτό έκανε την εμφάνισή του την ίδια πάντα ώρα, λίγο πριν έρθει το απορριμματοφόρο του δήμου και μα­ζέψει τα σκουπίδια. Απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει ήταν τρι­χωτό με κάτι χοντρά και κοντά δάχτυλα. Δεν τον ενδιέφερε αν το χέρι αυτό ανήκε σε άντρα ή γυναίκα, τον ενδιέφερε μόνο να το βλέπει να ψαχουλεύει. Ήταν μια ευχαρίστηση, μιαν παράξενη ευχαρίστηση για εκείνον η διείσδυσή του αυτή στο βασίλειο των σκουπιδιών. Πίστευε ότι μέσα σε κάθε κάδο κρυβόταν πάντα ένας μικρός θησαυρός, ένας προσωπικός θη­σαυρός από όνειρα, πόθους και λάθη, που για κάποιους λό­γους έπρεπε να πεταχτούν και να θαφτούν σε μια χωματερή. Έτσι, συνήθως, θάβονται αυτά, μαζί. Στην αρχή τα θρηνείς, ύ­στερα με τον καιρό συνηθίζεις την απώλειά τους, μέχρι που κάποια στιγμή τα ξεχνάς σε ένα απ’ τα δωμάτια του μυαλού σου, κλειδαμπαρώνεις και την πόρτα καλά, κρύβεις και το κλειδί στο πιο απίθανο μέρος της ψυχής σου ώστε να μην το βρίσκεις πουθενά και στο τέλος πραγματοποιείς σαν υπάκουο παιδάκι τους πόθους και τα όνειρα των γονιών σου. 

Σε κάποιο κάδο σκουπιδιών, πριν από πολλά χρόνια, είχε πεταχτεί και ο δικός του θησαυρός. Ήταν ένα μπλοκ με κάτι σχέδια ρούχων, που είχε ζωγραφίσει ο ίδιος και ένα ημερο­λόγιο,ένα κοριτσίστικο ημερολόγιο από κείνα με τα λουλου­δάκια και τις μικρές καρδούλες στο πλαστικό εξώφυλλό του, όπου μέσα του έκρυβε τις καλλιτεχνικές κι όχι μόνο ανησυχίες του. Κάθε μέρα έγραφε σ’ αυτό, κάθε μέρα λίγο πριν κοιμηθεί. Αν και είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε, ακόμα θυμάται πώς τον είχε χάσει. Ήταν βράδυ, ένα αυγουστιάτικο βράδυ με πανσέληνο. Είχε μόλις τελειώσει το ταξίδι της ψυχής του στο ημερολόγιο και πήγαινε να καθίσει στο παράθυρο να απολαύ­σει τις πνοές της νύχτας, όταν ξαφνικά μέσα στο δωμάτιο μπή­κε ο πατέρας του. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε μέσα βρά­δυ, και η πρώτη χωρίς να χτυπήσει την πόρτα.

«Τι κάνεις τέτοια ώρα ξύπνιος;» τον ρώτησε. Το ύφος του ήταν αυστηρό και επιθετικό.

«Τίποτα, πατέρα μου» αποκρίθηκε εκείνος καλύπτοντας με τα χέρια του το ημερολόγιο του.

«Φίλιππε, σε ξαναρωτώ, τι κάνεις τέτοια ώρα ξύπνιος;».

«Σας είπα πατέρα, τίποτα».

«Κι αυτό τι είναι;»,

«Ποιο πατέρα;»,

«Αυτό» είπε δείχνοντας το ημερολόγιο.

«Ένα βιβλίο πατέρα».

«Βιβλίο; Για να το δω».

«Γιατί πατέρα; Ένα απλό βιβλίο είναι».

«Καλά, καλά…» είπε εκείνος συγκαταβατικά κι άρχισε να κόβει βόλτες σκεφτικός πάνω κάτω στο δωμάτιο. «Ξέρεις, Φίλιππε» έσπασε κάποια στιγμή τη σιωπή του, «… το τελευ­ταίο διάστημα, βλέπω πως αποζητάς την απομόνωση». Το ύ­φος του δεν ήταν πια αυστηρό και επιθετικό αλλά φιλικό, γλυ­κό και τρυφερό, όπως κάθε πραγματικού πατέρα, που είναι πρόθυμος να κάνει μια εκ βαθέων κουβέντα με το παιδί του. Έτσι τουλάχιστον έδειχνε. «Δεν ακολουθείς σχεδόν ποτέ, ό­που κι αν πάμε, εμένα και τον αδελφό σου, τον Ανδρέα, και αναρωτιέμαι, σου συμβαίνει κάτι αγόρι μου; Μήπως αντιμε­τωπίζεις τα προβλήματα, αυτά που συνήθως αντιμετωπίζουν τα αγόρια στην εφηβεία; Αν είναι αυτό, μη φοβάσαι και κυ­ρίως μη ντρέπεσαι, εδώ είμαι εγώ να σε καταλάβω, και να συ­ζητήσουμε όλα σαν άντρας προς άντρα. Κι εγώ όταν ήμουν στην εφηβεία κάπως έτσι αντιδρούσα, να όπως εσύ τώρα. Λοι­πόν, θα μου πεις; Θα μου εκμυστηρευτείς όλα όσα σε απασχο­λούν αγόρι μου;»

Βλέποντας την αγκαλιά κατανόησης που ορθάνοιχτα είχε ανοίξει ο πατέρας του, ο Φίλιππος πήρε κουράγιο κι άρχισε να ξεδιπλώνει στην αρχή δειλά, έπειτα πιο θαρρετά όλες τις ανη­συχίες και τις απόκρυφες πτυχές του εαυτού του. Το πρώτο σοκ, που υπέστη ο πατέρας του ήταν όταν αποκάλυψε τι επάγ­γελμα είχε αποφασίσει ν’ ακολουθήσει.Ναι, ο Φίλλιπος Θεο­νάκος είχε τολμήσει να πει ότι δεν ήθελε να πραγματοποιήσει το όνειρο του πατέρα του, αλλά το δικό του. Να γίνει μια μέρα σκηνογράφος - ενδυματολόγος κι όχι οικονομολόγος και κα­θηγητής πανεπιστημίου όπως τον προόριζε εκείνος. «Μια καλλιτεχνική φύση όπως η δική μου πατέρα δεν μπορεί να χωρέσει στο κόσμο το δικό σου, εκείνο των αριθμών, των υπολογισμών και των οικονομιών στοιχείων. Αν γίνει κάτι τέ­τοιο, είναι σίγουρο, πως μια μέρα δεν θα αντέξει και θα πνιγεί σε κάποια αίθουσα της πανεπιστημιακής κοινότητας. Κι αυτό δεν το θέλω, θα είναι άδικο, πολύ άδικο για μένα» του είχε πει.

Όμως, το πιο σφοδρό και ισχυρό σοκ που υπέστη ο πατέ­ρας ήταν όταν του αποκάλυψε τις σεξουαλικές του προτιμή­σεις. Ναι, ο Φίλλιπος Θεωνάκος είχε τολμήσει να πει ότι δεν ελκύετο ερωτικά από άτομα του αντίθετου φύλου αλλά του ί­διου. «Το κατάλαβα όταν με ερέθισε πρώτη φορά σεξουαλικά ένα αντρικό σώμα, όταν σκίρτησα ερωτικά όχι για κάποια κο­πέλα αλλά για κάποιο αγόρι, συγκεκριμένα για ένα συμμα­θητή μου. Στην αρχή ένοιωσα ντροπή, ύστερα φόβο, πανικό μήπως είμαι άρρωστος και μετά ενοχή ότι αυτό που νοιώθω δεν πρέπει να το νοιώθω, είναι απαγορευτικό και θα πρέπει να το αποδιώξω, να το στραγγαλίσω. Όμως, όσο κι αν προσπάθη­σα, δεν τα κατάφερα. Δεν ξέρω τι να κάνω πατέρα, δεν ξέρω πώς να το αντιμετωπίσω, πώς να το διαχειριστώ. Σας παρακα­λώ, βοηθήστε με, πέστε μου ότι δεν είμαι άρρωστος, ότι δεν πρέπει να φοβάμαι, ότι δεν πρέπει να νοιώθω ντροπή και ενο­χή για την προτίμησή μου αυτή, σας παρακαλώ, σας ικετεύω πατέρα».

Η de profundis αυτή εξομολόγηση του γιου δυστυχώς δεν άγγιξε κανένα σημείο ψυχικής ευαισθησίας του πατέρα, το α­ντίθετο, προκάλεσε οργή, και μόνο οργή. «Τι λες άθλιο υπο­κείμενο, απόβρασμα της κοινωνίας;» άρχισε να τον βρίζει, σαν να είχε μπροστά του ένα μίασμα. « Τολμάς και λες ότι σ’ αρέσουν οι άντρες; Τολμάς; Τον κόσμο δεν τον σκέφτεσαι;» Ο Φίλιππος μαζεμένος σε μια γωνιά τον κοιτούσε έντρομος, που από πατέρας μέσα σε μια στιγμή είχε μεταλλαχτεί σ’ ένα τέ­ρας. Σ’ ένα τέρας που τον ένοιαζε μόνο η κατακραυγή της κοινωνίας κι όχι η κραυγή της δικής του αγωνίας. «Μίλα άρ­ρωστε, μίλα, μίλα…». Στο πέμπτο μίλα του έσκασε το πρώτο χαστούκι. Ύστερα το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, το πέμ­πτο…Το δέκατο ήταν τόσο δυνατό, που τον έριξε αιμόφυρτο κάτω. “Μέχρι αύριο να τα έχεις μαζέψει και να έχεις φύγει, να έχεις εξαφανιστεί από τη ζωή μας και να μην μάθουμε ποτέ ξανά για σένα. Τ' άκουσες; ΠΟΤΕ!” είπε με μίσος και βγήκε απ' το δωμάτιο, χωρίς να κάνει έστω μια κίνηση να δει αν ή­ταν ζωντανός ή νεκρός, κείνη τη στιγμή το μόνο που τον εν­διέφερε ήταν να πάει να πετάξει το μπλοκ με τα σχέδια και το ημερολόγιο του στο κάδο των σκουπιδιών, να εξαφανίσει από προσώπου γης το μικρό προσωπικό θησαυρό του. Με τη στά­ση του αυτή νόμιζε πως έτσι διαφύλαγε την έξωθεν καλή του μαρτυρία, πως έσωζε την πολιτική του καριέρα, καθώς και την καριέρα του μεγάλου του γιου Ανδρέα, που από τα γεννοφά­σκια του τον προόριζε για διάδοχό του στον υπουργικό θώκο. Για τον Φίλιππο δεν ξαναμίλησε ποτέ. Βέβαια όσοι απ΄ τον κοινωνικό του περίγυρο ρωτούσαν για εκείνον, αυτός έλεγε, χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες, ότι ο Φίλιππος είχε εγκατα­σταθεί μόνιμα και αυτός στο εξωτερικό. Τα πάντα είχε σκεφ­τεί και υπολογίσει ο Μιχάλης Θεονάκος, εκτός από ένα. Την αμέριστη αγάπη της Χρύσας για τον Φίλιππο, την οποία όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε εκφράσει ποτέ ανοικτά, όπως δεν είχε εκφράσει και κανένα άλλο συναίσθημά της, είτε αρνητικό, εί­τε θετικό. Κι αυτό, γιατί έπρεπε η συμπεριφορά της ως οικο­νόμου να είναι μόνο τυπική και επαγγελματική. Στο σπίτι τους είχε προσληφθεί ύστερα από μια εξαντλητική συνέντεύξη, που είχε δώσει στον ίδιο τον Μιχάλη Θεονάκο.

Απ’ την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισε κατάλαβε ότι ε­πρόκειτο για έναν σκοτεινό, δόλιο άνθρωπο, που στη ντου­λάπα του μπορεί να έκρυβε πολλούς σκελετούς. Μπορεί να ή­ταν μια τυπική οικονόμος, αλλά τίποτα δεν της ξέφευγε, η Χρύσα Ιωνά ήταν ένας έξυπνος και διεισδυτικός άνθρωπος με μεγάλη παρατηρητικότητα. Κάθε τι που συνέβαινε στο σπίτι το αφουγκραζόταν, κάθε μυστικό και ψέμα που τύλιγε τη ζωή του Μιχάλη Θεονάκου και της γυναίκας του, της Σαντίνα. Και υπήρχαν πολλά μυστικά και ψέματα στις ζωές και των δύο συ­ζύγων, αλλά δεν μιλούσε, απλά έβλεπε κι άκουγε, όχι αυτά που συζητούσαν μεταξύ τους, αυτά τα τυπικά όταν βρίσκο­νταν με κόσμο ή με συγγενείς κάποιες φορές γύρω απ’ το εορ­ταστικό τραπέζι, αλλά τα άλλα, εκείνα που έλεγαν όταν έπε­φτε ανάμεσά τους σιωπή. Αυτά ήταν που έκαναν περισσότερο κρότο. Φώναζαν όλη την απέχθεια, την αποστροφή και το μί­σος που έτρεφε ο ένας τον άλλον. Κι όμως, για τον έξω κόσμο ήταν το ιδανικό ζευγάρι, που όλοι θα ήθελαν να του μοιάσει. Όμως, όλα αυτά που έλεγαν τόσα χρόνια με τη σιωπή τους, σιγά σιγά άρχισαν να βγαίνουν ένα ένα στην επιφάνεια και να ζώνουν απειλητικά και τους δύο σαν φαρμακερά φίδια, κάνο­ντας τη ζωή τους απελιπιστικά αφόρητη, άλλες φορές όπως ε­κείνης των Ρόουζ απ’ την ομώνυμη ταινία, άλλες πάλι σαν της Μαριάνε και του Γιόχαν απ’ την ταινία «Σκηνές από ένα γά­μο», κάτι σαν ψυχολογικό δράμα δωματίου δηλαδή.

Ξαφνικά, μια Παρασκευή στη μέση κάποιου χειμώνα, η Σαντίνα εξαφανίζεται. Εκείνη τη μοιραία μέρα είχε σηκωθεί, πρωτοφανές για κείνη, νωρίς το πρωί, γύρω στις επτά, και χωρίς να έχει πει στη Χρύσα πού θα πήγαινε, είχε φύγει. Ο Μιχάλης Θεονάκος δεν ήταν στο σπίτι, ως συνήθως έλειπε, τον είχε στείλει το κόμμα του να επισκεφτεί και να μιλήσει σ' ένα αγροτικό συνεταιρισμό κάπου στην Εύβοια. Στη Χρύσα είχε πει ότι δεν θα επέστρεφε στο σπίτι μετά το τέλος της δου­λειάς, θα έμενε εκεί να περάσει το Σαββατοκύριακο σε κά­ποιο resort.

Είχε φτάσει δέκα η ώρα, το βράδυ, και η Σαντίνα δεν είχε δώσει ακόμα κανένα σημείο ζωής. Η Χρύσα μόνη στο σπίτι με τα δύο παιδιά δεν ήξερε τι να κάνει. Να την πάρει στο κινητό ή να περιμένει λίγο ακόμα μήπως και φανεί; Να τηλεφωνίσει στον Μιχάλη Θεονάκο και να του πει τι συμβαίνει ή να πάρει την πρωτοβουλία να φωνάξει την αστυνομία; Στο μεταξύ ο Ανδρέας, πέντε χρονών τότε, είχε διαισθανθεί ότι κάτι συνέ­βαινε και τη ζητούσε συνέχεια, ενώ ο Φίλλιπος ούτε τριών μηνών μωρό, εκεί που ήταν μια χαρά ανέβασε ξαφνικά πυρε­τό. Για πρώτη φορά άρχισε να τρελαίνεται και να χάνει την ψυχραιμία της. Επειδή όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, είπε να περιμένει, παρηγορώντας τον εαυτό της ότι η ανησυ­χία της αυτή, μπορεί να ήταν υπερβολική, άλλωστε η Σαντίνα κι άλλες φορές είχε φύγει απ’ το σπίτι και ξεχνούσε να γυρί­σει, ειδικά το τελευταίο διάστημα το έκανε συστηματικά. Μπορεί να είχε βρει κάποια ενασχόληση που να της άρεσε πο­λύ, όπως η αναζήτηση παλιών αντικειμένων, άλλωστε ήταν γνωστή η τρέλα της για τις αντίκες, δημοπρασία για δημοπρα­σία δεν έχανε ή να είχε βρει καμιά φίλη και να ξημεροβρα­διαζόταν μαζί της λέγοντας τον πόνο της, αν και χλωμό, η Σαντίνα δεν έκανε φιλίες, ήταν κλειστό και πολύ αντικοινωνι­κό άτομο. Στα τόσα χρόνια που η Χρύσα δούλευε εκεί, ποτέ δεν είχε δει να περνάει το κατώφλι του σπιτιού κάποια δική της, κολλητή της φίλη, μόνο οι γυναίκες των φίλων και γνω­στών του Μιχάλη Θεονάκου περνούσαν, με τις οποίες έκανε παρέα αναγκαστικά. Δεν τις πήγαινε καθόλου, τις θεωρούσε όλες κενόδοξες και ρηχές και με τον καλλωπιστικό ρόλο, εκεί­νο της γλάστρας. Δεν είχε κανένα κοινό σημείο επαφής μαζί τους, σ’ εκείνη άρεσε να μιλάει για τέχνη, ποίηση και λογο­τεχνία, ενώ σ’ εκείνες μόνο για life style.

Με τις παρήγορες αυτές σκέψεις η Χρύσα κάπως αναθάρ­ρεψε και άρχισε να ασχολείται με τα παιδιά που τόσο ανάγκη την είχαν κείνες τις ώρες. Φρόντισε πρώτα τον Φίλιππο που είχε ανεβάσει πυρετό, ευτυχώς, δεν ήταν υψηλός, κάτι δέκατα είχε, κι ύστερα προσπάθησε να ηρεμήσει τον Ανδρέα, που ή­ταν συνέχεια μέσα στη γκρίνια, δίνοντάς του μια κούπα ζεστό γάλα και παίζοντας μαζί του ένα επιτραπέζιο παιχνίδι. Κάποια στιγμή στη μέση του παιχνιδιού το παιδί είπε ότι νύσταζε και ήθελε να πάει να κοιμηθεί. Ευτυχώς, γιατί δεν θα ήξερε πως θα τον ηρεμούσε, σε περίπτωση που άρχιζε πάλι να αποζητάει τη μητέρα του. Εδώ που τα λέμε, δεν ήταν παιδαγωγός, μια απλή οικονόμος ήταν. Γι’ αυτό, με το που της το είπε, τον ανέ­βασε αμέσως στο δωμάτιο του και τον έβαλε για ύπνο, μην τυ­χόν απασχοληθεί με κάτι και ξενυστάξει. Έριξε και μια ματιά στον Φίλιππο, μια χαρά ήταν κι αυτός, και κατέβηκε στην κουζίνα. Τακτοποίησε τα άπλυτα πιάτα στο πλυντήριο, συμμά­ζεψε λίγο το πάγκο απ’ τις ατσαλιές και πήγε μετά στο σαλόνι. Έβαλε ένα κονιάκ και κάθισε στον καναπέ να το πιει. Ίσως το ευεργετικό αυτό ποτό να τη χαλάρωνε και να της μετρίαζε κά­πως τον φόβο, που της προκαλούσε αυτή η παράξενη, αλλό­κοτη σιωπή, που ήταν διάχυτη κείνη τη στιγμή σ’ όλο το σπί­τι, η οποία αν μπορούσε να ντυθεί μουσικά, το «adagio» του Τομάζο Αλμπινόνι θα της ταίριαζε απόλυτα, τόση βαθιά θλίψη έκλεινε μέσα της, σαν να προμηνούσε κάτι κακό, ίσως και θά­νατο. Και το τικ τακ του ρολογιού πάνω στον τοίχο, κι αυτό την τρόμαζε, ηχούσε στ’ αυτιά της σαν το τικ τακ μιας ωρολο­γιακής βόμβας, που από στιγμή σε στιγμή ήταν έτοιμη να σκάσει, τινάζοντας στον αέρα τις ζωές όλων εκεί μέσα, κυρίως όμως τις ζωές των παιδιών, που δεν έφταιγαν σε τίποτα. Αλλά τι μπορούσε να κάνει; Όλα αυτά τα χρόνια ο Μιχάλης Θεονά­κος ένα ρόλο μόνο της είχε επιτρέψει να παίζει, εκείνο της οι­κονόμου, από το οποίο ούτε μια φορά δεν έπρεπε να παρεκ­κλίνει. Τώρα, όμως, μήπως είχε έρθει η στιγμή να το κάνει με όποιο κόστος, ακόμα και αυτό της απόλυσης, να μην κάθεται απαθής και να περιμένει πότε και αν θα γυρίσει πίσω στο σπίτι η Σαντίνα;

Η νύχτα όλο και βάθαινε χωρίς εκείνη να δίνει κανένα ση­μείο ζωής. Μπορεί κάτι σοβαρό να της συνέβαινε, να είχε κά­ποιο ατύχημα με το αυτοκίνητο ή κάποιος να την είχε ληστέ­ψει, ή ακόμα και σκοτώσει, τόσα εγκλήματα γίνονταν καθη­μερινά, κι όχι για πολλά λεφτά, αλλά για ένα και μόνο ευρώ. Γι’ αυτό, έπρεπε να ενεργήσει και μάλιστα αμέσως. Το πρώτο, λοιπόν, που έκανε ήταν να την πάρει στο κινητό. Δυστυχώς, δεν της απάντησε η ίδια αλλά ο τηλεφωνητής, ο οποίος έλεγε: «Σαντίνα Θεονάκου - Μπαστιάνο αφήστε το μήνυμά σας». Προς στιγμή σκέφτηκε να το κλείσει, αλλά το ξανασκέφτηκε, και της άφησε το εξής λακωνικό μήνυμα: «Κυρία Σαντίνα, σας αναζητούμε. Παρακαλώ, τηλεφωνήστε». Έκλεισε το τηλέφωνο και μετά πήρε τον Μιχάλη Θεονάκο στο κινητό. Σε αντίθεση με τη Σαντίνα, εκείνος απάντησε, και μάλιστα πριν καλά καλά προλάβει να χτυπήσει δεύτερη φορά. Της έκανε εντύπωση, ούτε να περίμενε το τηλεφώνημά της. Χωρίς να μπει σε λε­πτομέρειες,του είπε ακριβώς τι συμβαίνει. Εκείνος με μιαν α­πάθεια που άγγιζε τα όρια της απανθρωπιάς, της είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι, ούτε την αστυνομία να καλέσει αν δεν περνούσαν 48 ώρες από την εξαφάνισή της. Η Χρύσα βλέπο­ντας την ανάλγητη συμπεριφορά του, δεν μπήκε καν στο κόπο να τον ρωτήσει κάτι άλλο, ούτε αν σκεφτόταν να επισπεύσει την επιστροφή του στο σπίτι. Ήταν σίγουρη ποια θα ήταν η απάντηση του.

Όταν το βράδυ της Κυριακής επέστρεψε στο σπίτι ο Μι­χάλης Θεονάκος δεν δήλωσε καμιά εξαφάνιση της Σαντίνα στην αστυνομία, απλά κλείστηκε στο γραφείο του και μιλούσε ώρες με κάποιον στο τηλέφωνο. Μετά από δύο ημέρες φώνα­ξε τον Ανδρέα και του διάβασε ένα σημείωμα απ' την Σαντίνα που έλεγε ότι τους εγκατέλειπε για χάρη κάποιου άλλου άντ­ρα.“Όπως καταλαβαίνεις παιδί μου, η μαμά σου δεν πρόκειται να ξανάρθει στο σπίτι, γι' αυτό πρέπει να την ξεχάσουμε, θα πούμε ότι δεν ζει πια, ότι έχει πεθάνει. Ναι;” είπε με ψυχρό ύφος. Ο Αντρέας κούνησε το κεφάλι του και έτρεξε αμέσως και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Η Χρύσα δεν τον πίστεψε. Ή­ξερε ότι η Σαντίνα για κανένα λόγο δεν θα εγκατέλειπε τα παι­διά της, ούτε εκείνος θα δεχόταν μια απιστία της έτσι απλά, το αντίθετο θα αντιδρούσε πολύ βίαια και δεν θα ησύχαζε μέχρι να την εξοντώσει. Κάτι άλλο, λοιπόν, θα πρέπει να είχε συμβεί, κάτι πάρα πολύ σοβαρό. Τελικά, η Σαντίνα δεν επέ­στρεψε ποτέ στο σπίτι. Τι μεσολάβησε; Τι απέγινε; Μόνο ο Μιχάλης Θεονάκος μπορούσε να απαντήσει σ' αυτά τα ερωτή­ματα, γιατί ήταν ο μόνος που ήξερε όλη την αλήθεια. Όμως για καθαρά δικούς του λόγους την έκρυβε. Δεν τον ένοιαζε για τα παιδιά του αν είχαν πληγωθεί, αν ο Ανδρέας κλεινόταν όλο και πιο πολύ στον εαυτό του, πέφτοντας για μέρες σε βαριές σιωπές, ούτε αν στερούσε τη μητρική αγκαλιά απ' τον Φίλιπ­πο. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν το φουσκωμένο “εγώ” του και πώς να διασώσει τη κοινωνική του εικόνα. Και τα κατάφε­ρε φτιάχνοντας το σενάριο ότι η Σαντίνα είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη γενέτειρά της τη Βενετία για να εργαστεί εκεί ως συντηρήτρια έργων τέχνης. Μέσα σ' όλο αυτό το ψέμα μόνο μια σταγόνα αλήθειας υπήρ­χε, ότι η Σαντίνα ήταν πράγματι Βενετσιάνα και συντηρήτρια έργων τέχνης. Ο πατέρας της ο Τζούλιο Μπαστιάνο ήταν κα­θηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο στη Βενετία, ενώ η μητέ­ρα της, η Αντονέττα Γκαλεάνο - Μπαστιάνο, μια απ’ τις καλύ­τερες κριτικούς έργων τέχνης. Πολλές φορές αναλάμβανε τη συντήρηση έργων τέχνης όχι μόνο σε Βενετία αλλά και σ' άλ­λες ιταλικές πόλεις. Τα τελευταία, όμως, χρόνια, η Σαντίνα δεν αναλάμβανε πια καμιά εργασία. Από τότε που πέθαναν οι γονείς της δεν πήγε ποτέ ξανά στη Βενετία, δεν το άντεχε συν­αισθηματικά να ζει και ν’ αναπνέει στην ίδια πόλη, που κάπο­τε ζούσαν και ανέπνεαν εκείνοι. Ακόμα και το πατρικό της σπίτι στο Κάμπο Σάντα Μαρία Φορμόζα πούλησε. Τα χρήμα­τα που πήρε απ’ την πώληση πήγε αμέσως και τα κατέθεσε σ’ ένα λογαριασμό τράπεζας που άνοιξε, κρυφά απ’ τον άντρα της, στο όνομα του Φίλιππου, του γιου της. Για τον λογαρια­σμό αυτό μόνο η Χρύσα Ιωνά γνώριζε, το είχε μάθει εντελώς τυχαία λίγους μήνες μετά την εξαφάνισή της, όταν μια μέρα, εκεί που ξεσκόνιζε τη βιβλιοθήκη του γραφείου της, βρήκε πί­σω από κάτι χοντρούς τόμους βιβλίων το βιβλιάριο. Αναρωτή­θηκε γιατί στον Φίλιππο κι όχι στον Ανδρέα. Η Σαντίνα δεν ξεχώριζε τα παιδιά της. Για το βιβλιάριο αυτό η Χρύσα δεν είπε κουβέντα στον Μιχάλη Θεονάκο, το αντίθετο, το πήρε και το φύλαξε η ίδια σ’ ένα ασφαλές μέρος στο δωμάτιό της. Λες και είχε διαισθανθεί τι επρόκειτο να συμβεί στον Φίλιππο κάποια μέρα. Ότι θα τον έδιωχνε ο πατέρας του απ' το σπίτι. Πραγματικά, την επόμενη μέρα, εκεί που ο Φίλιππος μάζευε τα πράγματά του, η Χρύσα μπήκε στο δωμάτιο του. “Φίλιππε, όταν φύγεις από δω, να πας σε παρακαλώ στην παρακάτω κα­φετέρια και να με περιμένεις. Ναι; Έχω κάτι να σου πω”. Αν και παραξενεύτηκε, δεν έφερε αντίρρηση και όταν έφυγε πήγε κατ΄ ευθείαν στην καφετέρια. Μετά από λίγα λεπτά πήγε και εκείνη.

Τι τρέχει Χρύσα, τι θέλεις να μου πεις;”

Φιλιππάκο μου, πάρε αυτά τα κλειδιά, είναι από το σπίτι μιας καλής, πολύ καλής μου φίλης, που εδώ και μερικούς μή­νες λείπει στο εξωτερικό και πάω μερικές φορές και τις ποτίζω τις γλάστρες. Θέλω πας να μείνεις εκεί, μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε. Ναι;”

Τι εννοείς;”

Εννοώ, ότι σε αγαπώ και σε πονώ σαν παιδί μου, και ότι δεν πρόκειται να σε αφήσω στην τύχη σου Φιλιππάκο μου, ότι μετά απ' αυτό που σου έκανε ο πατέρας σου, εγώ δεν μπορώ να είμαι πια στη δούλεψή του. Θα παραμείνω έως ότου βρει κάποια άλλη οικονόμο, κι ύστερα θα παραιτηθώ. Μέχρι τότε, εσύ θα μένεις στο σπίτι αυτό της φίλης μου, της έχω ήδη μιλή­σει για σένα και για την κατάστασή σου. Δεν έφερε καμιά αντίρρηση, μου είπε να καθίσεις όσο θέλεις. Όταν ξεμπερδέ­ψω με τον πατέρα σου, θα φύγουμε και θα πάμε να μείνουνε στο νησί μου στα Κύθηρα. Είναι το πατρικό μου εκεί. Μη μου στεναχωριέσαι Φιλιππάκο μου, θα δεις, όλα θα πάνε καλά”.

Τελικά, αν δεν ήταν η Χρύσα, ο Φίλιππος θα είχε πεθάνει απ' την πείνα και ίσως να είχε πάρει άλλο δρόμο, αυτό τον σκοτεινό. Απ’ το κομπόδεμά της το ζούσε. Ούτε δικό της παιδί να ήταν, τέτοια θυσία. Τον πρόσεχε και το φρόντισε σαν πραγ­ματική μάνα. Και δεν βαρυγκώμησε καμιά φορά, το αντίθετο, ήταν συνέχεια πλάι του και του συμπαραστεκόταν, μιλώντας του ώρες ολόκληρες για την άλλη πλευρά της ζωής, εκείνη τη φωτεινή. Άλλες φορές ημέρωνε το θυμό του και γλύκανε τον πόνο του, που ήταν φωλιασμένος στην καρδούλα του, κι άλ­λες φορές όχι. Τότε, τον άφηνε να ξεσπάει όλο το θυμό και το παράπονο, που έκρυβε μέσα του, παρηγορώντας τον ότι δεν θα αργούσε εκείνη η μέρα που θ’ άλλαζαν όλα στη ζωή του.

Και η μέρα εκείνη ήρθε, κάπου εκεί στην αρχή της άνοι­ξης, φέρνοντας μαζί με τη μικρή τούρτα με τα δεκαοκτώ κε­ράκια και ένα δώρο για εκείνον, ένα δεματάκι, τυλιγμένο σε πολύχρωμο χαρτί. Είχε φροντίσει γι’ αυτό ο φύλακας άγγελός του, η Χρύσα. Πως και πως περίμενε τη μέρα της ενηλικίωσής του για να του το δώσει.

«Λοιπόν; Δεν θα το ανοίξεις;» τον ρώτησε όταν πια είχε σβήσει τα κεράκια.

«Χρύσα, δεν έπρεπε να ξοδευτείς» της είπε εκείνος, «η τούρτα και μόνο έφτανε».

«Μα, δεν ξοδεύτηκα, άνοιξε και θα δεις τι εννοώ».

Ο Φίλιππος χωρίς να πει κάτι πήρε στα χέρια του το δεμα­τάκι και το άνοιξε. Και έμεινε άφωνος μόλις αντίκρισε το μπλοκ με τα σχέδια του και το ημερολόγιό του. «Ο θησαυρός μου…» ίσα που ψέλλισε.

«Ναι, Φίλλιπε, ο θησαυρός σου. Να ζήσεις αγόρι μου» του είπε εκείνη και τον αγκάλιασε τρυφερά.

«Πες μου, Χρύσα, σε παρακαλώ πες μου, πού τον βρή­κες;» γύρισε και τη ρώτησε με φωνή σπασμένη απ’ τη συγ­κίνηση.

«Έχει σημασία;»

«Ναι, έχει μεγάλη σημασία για μένα».

«Τον βρήκα στον κάδο των σκουπιδιών,που ήταν απέναντι απ’ το σπίτι. Εκεί που τον είχε πετάξει εκείνο το βράδυ ο πα­τέρας σου. Τον μάζεψα και τον έκρυψα σε ένα ασφαλές μέρος στο δωμάτιό μου. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα στον δώσω τη μέρα που θα γινόσουν δεκαοκτώ χρονών».

«Δεν ξέρω τι να πω Χρύσα, τα έχω χαμένα. Ειλικρινά, ένα ευχαριστώ δεν φτάνει μπροστά σ' αυτό που έκανες για μένα, σίγουρα δεν φτάνει».

«Καλέ μου Φίλιππε, κανένας δεν έχει το δικαίωμα να αρ­πάζει τα όνειρα του άλλου, μα ούτε και τα λάθη, γιατί ακόμη κι αυτά ανήκουν αποκλειστικά σ’ εκείνον που τα έχει κάνει. Αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ αγόρι μου».

«Όχι Χρύσα, στο υπόσχομαι, δεν θα το ξεχάσω».

«Ωραία. Λοιπόν, άνοιξε τώρα την πόρτα και πέταξε...!».

Ο Φίλιππος γύρισε και κοίταξε την πόρτα. Στο βλέμμα του υπήρχε φόβος. «Φοβάμαι Χρύσα» είπε με κομμένη την ανά­σα, «…φοβάμαι να βγω εκεί έξω μόνος, θα έρθεις μαζί μου;».

«Όχι καλέ μου, μόνος σου θα διαβείς τούτο το κατώφλι, μόνος σου θα μάθεις να υπερασπίζεσαι τα θέλω σου. Και πρό­σεξε, μην πάρεις τίποτα μαζί σου απ’ το χθες, μόνο το θησαυ­ρό σου να πάρεις και το δώρο της μητέρας σου».

«Το δώρο της μητέρας μου;»

Η Χρύσα χωρίς να του αποκριθεί έβγαλε απ’ την τσέπη του φουστανιού της το βιβλιάριο και του το έδωσε.

«Τι είναι αυτό;»

«Το δώρο της μητέρας σου. Σε παρακαλώ μην με ρωτή­σεις πού το βρήκα. Πες ότι το άφησε μια νύχτα στο προσκε­φάλι σου, όταν κοιμόσουν. Ναι;”

Ο Φίλιππος πικρογέλασε. «Ένα δώρο από την μητέρα μου; Τι τραγικό αστείο; Τίποτα δεν ξέρω για κείνη, φρόντισε και γι’ αυτό ο Μιχάλης Θεονάκος. Ούτε μια φωτογραφία της δεν μου επέτρεψε ποτέ να έχω. Θα μου μιλήσεις γι’ αυτήν;»

«Όταν θα έρθει η ώρα Φίλλιπε, όταν θα έρθει η ώρα».

«Γιατί όχι τώρα;»

«Γιατί τώρα προέχει η δική σου ζωή, και μόνο η δική σου. Κατάλαβες καλέ μου; Λοιπόν, αρκετά φλυαρήσαμε. Ώρα να ανοίξεις φτερά».

«Κι εσύ; Εσύ τι θα απογίνεις;»

«Θα μείνω εδώ στα Κύθηρα, στο πατρικό μου, να φρο­ντίζω τα λουλούδια μου και να ημερεύω τον εαυτό μου”.

«Από τι;»

«Από πολλά».

«Θα ήθελες να μου πεις;»

«Κάποτε θα σου πω, στο υπόσχομαι».

«Όπως νομίζεις, δεν θα ήθελα να σε πιέσω”.

«Να θυμάσαι το σπίτι μου θα είναι πάντα ανοικτό για σέ­να, καθώς και η αγκαλία μου. Χρύσα Ιωνά με λένε».

«Το ξέρω, Χρύσα μου, το ξέρω».

«Μα, ναι, τι λέω η ανόητη. Αχ, μη με παρεξηγείς αγόρι μου, τα έχω λίγο χαμένα, δεν μου είναι δα και τόσο εύκολο που σε αποχωρίζομαι μετά από τόσα χρόνια…»

«Ούτε και σ' εμένα είναι εύκολο αγαπημένη μου Χρύσα, καθόλου εύκολο” είπε και την αγκάλιασε τρυφερά.

«Έλα, άσε τις συγκινήσεις, δεν τις μπορώ. Άντε, πήγαινε τώρα. Καλή αρχή, καλή ζωή αγόρι μου».


Τράβηξε την κουρτίνα απ’ το παράθυρο μέχρι πέρα να βλέπει καλύτερα. Περίεργο, το χέρι δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή του στον κάδο σκουπιδιών.Ίσως να έφταιγε το κρύο, ίσως πάλι αυτή η αναθεματισμένη βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει, απ’ το πρωί έβρεχε. Οι μετεωρολόγοι το είχαν πει χθες βράδυ στο δελτίο καιρού, καταρρακτώδεις βροχές και τσουχτερό κρύο. Απ’ τα δελτία ειδήσεων μόνο την πρόβλεψη του καιρού έβλεπε, όλες τις άλλες ειδήσεις ούτε που να τις δει, ούτε που να τις ακούσει, κατά τη γνώμη του, αυτές δεν ήταν ειδήσεις, ένα καλοστημένο παιχνίδι προπαγάνδας της εκάστο­τε εξουσίας ήταν, που το έπαιζαν με μοναδικό τρόπο πάνω στις πλάτες του κοσμάκη κάποιοι γραβατοφορεμένοι σαλτι­μπάγκοι, κάποιες διανοούμενες πόρνες της τέταρτης εξουσίας. Με το που τους έβλεπε να βγαίνουν στο γυαλί και ως άλλοι σύγχρονοι Γκέμπελς ν’ αρχίζουν να ρίχνουν δέσμες βολών α­πό ψέματα, εκνευριζόταν τόσο πολύ που έκλεινε αμέσως την τηλεόραση. Προτιμούσε κείνη την ώρα να κάνει κάτι άλλο έ­ως ότου έρθει η στιγμή για το δελτίο καιρού. Να διαβάσει ένα βιβλίο ή να ανοίξει τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και να ενημε­ρωθεί από εκεί μέσα για τα πάντα, μπαίνοντας σε διάφορους ιστοχώρους κοινωνικής δικτύωσης. Μια φορά σ' έναν απ’ αυ­τούς είχε δει να γράφουν και για τον αδελφό του, τον Ανδρέα. Έγραφαν ότι επρόκειτο για έναν πολιτικό, που δεν είχε ποτέ εργαστεί, πως το μοναδικό του προσόν ήταν το όνομά του, και πως αν δεν ήταν ο πατέρας του να τον προωθήσει δεν θα έ­βλεπε ποτέ τα έδρανα της βουλής. Παρακάτω η αρθρογράφος ασκούσε και δριμύτατη κριτική στον πατέρα του, συγκεκρι­μένα έγραφε για τις άκρως συντηρητικές ιδέες του και για το σοβαρό έλλειμμα πολιτικού πολιτισμού και ήθους που είχε, καθώς και για την προσπάθειά του να επιβάλει αυτός και η ομάδα του τη δική τους ακραία ατζέντα στο κόμμα. Και η δημοσιογράφος έκλεινε το άρθρο της, αφήνοντας σοβαρές αιχμές κατά του Μιχάλη Θεονάκου, για τους σκελετούς που έκρυβε στη ντουλάπα του.

Θα ήταν ψέμα αν έλεγε ότι είχε στεναχωρηθεί για το άρ­θρο αυτό που είχε γράψει η δημοσιογράφος για τον αδελφό του και τον πατέρα του. Μετά απ’ όλα αυτά που είχε υποστεί, θα ήταν αφύσικο να μην νοιώθει έτσι. Για τον αδερφό του μπορεί ακόμα να έτρεφε κάποια συναισθήματα, κυρίως τον λυπόταν καθώς τον έβλεπε να είναι άθυρμα στα χέρια του Θεονάκου,για τον πατέρα του όμως κανένα. Τον είχε ξεγράψει όπως και τον είχε ξεγράψει κι αυτός. Ακόμα και το όνομά του είχε αλλάξει, Φοίβο Ιωνά τον έλεγαν πια, για να μην έχει κα­νένα σημείο αναφοράς με εκείνον. Του ήταν ένας ξένος, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ στη ζωή του. Γι’ αυτό και δεν του καιγόταν καρφάκι όταν άκουγε ή διάβαζε κάτι γι’ αυτόν. Βέ­βαια, πάλεψε πολύ με τον εαυτόν του, χτυπήθηκε και ματώ­θηκε μέχρι να φτάσει στο σημείο αυτό. Για πολλά χρόνια έκα­νε ψυχανάλυση, του ήταν αδύνατον όλο αυτό το ψυχικό σακά­τεμα, που είχε υποστεί πρώτα απ' τον πατέρα του και κατόπιν από την κοινωνία εξαιτίας της σεξουαλικής του προτίμησης για το ίδιο φύλο να το διαχειριστεί μόνος του. Για την κοινω­νία ήταν ο άρρωστος, αυτός που προκαλούσε τα χρηστά τους ήθη. Έπρεπε, λοιπόν, κάποιος να τον βοηθήσει, κι όχι φίλος, αλλά κάποιος ειδικός. Και τα κατάφερε, κάποια στιγμή βγήκε και πάλι έξω έτοιμος πια ν' αντιμετώπισει το λιθοβόλισμα αυ­τό της κατά τα άλλα καθώς πρέπει straight κοινωνίας με ένα και μοναδικό όπλο. Αυτό της βαθιάς γνώσης του εαυτού του.

Κοίταξε την ώρα στο ρολόι του τοίχου. Έδειχνε πέντε και είκοσι. Ήταν μάταιο να περιμένει άλλο, το χέρι αυτή τη φορά μάλλον δεν θα έκανε την εμφάνισή του λόγω καιρικών συνθη­κών. Δεν τον ένοιαξε και πολύ, τόση ώρα καθηλωμένος στο παράθυρο είχε αρχίσει να βαριέται. Τράβηξε πάλι την κουρτί­να και πήγε κατ’ ευθείαν στην κουζίνα να φτιάξει κάτι να φά­ει. Όλη τη μέρα σήμερα ήταν μόνο με χυμούς φρούτων και το στομάχι του είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται έντονα. Τον τελευ­ταίο μήνα ήταν αλήθεια ότι ξεχνούσε να φάει λόγω δουλειάς. Ετοίμαζε τα σκηνικά και τα κουστούμια για ένα θεατρικό έρ­γο, που θα ανεβαζόταν σε κάποιο περιφερειακό θέατρο, κι είχε πέσει με τα μούτρα να τα τελειώσει, σε ένα μήνα επρόκειτο να γίνει η πρεμιέρα, κι έπρεπε όλα να είναι στην εντέλεια. Από τότε που γύρισε απ’ το εξωτερικό, συγκεκριμένα απ’ την Ιτα­λία όπου είχε σπουδάσει στη Ρώμη ενδυματολογία και σκηνο­γραφία, ήταν η τέταρτη φορά που αναλάμβανε να φτιάξει τα σκηνικά και τα κουστούμια κάποιας θεατρικής παράστασης. Η αλήθεια είναι ότι δεν δυσκολεύτηκε και πολύ να βρει δου­λειά. Με το που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα είχε αμέσως πρόταση απ’ έναν σκηνοθέτη για συνεργασία. Είχε διαβάσει το βιογραφικό του σημείωμα και είχε εντυπωσιαστεί όχι μόνο από τις σπουδές του αλλά και απ’ τις επαγγελματικές εμπει­ρίες. Πράγματι, αν και τριάντα πέντε μόλις χρονών, είχε κάνει πολλά, όχι μόνο εξ αιτίας του εξαιρετικού του ταλέντου, που είχε αναμφισβήτητα, αλλά και της σκληρής, πολύ σκληρής δουλειάς. Ακόμα και για όπερα είχε κάνει τα σκηνικά και τα κουστούμια στη σκάλα του Μιλάνου αλλά και αρχαία τραγω­δία και κωμωδία στα αρχαία ελληνικά θέατρα των Συρακου­σών και του Ταυρομένιου, σήμερα Ταορμίνας. Όμως το όνειρό του, το μεγάλο του όνειρο ήταν μια μέρα να σχεδιάσει τα κου­στούμια και τα σκηνικά για κάποια αρχαία τραγωδία ή κωμω­δία, που θα παιζόταν στο τελειότερο από άποψη ακουστικής και αισθητικής αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, εκεί όπου το 1938 είχε δοθεί η παράσταση Ηλέκτρα του Σοφοκλή με πρω­ταγωνίστριες την Κατίνα Παξινού και την Ελένη Παπαδάκη. Αυτό το όνειρο άλλωστε ήταν και η αιτία που αποφάσισε ο Φοίβος Ιωνάς να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα, με την ελπίδα κάποια μέρα να το πραγματοποιήσει.

Είπε να φτιάξει κάτι εύκολο και γρήγορο να φάει, μια φι­νετσάτη πάστα, ιδανική για βράδυ, λιγκουίνι με φρέσκα μανι­τάρια, λεμόνι και θυμάρι, που θα τη συνόδευε με λευκό κρασί απ’ την Ιταλία.

Στον Φοίβο Ιωνά άρεσε πολύ η μαγειρική. Για ώρες μπο­ρούσε να είναι στην κουζίνα και να μαγειρεύει. Δεν τον κού­ραζε, ίσα ίσα τον χαλάρωνε όλη αυτή η διαδικασία προετοι­μασίας του φαγητού. Γι’ αυτό και σπάνια παράγγελνε κάτι από έξω, προτιμούσε να φάει μια ώρα αργότερα παρά να φάει κάτι το οποίο θα ήταν αμφιβόλου ποιότητας. Συνήθως έτρωγε δύο φορές την ημέρα, το πρωί και το βράδυ. Το πρωί έπαιρνε πά­ντα ένα καλό πρωινό με δημητριακά και φυσικούς χυμούς φρούτων και το βράδυ ένα υπέροχο δείπνο που μαγείρευε μόνος του. Μάλιστα υπήρχαν φορές που αυτοσχεδίαζε πάνω σε μια συνταγή, προσθέτοντας ή αφαιρώντας κάποιο υλικό. Απ’ όλες τις κουζίνες που κατά καιρούς είχε γευτεί, η γκουρμέ και η ιταλική κουζίνα του άρεσαν περισσότερο, ενώ από καφέ μόνο ο εσπρέσο. Μερικές φορές μετά από το γεύμα έπινε ένα λικέρ και κάπνιζε ένα τσιγάρο. Αν και είχε πολλές προσκλή­σεις για γεύματα, δείπνα και κοκτέιλ πάρτι, τις περισσότερες απ’ τον χώρο της δουλειάς του, δεν πήγαινε, προτιμούσε να κάνει κάτι άλλο, όπως να χωθεί σε κάποιο σινεμά, να δει μια μεταμεσουνύχτια θεατρική παράσταση ή να περπατήσει. Ο α­γαπημένος του περίπατος ήταν αυτός γύρω απ’ την Ακρόπολη. Ξεκινούσε απ’ την πιο παλιά συνοικία της Αθήνας με τα μνη­μεία όλων των εποχών, με τις μικρές εκκλησίες, το τζαμί, το χαμάμ και τη ρωμαϊκή αγορά, την Πλάκα, όπου μερικές φορές σταματούσε σε κάποιο ταβερνάκι να πιει ένα ποτήρι κρασί, συνέχιζε τη βόλτα του στο πιο φαρδύ δρόμο που υπήρχε κάτω απ’ την Ακρόπολη, στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, για να κατα­λήξει στο τέλος στον πιο πολυσύχναστο πεζόδρομο της πόλης όπου υπήρχαν χώροι και μουσικές για όλα τα γούστα, στην ο­δό Ηρακλειδών, στο Θησείο. Εκεί κάπου σε μια γωνιά πίσω απ’ την οδό Ηρακλειδών βρισκόταν και το σπίτι του, σ’ ένα δί­πατο παλιό νεοκλασικό του 1926. Το είχε αγοράσει απ’ την εγ­γονή κάποιου βέρου Αθηναίου, η οποία για κάποιους προσω­πικούς δικούς της λόγους δεν το ήθελε πια. Η είσοδος του ήταν στο ισόγειο, απ’ όπου μια εσωτερική σκάλα οδηγούσε στο πρώτο όροφο, όπου εκεί φιλοξενούσε το γραφείο, το σα­λόνι, την τραπεζαρία, ένα μικρό καθιστικό, την κουζίνα και έ­να μπάνιο. Μια άλλη ξύλινη εσωτερική σκάλα οδηγούσε στο δεύτερο όροφο όπου υπήρχε η κρεβατοκάμαρα, ο ξενώνας και ένα δεύτερο μπάνιο. Κάθε δωμάτιο το είχε επιπλώσει και δια­κοσμήσει με τέτοιο τρόπο ώστε όχι μόνο να θυμίζει σκηνικό θεατρικού έργου, αλλά να δίνει και την αίσθηση ότι θα μπο­ρούσε ξαφνικά μέσα απ’ αυτό να ξεπηδήσει και κάποιος ήρω­ας ή ηρωίδα, όπως απ’ το σαλόνι η Στέλλα Βιολάντη, απ’ την τραπεζαρία και την κουζίνα η Λωξάντρα, απ’ το καθιστικό η Μπερνάντα Άλμπα, απ’ το γραφείο ο Θείος Βάνιας, απ’ την κρεβατοκάμαρα η Φιλουμένα Μαρτουράνο και απ’ τον ξενώ­να η Λοκαντιέρα, ενώ από κάποιες γωνιές η φοβερή μαντάμ Σουσού.

Φόρεσε την ποδιά του, έβαλε τη μουσική του και άρχισε να μαγειρεύει. Σκούπισε πρώτα καλά τα μανιτάρια, τα έκοψε σε λεπτές φετούλες και τα έβαλε σε μια βαθειά πιατέλα. Κατό­πιν τα περιέχυσε με λάδι και πρόσθεσε αλάτι, λιωμένο σκόρ­δο, ξύσμα και χυμό λεμονιού και φρέσκο θυμάρι. Μετά έβρα­σε τα λιγκουίνι και κράτησε στο σούρωμα λίγο απ’ το νερό τους. Έριξε τα ζυμαρικά την πιατέλα με τα μανιτάρια, ανακά­τεψε καλά όλα τα υλικά, προσθέτοντας λίγο απ’ το νερό που είχε κρατήσει στο βράσιμο και τη κρέμα γάλακτος. Πρόσθεσε στο τέλος λίγο ψιλοκομμένο μαϊντανό, παρμεζάνα και φρε­σκοτριμμένο πιπέρι και το πιάτο του ήταν έτοιμο.

Επειδή βαριόταν να στρώσει τραπέζι είπε να φάει στο σαλόνι. Έβαλε, λοιπόν, σ’ ένα δίσκο το πιάτο με το φαγητό, το ποτήρι με το λευκό κρασί και πήγε και κάθισε στον καναπέ. Ακούμπησε προσεκτικά πάνω στο τραπεζάκι το δίσκο και τρα­βώντας το προς τη μεριά του άρχισε να τρώει αργά, απολαμ­βάνοντας την κάθε μπουκιά. Ξαφνικά, εκεί στη μέση της από­λαυσης, άκουσε κάτι φωνές έξω απ’ το δρόμο. Αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε νάχει συμβεί και έτρεξε αμέσως στο παρά­θυρο να δει. Η εικόνα που αντίκρισε τον έκανε ν’ ανατριχιάσει απ’ την κορφή έως τα νύχια. Τρεις τύποι, σκέτα γομάρια, ντυ­μένοι στα μαύρα χλεύαζαν έναν ρακένδυτο άνθρωπο, συγκε­κριμένα έναν άντρα, ο οποίος έψαχνε μέσα στον κάδο με τα σκουπίδια να βρει κάτι να φάει. Απ’ όσο μπορούσε να κατα­λάβει, οι τρεις τύποι πίστευαν ότι ήταν αλλοδαπός.

Μισάνοιξε το παράθυρο για να ακούει καλύτερα. Τώρα αυτά τα μούτρα είχαν αρχίσει να το βομβαρδίζουν με ερωτή­σεις. Από πού ήταν, αν ήταν Πακιστανός ή Αφγανός, αν είχε έρθει λαθραία στη χώρα, πότε είχε έρθει, πού έμενε, αν δού­λευε, αν ήταν μουσουλμάνος ή άλλο θρήσκευμα. Με λίγα λό­για ανάκριση πρώτου βαθμού.

Εκείνος δεν απαντούσε, συνέχιζε να ψάχνει μέσα στον κάδο με μιαν απίστευτη ηρεμία σαν να μην υπήρχαν καν εκεί μπροστά αυτοί οι τρεις τύποι.

Τότε, ο ένας απ’ την τριάδα, συγκεκριμένα ο πιο ψηλός, τον πλησίασε, κι έτσι όπως ήταν σκυμμένος πάνω απ’ τον κά­δο, με μια και μόνο κίνηση τον γράπωσε απ’ το γιακά και τον σήκωσε σχεδόν τρεις πιθαμές πάνω απ’ το έδαφος.

«Για να σε δούμε τώρα αλλοδαπό, θα απαντήσεις;».

Εκείνος κουνώντας πέρα δώθε τα πόδια του στον αέρα, άρχισε να φωνάζει:«Αφήστε με ήσυχο, αφήστε με ήσυχο».

«Λέγε ρε, είσαι αλλοδαπό;»

«Όχι ρε ‘σεις, Έλληνας είμαι που πεινάει».

Αν είχαν έστω κι ένα δράμι μυαλό, απ’ τις δυο κουβέντες και μόνο που είπε αλλά και από την προφορά του, θα είχαν καταλάβει ότι ο άνθρωπος αυτός, που τόση ώρα βίαζαν, ήταν Έλληνας. Αυτοί όμως το μόνο που είχαν τελικά ήταν μυαλό κότας.

«Δείξε μας την ταυτότητά σου» του είπαν ταυτόχρονα και οι τρεις και τον άφησαν κάτω.

«Δεν την έχω αυτή τη στιγμή μαζί μου. Όμως, αλήθεια σας λέω, δεν είμαι αλλοδαπός, ένας άστεγος και πεινασμένος Έλληνας είμαι».

Τα θρασίμια, μη θέλοντας με τίποτα να πεισθούν, όρμι­σαν κατά πάνω του, κι άρχισαν να τον χτυπούν στο κεφάλι και στο πρόσωπο. Εκείνος, ο δύσμοιρος τους παρακαλούσε να σταματήσουν, αυτοί όμως θολωμένοι απ’ το μίσος τους συνέ­χιζαν απτόητοι.

Ο Φοίβος Ιωνάς σοκαρισμένος κοιτούσε χωρίς να μπορεί ν’ αντιδράσει. Όταν, όμως, είδε κάποια στιγμή να βγάζουν απ’ τις κωλότσεπες τις σιδερογροθιές, συνήλθε και αμέσως αντέ­δρασε ανοίγοντας διάπλατα το παράθυρο και φωνάζοντας μ' όση ψυχική δύναμη του είχε απομείνει: «Εϊ εσείς εκεί αν­θρωπόμορφα τέρατα, νοσταλγοί του Χίτλερ, αν δεν αφήσετε τώρα ήσυχο τον άνθρωπο, καλώ επί τόπου όλες τις αντιρατσι­στικές οργανώσεις που υπάρχουν και τότε αλίμονο σας».

Με το που άκουσαν τα θρασίμια «αντιρατσιστικές οργα­νώσεις» έκρυψαν αμέσως τις σιδερογροθιές στις κωλότσεπες, και σαν τα φοβισμένα ποντίκια τράπηκαν σε άτακτο φυγή.

Όπως ήταν ντυμένος, με την γκρι φλις φόρμα και τις πα­ντόφλες, έτρεξε αμέσως να πάει να δει σε ποια κατάσταση βρισκόταν ο άνθρωπος. Τον βρήκε ξαπλωμένο ανάσκελα και να βογκάει. Όσο μπορούσε να δει μέσα στο μισοσκόταδο απ’ το μέτωπο και τη μύτη έτρεχαν αίματα. Έσκυψε από πάνω του και τον ρώτησε: «Φίλε, πως είσαι;»

«Καλά είμαι, μην ανησυχείς» τον καθησύχασε εκείνος χω­ρίς να κουνηθεί.

«Μπορείς να σηκωθείς και να πάμε στο σπίτι μου να περι­ποιηθώ τις πληγές σου; Δεν είναι μακριά, να, εδώ απέναντι εί­ναι», και του έδειξε με το δείκτη.

«Νομίζω, πως ναι» του είπε εκείνος κάπως ξέπνοα και ανακάθισε πάνω στην υγρή άσφαλτο. Κράτησε για μερικά δευτερόλεπτα με τα δυο του χέρια το κεφάλι του και κατόπιν, παίρνοντας μιαν βαθιά ανάσα, σηκώθηκε πάνω. Ο Φοίβος πή­γε να τον κρατήσει απ’ το μπράτσο, αλλά ο εκείνος του έκανε νόημα με το χέρι του ότι δεν χρειαζόταν.

Πέρασαν απέναντι με βήματα αργά και μπήκαν μέσα στο σπίτι. «Θα μπορέσεις ν’ ανέβεις μόνος σου τα σκαλοπάτια;» τον ρώτησε ο Φοίβος.

«Ναι, ρε συ, δεν είμαι και του θανατά» του είπε εκείνος, κι άρχισε να ανεβαίνει προσεκτικά ένα, ένα τα σκαλοπάτια χωρίς να πιαστεί απ’ την κουπαστή. Μόλις έφτασαν στο σαλό­νι, ο Φοίβος τον έβαλε αμέσως να καθίσει στον καναπέ. «Πε­ρίμενε δυο λεπτά, έρχομαι» του είπε και έτρεξε στο μπάνιο. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε επιστρέψει με το φαρμακείο ανά χεί­ρας.

Κάθισε δίπλα του κι άρχισε να περιποιείται τις πληγές του. Ευτυχώς, δεν είχαν προλάβει να του κάνουν μεγάλη ζημιά, μό­νο λίγους μώλωπες στο πρόσωπο και ειδικά στο αριστερό μά­τι.

«Είσαι κάπως καλύτερα τώρα;» τον ρώτησε όταν τελείω­σε.

«Ναι, ευχαριστώ» είπε εκείνος καρφώνοντας το βλέμμα του πάνω στο τραπεζάκι όπου υπήρχε ο δίσκος με το φαγητό.

Ο Φοίβος Ιωνάς το πρόσεξε και του πρότεινε: «Τι θα έλε­γες τώρα να φάμε».

«Αν θέλεις».

«Φυσικά και θέλω» του είπε ο Φοίβος, «…λοιπόν, πήγαι­νε εσύ να πλυθείς λιγάκι, να νοιώσεις καλύτερα, να εκεί είναι το μπάνιο, και εγώ πάω να φέρω το φαγητό».

Εκείνος χωρίς να του αποκριθεί σηκώθηκε αμέσως και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Όταν επέστρεψε ο Φοίβος ήταν ήδη στο σαλόνι και τον περίμενε. «Έλα κάθισε να φάμε» του είπε και του έδωσε το δίσκο με το φαγητό.

«Ευχαριστώ» είπε εκείνος ξέπνοα και χωρίς να τον περι­μένει, ξεκίνησε να τρώει πρώτος πέφτοντας στην κυριολεξία με τα μούτρα πάνω απ’ το φαΐ.

Ο Φοίβος Ιωνάς τον παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού. Έτρωγε όπως ένα παιδάκι, που μη μπορώντας ακόμα να καρφώσει καλά στο πιρούνι το φαγητό, χρησιμοποιούσε και τα δάχτυλα. Χαμογέλασε. Είχε πάνω του κάτι το πρωτό­γονο, το αρχέγονο. Δεν ήταν μεγάλος στην ηλικία, γύρω στα είκοσι πέντε θα πρέπει να ήταν, μετρίου αναστήματος, κατα­μελάχρινος, με πλούσια κατσαρά μαλλιά στο χρώμα εβένου και ολόμαυρα αμυγδαλωτά μεγάλα μάτια με μακριές γυριστές βλεφαρίδες. Η μύτη του ήταν κάπως γαμψή και τα χείλη του κανονικά, ούτε πολύ σαρκώδη, ούτε πολύ λεπτά, ενώ το σώμα του είχε αυτές τις αναλογίες που θα τις ζήλευε κάθε άντρας. Φαρδύς επάνω και στενός κάτω. Με λίγα λόγια ένας τύπος άντρα, που κάτω από άλλες συνθήκες, σίγουρα, δεν θα περ­νούσε απαρατήρητος απ’ το γυναικείο πληθυσμό. Η μόνη παραφωνία που υπήρχε πάνω του, αν μπορούσε να την πει κανείς παραφωνία, ήταν τα δάχτυλα των χεριών του. Ήταν κοντά και χοντρά, ίδια με κείνα που έψαχναν κάθε απόγευμα στον κάδο.

«Έρχεσαι συχνά εδώ και ψάχνεις σ’ αυτόν τον κάδο σκου­πιδιών;» τον ρώτησε κάποια στιγμή.

«Ναι, κάθε μέρα, λίγο πριν το απορριμματοφόρο του δή­μου μαζέψει τα σκουπίδια, ξέρεις, είναι ο κάδος μου, ο δικός μου κάδος».

«Και βρίσκεις κάτι να φας ή όχι;»

«Άλλες φορές βρίσκω, άλλες πάλι όχι».

«Όταν δεν βρίσκεις τι κάνεις;»

«Τι κάνω; Τραγουδάω στο στομάχι μου, μήπως πάψει να παίζει ταμπούρλο».

«Τόσο απλά;»

«Ε, ναι. Τι άλλο να κάνω; Να πάω να κλέψω; Αν και κάνα δυο φορές, δεν στο κρύβω, το σκέφτηκα, τότε, τις πρώτες μέ­ρες που είχα έρθει εδώ, να μπουκάρω σε κάποιο σπίτι ή σε κά­ποιο φαγάδικο, στο τέλος όμως κρατήθηκα».

«Τι ήταν αυτό που σε κράτησε;»

«Ξέρω κι εγώ. Μάλλον ότι δεν είμαι γεννημένος κλέφτης. Ίσως πάλι ότι δεν γουστάρω να κάνω το χατίρι όλων αυτών που με τις πράξεις τους μ’ έφεραν σε τούτη τη κατάσταση, ώ­στε να με αναγκάσουν μια μέρα να γίνω κλέφτης. Τι να σου πω, δεν τα ψάχνω και πολύ τα πράγματα».

«Και ποιοι είναι όλοι αυτοί που δεν θέλεις να τους κάνεις το χατίρι;»

«Όλοι αυτοί, μωρέ, του παλιοσυστήματος, καταλαβαί­νεις... ».

«Ναι, καταλαβαίνω».

«Όμως για πες μου τώρα κάτι».

«Τι;»

«Γιατί είπες στα …καλόπαιδα ότι θα καλέσεις τις αντιρα­τσιστικές οργανώσεις κι όχι την αστυνομία;»

«Γιατί αυτές τις υπολογίζουν. Άσε που οι αντιρατσιστικές οργανώσεις θα έρχονταν αμέσως, ενώ η αστυνομία …»

«Με το πάσο της ε;»

«Ναι, με το πάσο της».

«Και θα τις καλούσες όλες για μένα;»

«Αν χρειαζόταν, ναι».

«Τι να πω ρε συ; Πρώτη φορά θα έκανε κάτι κάποιος για μένα. Σ’ ευχαριστώ».

«Μη μ’ ευχαριστείς, για οποιονδήποτε θα το έκανα».

«Καλά, όπως θες» είπε κι άρχισε πάλι να τρώει, αυτή τη φορά πιο αργά. Όταν κάποια στιγμή τέλειωσε, άφησε τον δί­σκο πάνω στο τραπεζάκι και έγειρε προς τα πίσω. «Πω, πω, έφαγα πολύ…» είπε, χτυπώντας κανα δυο φορές το στομάχι του. «Το πιάτο δεν χρειάζεται να το πλύνεις» συνέχισε, «το γυάλισα…».

Ο Φοίβος χαμογέλασε. «Μήπως θέλεις μια σόδα;»

«Όχι μωρέ, θα κακομάθω και δεν πρέπει» είπε και γέλασε βροντερά. «Λοιπόν, ωραία έφαγα και τα είπαμε, ώρα να πη­γαίνω τώρα».

«Πού σκέφτεσαι να πας;»

«Στο σπίτι μου. Πού αλλού;»

«Στο σπίτι σου;» έκανε έκπληκτα ο Φοίβος.

«Ναι».

«Και πού είναι το σπίτι σου;»

«Α, δεν είναι μακριά από ‘δω, λίγο πιο κάτω είναι, σε ένα διώροφο δίπλα απ’ την εκκλησία».

Ο Φοίβος Ιωνάς αναρωτήθηκε αν μιλούσε σοβαρά ή απλά αστειευόταν. Πήγε να τον ρωτήσει, αλλά την τελευταία στιγ­μή δίστασε και δεν το έκανε. Ίσως να τον έφερνε σε δύσκολη θέση και δεν το ήθελε.

Εκείνος το κατάλαβε και είπε να του λύσει την απορία. «Ρε συ, πλάκα κάνω. Σ’ ένα χαρτόκουτο μένω, που τη νύχτα το στήνω και τη μέρα το ξεστήνω» άρχισε να του λέει, «…κάτι σαν λυόμενο δηλαδή. Σε περίπτωση βροχής το σκε­πάζω μ’ ένα νάϊλον. Σπίτι με αδιάβροχο, πώς σου φαίνεται; Παλιά το είχα στήσει σε μια γωνιά στην Πειραιώς, αλλά δεν κάθισα πολύ, ένα μήνα μόνο, ύστερα έφυγα, είχε πολύ θόρυ­βο, ήμασταν και πολλοί, καταλαβαίνεις μωρέ, ο καθένας με το μακρύ και το κοντό του. Άσε που με ζάλιζαν και οι διάφοροι δημοσιογράφοι για να τους πω την ιστορία μου. Λες και αν τους την έλεγα θα μου έλυναν το πρόβλημα. Ρε συ, μήπως έχεις ένα τσιγάρο;»

Ο Φοίβος πήρε ένα απ’ το πακέτο και του το πρόσφερε.

«Πω, πω, ούτε που θυμάμαι από πότε έχω να καπνίσω ένα ολόκληρο τσιγάρο, όλο γόπες καπνίζω» είπε και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. «Τέλος πάντων, που είχα μείνει; Α, ναι, στους δημοσιογράφους. Εντάξει μωρέ τη δουλειά τους κάνουν κι αυτοί τι να πω; Μετά, που λες, πήγα στην πλατεία Κουμουν­δούρου. Εκεί δεν είχα τόσο πρόβλημα με τους άλλους άστε­γους, όσο με το όχημα του δήμου. Περνούσε, ρε συ, και με έκανε λούτσα. Τα μάζεψα κι από κει και έφυγα. Ανηφόρισα προς Θησείο μεριά και κατασκήνωσα δίπλα απ’ τον ηλεκτρικό σταθμό. Εκεί ήταν καλά. Είχα και τα τυχερά μου από πολλούς περαστικούς. Αλλά και εκεί δεν έμεινα πολύ, μ’ έδιωξε μια μέ­ρα η δημοτική αστυνομία, έκανα κακό, λέει, στον τουρισμό μας. Τι να κάνω κι εγώ, τα μάζεψα κι άρχισα να ψάχνω για κάποια άλλη γωνιά εδώ, γύρω στην περιοχή. Μέχρι να βρω κοιμόμουν κρυφά στα παγκάκια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Μια μέρα, λοιπόν, εκεί που περιπλανιόμουν ανακάλυψα αυτή τη γωνίτσα δίπλα απ’ την εκκλησία. Μου άρεσε και άραξα. Ευτυχώς, η γειτονιά μέχρι τώρα δεν μου έχει δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα, αλλά ούτε και εγώ σ’ αυτή. Τελικά, είμαι τυχερός».

Ο Φοίβος Ιωνάς μόλις τον άκουσε να λέει ότι είναι τυχε­ρός, ξαφνιάστηκε. Ναι, αυτός ο άνθρωπος που δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό. Και να φανταστεί κανείς ότι υπάρχουν άνθρωποι, που ενώ έχουν τα πάντα, ποτέ δεν έχουν νοιώσει έτσι για τον εαυτό τους. Όλο μέσα στη γκρίνια είναι.

«Μένεις πολύ καιρό εκεί;»

«Μπα, απ΄τα Χριστούγεννα. Λοιπόν, αρκετά σε ζάλισα με τα δικά μου, ώρα να φεύγω τώρα, να πάω να στήσω, ξέρεις, και το ...λυόμενο» .

«Γιατί δεν κάθεσαι λίγο ακόμα; Έχεις να κάνεις κάτι άλ­λο;»

«Ε, όλο και κάτι έχω να κάνω».

«Σαν τι δηλαδή;»

«Απλά πράγματα, μωρέ, καθημερινά. Να κάνω το μπάνιο μου, να βάλω τα πέρφιουμ μου, να ντυθώ, να σενιαριστώ, κι ύστερα να μπω στην αμαξάρα μου και...όπου με βγάλει η νύ­χτα. Λεφτά υπάρχουν...» είπε δείχνοντας ταυτόχρονα τις ά­δειες τσέπες του. «Και ποιος ξέρει;» συνέχισε κλείνοντας πο­νηρά το μάτι του, «...μπορεί να έχω και τα τυχερά μου, και να ξυπνήσω το πρωί με κάποια κοπελιά στην αγκαλιά μου..»

Ο Φοίβος Ιωνάς ξέσπασε αμέσως σε γέλια.

«Να γελάς πιο συχνά, κάνει καλό, όπως επίσης και να χα­μογελάς».

«Γιατί; Κι αυτό κάνει καλό;»

«Όχι, αυτό σου πάει πολύ» γύρισε και του είπε με σοβαρό ύφος. «Λοιπόν, ας την κάνω τώρα».

«Γιατί δεν μένεις εδώ απόψε; Τραυματίας άνθρωπος είσαι, μπορεί να χρειαστείς κάτι».

«Μπα, πού να ξεβολεύομαι τώρα, άσε που δεν έχω και το μαξιλάρι μου μαζί».

«Α, μην ανησυχείς, έχω πολλά, δεν μπορεί ένα απ’ αυτά, σίγουρα, θα σου κάνει».

Ο άντρας τον κοίταξε με απορία. «Να σε ρωτήσω κάτι;»

«Ό,τι θες».

«Δεν φοβάσαι μήπως ξυπνήσεις το πρωί και να έχουν κά­νει φτερά τα κηροπήγια που έχεις πάνω στο τραπέζι σου;»

«Αφού είπες ότι δεν είσαι γεννημένος κλέφτης».

«Και με πίστεψες;»

«Ναι» αποκρίθηκε εκείνος με θάρρος.

«Καλά, τώρα με τσάκισες, ρε συ, με τσάκισες εντελώς».

«Πάντως, αν θέλεις μπορείς να τα πάρεις».

«Ποια;»

«Τα κηροπήγια»

«Ασημένια είναι;»

«Ναι, καθαρό ασήμι».

«Ρε συ, πολύ μυστήριο τρένο είσαι, πολύ μυστήριο λέ­με...».

«Και συ ένας που μου θυμίζει πολύ τον Γιάννη Αγιάννη».

«Ποιος είναι αυτός; Κανένας άγιος ή κάποιο φιλαράκι σου;» τον ρώτησε κλείνοντας το μάτι του πονηρά.

Ο Φοίβος Ιωνάς χαμογέλασε. «Όχι, είναι ένας απ’ τους κε­ντρικούς ήρωες των Αθλίων του Βίκτωρος Ουγκώ».

«Δεν ξέρω ούτε αυτόν τον Γιάννη Αϊ Γιάννη που είπες, ούτε τους άλλους, τους Άθλιους, ούτε κι αυτόν τον Ουγκώ».

«Είναι μια δυνατή και όμορφη ιστορία. Θα ήθελες να τη μάθεις;»

«Έχει περιπέτεια;»

«Ναι, πολύ».

«Ε, τότε είμαι όλος αυτιά» είπε και κάθισε πιο αναπαυτικά στον καναπέ.

Ο Φοίβος Ιωνάς άναψε τσιγάρο και άρχισε με λόγια απλά να του διηγείται την ιστορία των Αθλίων. Εκείνος άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον, γουρλώνοντας άλλες φορές τα μάτια από αγωνία,άλλες πετώντας διάφορα επιφωνήματα χαράς ή λύπης, κι άλλες χτυπώντας τα χέρια του από ενθουσιασμό.Με λίγα λόγια το ζούσε, συμπάσχοντας με τους ήρωες.Σαν να ήταν και εκείνος μαζί με τον Γιάννη Αγιάννη στον υπόνομο, μαζί με τον Μάριο και τον Γαβριά στα οδοφράγματα.Όταν ο Φοίβος Ιωνάς έφτασε στο σημείο εκείνο όπου ο Γιάννης Αγιάννης αντιμετωπίζει για τελευταία φορά τον Ιαβέρη, εκεί δίπλα στο ποτάμι, είδες την αγωνία του να κορυφώνεται, αν το καλό τε­λικά θα νικούσε το κακό. Και αναστέναξε με ανακούφιση ό­ταν ο Ιαβέρης, νικημένος πια απ’ τον Γιάννη Αγιάννη, έπεσε στο ποτάμι.

«Λοιπόν;Ωραία η ιστορία των Αθλίων;»τον ρώτησε ο ό­ταν τέλειωσε.

«Θέλει και ρώτημα; Δεν με είδες;»

«Ναι, νομίζω ότι σε συνεπήρε τελικά».

«Πάντως, είναι μεγάλη ιστορία, πολύ μεγάλη.Κι αυτός ο Ιαβέρης ε, μεγάλο μούτρο».

Πήγε να του πει ότι ο Ουγκώ τον εμπνεύστηκε από υπαρ­κτό πρόσωπο, εκείνο του Φρανσουά Ευγένιο Βιντόσκ, ο ο­ποίος κατείχε την ιδιότητα τόσο του αστυνομικού, όσο και του εγκληματία και ότι στο μυθιστόρημα αυτό εξετάζεται η φύση του καλού και του κακού και ο νόμος σε μία εκτεταμένη ιστο­ρία που περιλαμβάνει πολλά θέματα, όπως την ιστορία της Γαλλίας, την αρχιτεκτονική του Παρισιού, την πολιτική, την ηθική φιλοσοφία, το νόμο, τη θρησκεία και τα είδη και τη φύ­ση του έρωτα και της οικογενειακής αγάπης, προτίμησε όμως να μην τον φορτώσει με άλλες πληροφορίες και αναλύσεις. “Ναι, μεγάλο...”

«Και αυτός ο Ουγκώ, ούτε μέντιουμ να ήταν τελικά”.

Γιατί το λες;”

Γιατί την ιστορία αυτή, σίγουρα δεν την έγραψε μόνο για τους πατριώτες του αλλά και για μας”.

«Δεν έχεις άδικο. Άλλωστε το είχε πει και ο ίδιος ότι: Οι Άθλιοι γράφτηκαν για όλα τα έθνη. Δεν ξέρω αν θα διαβα­-στούν απ’ όλους, όμως εγώ για όλους τους έγραψα. Όπου ο άνθρωπος ζει αμόρφωτος και απελπισμένος, όπου η γυναίκα πουλάει το κορμί της για μια μπουκιά ψωμί, όπου το παι­- δί υποφέρει από αγραμματοσύνη κι από έλλειψη παιδείας, το βιβλίο των Αθλίων χτυπά την πόρτα φωνάζοντας δυνατά: «Ανοίξτε μου! Έρχομαι για σας! Στο σκοτεινό σημείο όπου βρίσκεται ο σημερινός πολιτισμός, ο άθλιος ονομάζεται ΑΝΘΡΩΠΟΣ, που αγωνιά κάτω απ’ όλα τα κλίματα».

«Έπρεπε, όμως, να πει και κάτι άλλο».

«Ποιο;»

«Ότι κάθε παλιοσύστημα έχει και τον Ιαβέρη του».

«Σωστό κι αυτό».

Και εκεί που νόμιζες ότι η συζήτηση είχε φουντώσει για τα καλά, ξαφνικά, μιαν αμήχανη σιωπή έπεσε ανάμεσά τους. Λες και ότι δεν είχαν πια τίποτ’ άλλο να πουν, τα είχαν όλα εξαντλήσει μέσα σε λίγες ώρες. Κι όμως, υπήρχε έντονα η αίσθηση ότι πολλά ήταν εκείνα που θα ήθελαν να πουν, κυρίως εκείνα που θα ήθελαν να μάθουν ο ένας για τον άλ­-λον. Αλλά κανείς απ’ τους δύο δεν τολμούσε να κάνει την αρχή. Ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον να γινόταν κι αυτό, ίσως...

«Πω, πω, πέρασε η ώρα» έσπασε καμιά φορά τη σιωπή ο Φοίβος Ιωνάς. «Τι λες; Πάμε για κείνα τα μαξιλάρια;»

«Όχι, μωρέ, καλύτερα να φύγω” είπε και σηκώθηκε.

Όπως θέλεις” είπε συγκαταβατικά ο Φοίβος και τον συ­νόδευσε μέχρι την εξώπορτα.

Σ' ευχαριστώ πολύ...” γύρισε και του είπε στο κατώφλι, βάζοντας συνάμα την παλάμη του το μέρος της καρδιάς.

Μην με ευχαριστείς και ό,τι χρειαστείς μη διστάσεις να χτυπήσεις την πόρτα μου. Φοίβος Ιωνάς είναι το όνομά μου”.

“Και το δικό μου Γιακουμής Μπάρκας. Λοιπόν, καλη­νύχτα. Και μην ξεχνάς να χαμογελάς, είπαμε, σου πάει πολύ».

Ο Φοίβος πήγε να τον ευχαριστήσει, αλλά εκείνος είχε ή­δη απομακρυνθεί πολύ.