Τετάρτη, Ιουλίου 16, 2025

"Σαντίνα" - Βάνα Σμπαρούνη-Μυθιστόρημα-Audio book-Κεφάλαιο Πρώτο


 Κάθε απόγευμα του άρεσε να κάθεται στο παράθυρο του σαλονιού και να παρατηρεί ένα χέρι να ψαχουλεύει τον κάδο των σκουπιδιών, αυτόν που βρισκόταν απέναντι απ’ το σπίτι του. Το χέρι αυτό έκανε την εμφάνισή του την ίδια πάντα ώρα, λίγο πριν έρθει το απορριμματοφόρο του δήμου και μα­ζέψει τα σκουπίδια. Απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει ήταν τρι­χωτό με κάτι χοντρά και κοντά δάχτυλα. Δεν τον ενδιέφερε αν το χέρι αυτό ανήκε σε άντρα ή γυναίκα, τον ενδιέφερε μόνο να το βλέπει να ψαχουλεύει. Ήταν μια ευχαρίστηση, μιαν παράξενη ευχαρίστηση για εκείνον η διείσδυσή του αυτή στο βασίλειο των σκουπιδιών. Πίστευε ότι μέσα σε κάθε κάδο κρυβόταν πάντα ένας μικρός θησαυρός, ένας προσωπικός θη­σαυρός από όνειρα, πόθους και λάθη, που για κάποιους λό­γους έπρεπε να πεταχτούν και να θαφτούν σε μια χωματερή. Έτσι, συνήθως, θάβονται αυτά, μαζί. Στην αρχή τα θρηνείς, ύ­στερα με τον καιρό συνηθίζεις την απώλειά τους, μέχρι που κάποια στιγμή τα ξεχνάς σε ένα απ’ τα δωμάτια του μυαλού σου, κλειδαμπαρώνεις και την πόρτα καλά, κρύβεις και το κλειδί στο πιο απίθανο μέρος της ψυχής σου ώστε να μην το βρίσκεις πουθενά και στο τέλος πραγματοποιείς σαν υπάκουο παιδάκι τους πόθους και τα όνειρα των γονιών σου. 

Σε κάποιο κάδο σκουπιδιών, πριν από πολλά χρόνια, είχε πεταχτεί και ο δικός του θησαυρός. Ήταν ένα μπλοκ με κάτι σχέδια ρούχων, που είχε ζωγραφίσει ο ίδιος και ένα ημερο­λόγιο,ένα κοριτσίστικο ημερολόγιο από κείνα με τα λουλου­δάκια και τις μικρές καρδούλες στο πλαστικό εξώφυλλό του, όπου μέσα του έκρυβε τις καλλιτεχνικές κι όχι μόνο ανησυχίες του. Κάθε μέρα έγραφε σ’ αυτό, κάθε μέρα λίγο πριν κοιμηθεί. Αν και είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε, ακόμα θυμάται πώς τον είχε χάσει. Ήταν βράδυ, ένα αυγουστιάτικο βράδυ με πανσέληνο. Είχε μόλις τελειώσει το ταξίδι της ψυχής του στο ημερολόγιο και πήγαινε να καθίσει στο παράθυρο να απολαύ­σει τις πνοές της νύχτας, όταν ξαφνικά μέσα στο δωμάτιο μπή­κε ο πατέρας του. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε μέσα βρά­δυ, και η πρώτη χωρίς να χτυπήσει την πόρτα.

«Τι κάνεις τέτοια ώρα ξύπνιος;» τον ρώτησε. Το ύφος του ήταν αυστηρό και επιθετικό.

«Τίποτα, πατέρα μου» αποκρίθηκε εκείνος καλύπτοντας με τα χέρια του το ημερολόγιο του.

«Φίλιππε, σε ξαναρωτώ, τι κάνεις τέτοια ώρα ξύπνιος;».

«Σας είπα πατέρα, τίποτα».

«Κι αυτό τι είναι;»,

«Ποιο πατέρα;»,

«Αυτό» είπε δείχνοντας το ημερολόγιο.

«Ένα βιβλίο πατέρα».

«Βιβλίο; Για να το δω».

«Γιατί πατέρα; Ένα απλό βιβλίο είναι».

«Καλά, καλά…» είπε εκείνος συγκαταβατικά κι άρχισε να κόβει βόλτες σκεφτικός πάνω κάτω στο δωμάτιο. «Ξέρεις, Φίλιππε» έσπασε κάποια στιγμή τη σιωπή του, «… το τελευ­ταίο διάστημα, βλέπω πως αποζητάς την απομόνωση». Το ύ­φος του δεν ήταν πια αυστηρό και επιθετικό αλλά φιλικό, γλυ­κό και τρυφερό, όπως κάθε πραγματικού πατέρα, που είναι πρόθυμος να κάνει μια εκ βαθέων κουβέντα με το παιδί του. Έτσι τουλάχιστον έδειχνε. «Δεν ακολουθείς σχεδόν ποτέ, ό­που κι αν πάμε, εμένα και τον αδελφό σου, τον Ανδρέα, και αναρωτιέμαι, σου συμβαίνει κάτι αγόρι μου; Μήπως αντιμε­τωπίζεις τα προβλήματα, αυτά που συνήθως αντιμετωπίζουν τα αγόρια στην εφηβεία; Αν είναι αυτό, μη φοβάσαι και κυ­ρίως μη ντρέπεσαι, εδώ είμαι εγώ να σε καταλάβω, και να συ­ζητήσουμε όλα σαν άντρας προς άντρα. Κι εγώ όταν ήμουν στην εφηβεία κάπως έτσι αντιδρούσα, να όπως εσύ τώρα. Λοι­πόν, θα μου πεις; Θα μου εκμυστηρευτείς όλα όσα σε απασχο­λούν αγόρι μου;»

Βλέποντας την αγκαλιά κατανόησης που ορθάνοιχτα είχε ανοίξει ο πατέρας του, ο Φίλιππος πήρε κουράγιο κι άρχισε να ξεδιπλώνει στην αρχή δειλά, έπειτα πιο θαρρετά όλες τις ανη­συχίες και τις απόκρυφες πτυχές του εαυτού του. Το πρώτο σοκ, που υπέστη ο πατέρας του ήταν όταν αποκάλυψε τι επάγ­γελμα είχε αποφασίσει ν’ ακολουθήσει.Ναι, ο Φίλλιπος Θεο­νάκος είχε τολμήσει να πει ότι δεν ήθελε να πραγματοποιήσει το όνειρο του πατέρα του, αλλά το δικό του. Να γίνει μια μέρα σκηνογράφος - ενδυματολόγος κι όχι οικονομολόγος και κα­θηγητής πανεπιστημίου όπως τον προόριζε εκείνος. «Μια καλλιτεχνική φύση όπως η δική μου πατέρα δεν μπορεί να χωρέσει στο κόσμο το δικό σου, εκείνο των αριθμών, των υπολογισμών και των οικονομιών στοιχείων. Αν γίνει κάτι τέ­τοιο, είναι σίγουρο, πως μια μέρα δεν θα αντέξει και θα πνιγεί σε κάποια αίθουσα της πανεπιστημιακής κοινότητας. Κι αυτό δεν το θέλω, θα είναι άδικο, πολύ άδικο για μένα» του είχε πει.

Όμως, το πιο σφοδρό και ισχυρό σοκ που υπέστη ο πατέ­ρας ήταν όταν του αποκάλυψε τις σεξουαλικές του προτιμή­σεις. Ναι, ο Φίλλιπος Θεωνάκος είχε τολμήσει να πει ότι δεν ελκύετο ερωτικά από άτομα του αντίθετου φύλου αλλά του ί­διου. «Το κατάλαβα όταν με ερέθισε πρώτη φορά σεξουαλικά ένα αντρικό σώμα, όταν σκίρτησα ερωτικά όχι για κάποια κο­πέλα αλλά για κάποιο αγόρι, συγκεκριμένα για ένα συμμα­θητή μου. Στην αρχή ένοιωσα ντροπή, ύστερα φόβο, πανικό μήπως είμαι άρρωστος και μετά ενοχή ότι αυτό που νοιώθω δεν πρέπει να το νοιώθω, είναι απαγορευτικό και θα πρέπει να το αποδιώξω, να το στραγγαλίσω. Όμως, όσο κι αν προσπάθη­σα, δεν τα κατάφερα. Δεν ξέρω τι να κάνω πατέρα, δεν ξέρω πώς να το αντιμετωπίσω, πώς να το διαχειριστώ. Σας παρακα­λώ, βοηθήστε με, πέστε μου ότι δεν είμαι άρρωστος, ότι δεν πρέπει να φοβάμαι, ότι δεν πρέπει να νοιώθω ντροπή και ενο­χή για την προτίμησή μου αυτή, σας παρακαλώ, σας ικετεύω πατέρα».

Η de profundis αυτή εξομολόγηση του γιου δυστυχώς δεν άγγιξε κανένα σημείο ψυχικής ευαισθησίας του πατέρα, το α­ντίθετο, προκάλεσε οργή, και μόνο οργή. «Τι λες άθλιο υπο­κείμενο, απόβρασμα της κοινωνίας;» άρχισε να τον βρίζει, σαν να είχε μπροστά του ένα μίασμα. « Τολμάς και λες ότι σ’ αρέσουν οι άντρες; Τολμάς; Τον κόσμο δεν τον σκέφτεσαι;» Ο Φίλιππος μαζεμένος σε μια γωνιά τον κοιτούσε έντρομος, που από πατέρας μέσα σε μια στιγμή είχε μεταλλαχτεί σ’ ένα τέ­ρας. Σ’ ένα τέρας που τον ένοιαζε μόνο η κατακραυγή της κοινωνίας κι όχι η κραυγή της δικής του αγωνίας. «Μίλα άρ­ρωστε, μίλα, μίλα…». Στο πέμπτο μίλα του έσκασε το πρώτο χαστούκι. Ύστερα το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, το πέμ­πτο…Το δέκατο ήταν τόσο δυνατό, που τον έριξε αιμόφυρτο κάτω. “Μέχρι αύριο να τα έχεις μαζέψει και να έχεις φύγει, να έχεις εξαφανιστεί από τη ζωή μας και να μην μάθουμε ποτέ ξανά για σένα. Τ' άκουσες; ΠΟΤΕ!” είπε με μίσος και βγήκε απ' το δωμάτιο, χωρίς να κάνει έστω μια κίνηση να δει αν ή­ταν ζωντανός ή νεκρός, κείνη τη στιγμή το μόνο που τον εν­διέφερε ήταν να πάει να πετάξει το μπλοκ με τα σχέδια και το ημερολόγιο του στο κάδο των σκουπιδιών, να εξαφανίσει από προσώπου γης το μικρό προσωπικό θησαυρό του. Με τη στά­ση του αυτή νόμιζε πως έτσι διαφύλαγε την έξωθεν καλή του μαρτυρία, πως έσωζε την πολιτική του καριέρα, καθώς και την καριέρα του μεγάλου του γιου Ανδρέα, που από τα γεννοφά­σκια του τον προόριζε για διάδοχό του στον υπουργικό θώκο. Για τον Φίλιππο δεν ξαναμίλησε ποτέ. Βέβαια όσοι απ΄ τον κοινωνικό του περίγυρο ρωτούσαν για εκείνον, αυτός έλεγε, χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες, ότι ο Φίλιππος είχε εγκατα­σταθεί μόνιμα και αυτός στο εξωτερικό. Τα πάντα είχε σκεφ­τεί και υπολογίσει ο Μιχάλης Θεονάκος, εκτός από ένα. Την αμέριστη αγάπη της Χρύσας για τον Φίλιππο, την οποία όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε εκφράσει ποτέ ανοικτά, όπως δεν είχε εκφράσει και κανένα άλλο συναίσθημά της, είτε αρνητικό, εί­τε θετικό. Κι αυτό, γιατί έπρεπε η συμπεριφορά της ως οικο­νόμου να είναι μόνο τυπική και επαγγελματική. Στο σπίτι τους είχε προσληφθεί ύστερα από μια εξαντλητική συνέντεύξη, που είχε δώσει στον ίδιο τον Μιχάλη Θεονάκο.

Απ’ την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισε κατάλαβε ότι ε­πρόκειτο για έναν σκοτεινό, δόλιο άνθρωπο, που στη ντου­λάπα του μπορεί να έκρυβε πολλούς σκελετούς. Μπορεί να ή­ταν μια τυπική οικονόμος, αλλά τίποτα δεν της ξέφευγε, η Χρύσα Ιωνά ήταν ένας έξυπνος και διεισδυτικός άνθρωπος με μεγάλη παρατηρητικότητα. Κάθε τι που συνέβαινε στο σπίτι το αφουγκραζόταν, κάθε μυστικό και ψέμα που τύλιγε τη ζωή του Μιχάλη Θεονάκου και της γυναίκας του, της Σαντίνα. Και υπήρχαν πολλά μυστικά και ψέματα στις ζωές και των δύο συ­ζύγων, αλλά δεν μιλούσε, απλά έβλεπε κι άκουγε, όχι αυτά που συζητούσαν μεταξύ τους, αυτά τα τυπικά όταν βρίσκο­νταν με κόσμο ή με συγγενείς κάποιες φορές γύρω απ’ το εορ­ταστικό τραπέζι, αλλά τα άλλα, εκείνα που έλεγαν όταν έπε­φτε ανάμεσά τους σιωπή. Αυτά ήταν που έκαναν περισσότερο κρότο. Φώναζαν όλη την απέχθεια, την αποστροφή και το μί­σος που έτρεφε ο ένας τον άλλον. Κι όμως, για τον έξω κόσμο ήταν το ιδανικό ζευγάρι, που όλοι θα ήθελαν να του μοιάσει. Όμως, όλα αυτά που έλεγαν τόσα χρόνια με τη σιωπή τους, σιγά σιγά άρχισαν να βγαίνουν ένα ένα στην επιφάνεια και να ζώνουν απειλητικά και τους δύο σαν φαρμακερά φίδια, κάνο­ντας τη ζωή τους απελιπιστικά αφόρητη, άλλες φορές όπως ε­κείνης των Ρόουζ απ’ την ομώνυμη ταινία, άλλες πάλι σαν της Μαριάνε και του Γιόχαν απ’ την ταινία «Σκηνές από ένα γά­μο», κάτι σαν ψυχολογικό δράμα δωματίου δηλαδή.

Ξαφνικά, μια Παρασκευή στη μέση κάποιου χειμώνα, η Σαντίνα εξαφανίζεται. Εκείνη τη μοιραία μέρα είχε σηκωθεί, πρωτοφανές για κείνη, νωρίς το πρωί, γύρω στις επτά, και χωρίς να έχει πει στη Χρύσα πού θα πήγαινε, είχε φύγει. Ο Μιχάλης Θεονάκος δεν ήταν στο σπίτι, ως συνήθως έλειπε, τον είχε στείλει το κόμμα του να επισκεφτεί και να μιλήσει σ' ένα αγροτικό συνεταιρισμό κάπου στην Εύβοια. Στη Χρύσα είχε πει ότι δεν θα επέστρεφε στο σπίτι μετά το τέλος της δου­λειάς, θα έμενε εκεί να περάσει το Σαββατοκύριακο σε κά­ποιο resort.

Είχε φτάσει δέκα η ώρα, το βράδυ, και η Σαντίνα δεν είχε δώσει ακόμα κανένα σημείο ζωής. Η Χρύσα μόνη στο σπίτι με τα δύο παιδιά δεν ήξερε τι να κάνει. Να την πάρει στο κινητό ή να περιμένει λίγο ακόμα μήπως και φανεί; Να τηλεφωνίσει στον Μιχάλη Θεονάκο και να του πει τι συμβαίνει ή να πάρει την πρωτοβουλία να φωνάξει την αστυνομία; Στο μεταξύ ο Ανδρέας, πέντε χρονών τότε, είχε διαισθανθεί ότι κάτι συνέ­βαινε και τη ζητούσε συνέχεια, ενώ ο Φίλλιπος ούτε τριών μηνών μωρό, εκεί που ήταν μια χαρά ανέβασε ξαφνικά πυρε­τό. Για πρώτη φορά άρχισε να τρελαίνεται και να χάνει την ψυχραιμία της. Επειδή όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, είπε να περιμένει, παρηγορώντας τον εαυτό της ότι η ανησυ­χία της αυτή, μπορεί να ήταν υπερβολική, άλλωστε η Σαντίνα κι άλλες φορές είχε φύγει απ’ το σπίτι και ξεχνούσε να γυρί­σει, ειδικά το τελευταίο διάστημα το έκανε συστηματικά. Μπορεί να είχε βρει κάποια ενασχόληση που να της άρεσε πο­λύ, όπως η αναζήτηση παλιών αντικειμένων, άλλωστε ήταν γνωστή η τρέλα της για τις αντίκες, δημοπρασία για δημοπρα­σία δεν έχανε ή να είχε βρει καμιά φίλη και να ξημεροβρα­διαζόταν μαζί της λέγοντας τον πόνο της, αν και χλωμό, η Σαντίνα δεν έκανε φιλίες, ήταν κλειστό και πολύ αντικοινωνι­κό άτομο. Στα τόσα χρόνια που η Χρύσα δούλευε εκεί, ποτέ δεν είχε δει να περνάει το κατώφλι του σπιτιού κάποια δική της, κολλητή της φίλη, μόνο οι γυναίκες των φίλων και γνω­στών του Μιχάλη Θεονάκου περνούσαν, με τις οποίες έκανε παρέα αναγκαστικά. Δεν τις πήγαινε καθόλου, τις θεωρούσε όλες κενόδοξες και ρηχές και με τον καλλωπιστικό ρόλο, εκεί­νο της γλάστρας. Δεν είχε κανένα κοινό σημείο επαφής μαζί τους, σ’ εκείνη άρεσε να μιλάει για τέχνη, ποίηση και λογο­τεχνία, ενώ σ’ εκείνες μόνο για life style.

Με τις παρήγορες αυτές σκέψεις η Χρύσα κάπως αναθάρ­ρεψε και άρχισε να ασχολείται με τα παιδιά που τόσο ανάγκη την είχαν κείνες τις ώρες. Φρόντισε πρώτα τον Φίλιππο που είχε ανεβάσει πυρετό, ευτυχώς, δεν ήταν υψηλός, κάτι δέκατα είχε, κι ύστερα προσπάθησε να ηρεμήσει τον Ανδρέα, που ή­ταν συνέχεια μέσα στη γκρίνια, δίνοντάς του μια κούπα ζεστό γάλα και παίζοντας μαζί του ένα επιτραπέζιο παιχνίδι. Κάποια στιγμή στη μέση του παιχνιδιού το παιδί είπε ότι νύσταζε και ήθελε να πάει να κοιμηθεί. Ευτυχώς, γιατί δεν θα ήξερε πως θα τον ηρεμούσε, σε περίπτωση που άρχιζε πάλι να αποζητάει τη μητέρα του. Εδώ που τα λέμε, δεν ήταν παιδαγωγός, μια απλή οικονόμος ήταν. Γι’ αυτό, με το που της το είπε, τον ανέ­βασε αμέσως στο δωμάτιο του και τον έβαλε για ύπνο, μην τυ­χόν απασχοληθεί με κάτι και ξενυστάξει. Έριξε και μια ματιά στον Φίλιππο, μια χαρά ήταν κι αυτός, και κατέβηκε στην κουζίνα. Τακτοποίησε τα άπλυτα πιάτα στο πλυντήριο, συμμά­ζεψε λίγο το πάγκο απ’ τις ατσαλιές και πήγε μετά στο σαλόνι. Έβαλε ένα κονιάκ και κάθισε στον καναπέ να το πιει. Ίσως το ευεργετικό αυτό ποτό να τη χαλάρωνε και να της μετρίαζε κά­πως τον φόβο, που της προκαλούσε αυτή η παράξενη, αλλό­κοτη σιωπή, που ήταν διάχυτη κείνη τη στιγμή σ’ όλο το σπί­τι, η οποία αν μπορούσε να ντυθεί μουσικά, το «adagio» του Τομάζο Αλμπινόνι θα της ταίριαζε απόλυτα, τόση βαθιά θλίψη έκλεινε μέσα της, σαν να προμηνούσε κάτι κακό, ίσως και θά­νατο. Και το τικ τακ του ρολογιού πάνω στον τοίχο, κι αυτό την τρόμαζε, ηχούσε στ’ αυτιά της σαν το τικ τακ μιας ωρολο­γιακής βόμβας, που από στιγμή σε στιγμή ήταν έτοιμη να σκάσει, τινάζοντας στον αέρα τις ζωές όλων εκεί μέσα, κυρίως όμως τις ζωές των παιδιών, που δεν έφταιγαν σε τίποτα. Αλλά τι μπορούσε να κάνει; Όλα αυτά τα χρόνια ο Μιχάλης Θεονά­κος ένα ρόλο μόνο της είχε επιτρέψει να παίζει, εκείνο της οι­κονόμου, από το οποίο ούτε μια φορά δεν έπρεπε να παρεκ­κλίνει. Τώρα, όμως, μήπως είχε έρθει η στιγμή να το κάνει με όποιο κόστος, ακόμα και αυτό της απόλυσης, να μην κάθεται απαθής και να περιμένει πότε και αν θα γυρίσει πίσω στο σπίτι η Σαντίνα;

Η νύχτα όλο και βάθαινε χωρίς εκείνη να δίνει κανένα ση­μείο ζωής. Μπορεί κάτι σοβαρό να της συνέβαινε, να είχε κά­ποιο ατύχημα με το αυτοκίνητο ή κάποιος να την είχε ληστέ­ψει, ή ακόμα και σκοτώσει, τόσα εγκλήματα γίνονταν καθη­μερινά, κι όχι για πολλά λεφτά, αλλά για ένα και μόνο ευρώ. Γι’ αυτό, έπρεπε να ενεργήσει και μάλιστα αμέσως. Το πρώτο, λοιπόν, που έκανε ήταν να την πάρει στο κινητό. Δυστυχώς, δεν της απάντησε η ίδια αλλά ο τηλεφωνητής, ο οποίος έλεγε: «Σαντίνα Θεονάκου - Μπαστιάνο αφήστε το μήνυμά σας». Προς στιγμή σκέφτηκε να το κλείσει, αλλά το ξανασκέφτηκε, και της άφησε το εξής λακωνικό μήνυμα: «Κυρία Σαντίνα, σας αναζητούμε. Παρακαλώ, τηλεφωνήστε». Έκλεισε το τηλέφωνο και μετά πήρε τον Μιχάλη Θεονάκο στο κινητό. Σε αντίθεση με τη Σαντίνα, εκείνος απάντησε, και μάλιστα πριν καλά καλά προλάβει να χτυπήσει δεύτερη φορά. Της έκανε εντύπωση, ούτε να περίμενε το τηλεφώνημά της. Χωρίς να μπει σε λε­πτομέρειες,του είπε ακριβώς τι συμβαίνει. Εκείνος με μιαν α­πάθεια που άγγιζε τα όρια της απανθρωπιάς, της είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι, ούτε την αστυνομία να καλέσει αν δεν περνούσαν 48 ώρες από την εξαφάνισή της. Η Χρύσα βλέπο­ντας την ανάλγητη συμπεριφορά του, δεν μπήκε καν στο κόπο να τον ρωτήσει κάτι άλλο, ούτε αν σκεφτόταν να επισπεύσει την επιστροφή του στο σπίτι. Ήταν σίγουρη ποια θα ήταν η απάντηση του.

Όταν το βράδυ της Κυριακής επέστρεψε στο σπίτι ο Μι­χάλης Θεονάκος δεν δήλωσε καμιά εξαφάνιση της Σαντίνα στην αστυνομία, απλά κλείστηκε στο γραφείο του και μιλούσε ώρες με κάποιον στο τηλέφωνο. Μετά από δύο ημέρες φώνα­ξε τον Ανδρέα και του διάβασε ένα σημείωμα απ' την Σαντίνα που έλεγε ότι τους εγκατέλειπε για χάρη κάποιου άλλου άντ­ρα.“Όπως καταλαβαίνεις παιδί μου, η μαμά σου δεν πρόκειται να ξανάρθει στο σπίτι, γι' αυτό πρέπει να την ξεχάσουμε, θα πούμε ότι δεν ζει πια, ότι έχει πεθάνει. Ναι;” είπε με ψυχρό ύφος. Ο Αντρέας κούνησε το κεφάλι του και έτρεξε αμέσως και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Η Χρύσα δεν τον πίστεψε. Ή­ξερε ότι η Σαντίνα για κανένα λόγο δεν θα εγκατέλειπε τα παι­διά της, ούτε εκείνος θα δεχόταν μια απιστία της έτσι απλά, το αντίθετο θα αντιδρούσε πολύ βίαια και δεν θα ησύχαζε μέχρι να την εξοντώσει. Κάτι άλλο, λοιπόν, θα πρέπει να είχε συμβεί, κάτι πάρα πολύ σοβαρό. Τελικά, η Σαντίνα δεν επέ­στρεψε ποτέ στο σπίτι. Τι μεσολάβησε; Τι απέγινε; Μόνο ο Μιχάλης Θεονάκος μπορούσε να απαντήσει σ' αυτά τα ερωτή­ματα, γιατί ήταν ο μόνος που ήξερε όλη την αλήθεια. Όμως για καθαρά δικούς του λόγους την έκρυβε. Δεν τον ένοιαζε για τα παιδιά του αν είχαν πληγωθεί, αν ο Ανδρέας κλεινόταν όλο και πιο πολύ στον εαυτό του, πέφτοντας για μέρες σε βαριές σιωπές, ούτε αν στερούσε τη μητρική αγκαλιά απ' τον Φίλιπ­πο. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν το φουσκωμένο “εγώ” του και πώς να διασώσει τη κοινωνική του εικόνα. Και τα κατάφε­ρε φτιάχνοντας το σενάριο ότι η Σαντίνα είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη γενέτειρά της τη Βενετία για να εργαστεί εκεί ως συντηρήτρια έργων τέχνης. Μέσα σ' όλο αυτό το ψέμα μόνο μια σταγόνα αλήθειας υπήρ­χε, ότι η Σαντίνα ήταν πράγματι Βενετσιάνα και συντηρήτρια έργων τέχνης. Ο πατέρας της ο Τζούλιο Μπαστιάνο ήταν κα­θηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο στη Βενετία, ενώ η μητέ­ρα της, η Αντονέττα Γκαλεάνο - Μπαστιάνο, μια απ’ τις καλύ­τερες κριτικούς έργων τέχνης. Πολλές φορές αναλάμβανε τη συντήρηση έργων τέχνης όχι μόνο σε Βενετία αλλά και σ' άλ­λες ιταλικές πόλεις. Τα τελευταία, όμως, χρόνια, η Σαντίνα δεν αναλάμβανε πια καμιά εργασία. Από τότε που πέθαναν οι γονείς της δεν πήγε ποτέ ξανά στη Βενετία, δεν το άντεχε συν­αισθηματικά να ζει και ν’ αναπνέει στην ίδια πόλη, που κάπο­τε ζούσαν και ανέπνεαν εκείνοι. Ακόμα και το πατρικό της σπίτι στο Κάμπο Σάντα Μαρία Φορμόζα πούλησε. Τα χρήμα­τα που πήρε απ’ την πώληση πήγε αμέσως και τα κατέθεσε σ’ ένα λογαριασμό τράπεζας που άνοιξε, κρυφά απ’ τον άντρα της, στο όνομα του Φίλιππου, του γιου της. Για τον λογαρια­σμό αυτό μόνο η Χρύσα Ιωνά γνώριζε, το είχε μάθει εντελώς τυχαία λίγους μήνες μετά την εξαφάνισή της, όταν μια μέρα, εκεί που ξεσκόνιζε τη βιβλιοθήκη του γραφείου της, βρήκε πί­σω από κάτι χοντρούς τόμους βιβλίων το βιβλιάριο. Αναρωτή­θηκε γιατί στον Φίλιππο κι όχι στον Ανδρέα. Η Σαντίνα δεν ξεχώριζε τα παιδιά της. Για το βιβλιάριο αυτό η Χρύσα δεν είπε κουβέντα στον Μιχάλη Θεονάκο, το αντίθετο, το πήρε και το φύλαξε η ίδια σ’ ένα ασφαλές μέρος στο δωμάτιό της. Λες και είχε διαισθανθεί τι επρόκειτο να συμβεί στον Φίλιππο κάποια μέρα. Ότι θα τον έδιωχνε ο πατέρας του απ' το σπίτι. Πραγματικά, την επόμενη μέρα, εκεί που ο Φίλιππος μάζευε τα πράγματά του, η Χρύσα μπήκε στο δωμάτιο του. “Φίλιππε, όταν φύγεις από δω, να πας σε παρακαλώ στην παρακάτω κα­φετέρια και να με περιμένεις. Ναι; Έχω κάτι να σου πω”. Αν και παραξενεύτηκε, δεν έφερε αντίρρηση και όταν έφυγε πήγε κατ΄ ευθείαν στην καφετέρια. Μετά από λίγα λεπτά πήγε και εκείνη.

Τι τρέχει Χρύσα, τι θέλεις να μου πεις;”

Φιλιππάκο μου, πάρε αυτά τα κλειδιά, είναι από το σπίτι μιας καλής, πολύ καλής μου φίλης, που εδώ και μερικούς μή­νες λείπει στο εξωτερικό και πάω μερικές φορές και τις ποτίζω τις γλάστρες. Θέλω πας να μείνεις εκεί, μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε. Ναι;”

Τι εννοείς;”

Εννοώ, ότι σε αγαπώ και σε πονώ σαν παιδί μου, και ότι δεν πρόκειται να σε αφήσω στην τύχη σου Φιλιππάκο μου, ότι μετά απ' αυτό που σου έκανε ο πατέρας σου, εγώ δεν μπορώ να είμαι πια στη δούλεψή του. Θα παραμείνω έως ότου βρει κάποια άλλη οικονόμο, κι ύστερα θα παραιτηθώ. Μέχρι τότε, εσύ θα μένεις στο σπίτι αυτό της φίλης μου, της έχω ήδη μιλή­σει για σένα και για την κατάστασή σου. Δεν έφερε καμιά αντίρρηση, μου είπε να καθίσεις όσο θέλεις. Όταν ξεμπερδέ­ψω με τον πατέρα σου, θα φύγουμε και θα πάμε να μείνουνε στο νησί μου στα Κύθηρα. Είναι το πατρικό μου εκεί. Μη μου στεναχωριέσαι Φιλιππάκο μου, θα δεις, όλα θα πάνε καλά”.

Τελικά, αν δεν ήταν η Χρύσα, ο Φίλιππος θα είχε πεθάνει απ' την πείνα και ίσως να είχε πάρει άλλο δρόμο, αυτό τον σκοτεινό. Απ’ το κομπόδεμά της το ζούσε. Ούτε δικό της παιδί να ήταν, τέτοια θυσία. Τον πρόσεχε και το φρόντισε σαν πραγ­ματική μάνα. Και δεν βαρυγκώμησε καμιά φορά, το αντίθετο, ήταν συνέχεια πλάι του και του συμπαραστεκόταν, μιλώντας του ώρες ολόκληρες για την άλλη πλευρά της ζωής, εκείνη τη φωτεινή. Άλλες φορές ημέρωνε το θυμό του και γλύκανε τον πόνο του, που ήταν φωλιασμένος στην καρδούλα του, κι άλ­λες φορές όχι. Τότε, τον άφηνε να ξεσπάει όλο το θυμό και το παράπονο, που έκρυβε μέσα του, παρηγορώντας τον ότι δεν θα αργούσε εκείνη η μέρα που θ’ άλλαζαν όλα στη ζωή του.

Και η μέρα εκείνη ήρθε, κάπου εκεί στην αρχή της άνοι­ξης, φέρνοντας μαζί με τη μικρή τούρτα με τα δεκαοκτώ κε­ράκια και ένα δώρο για εκείνον, ένα δεματάκι, τυλιγμένο σε πολύχρωμο χαρτί. Είχε φροντίσει γι’ αυτό ο φύλακας άγγελός του, η Χρύσα. Πως και πως περίμενε τη μέρα της ενηλικίωσής του για να του το δώσει.

«Λοιπόν; Δεν θα το ανοίξεις;» τον ρώτησε όταν πια είχε σβήσει τα κεράκια.

«Χρύσα, δεν έπρεπε να ξοδευτείς» της είπε εκείνος, «η τούρτα και μόνο έφτανε».

«Μα, δεν ξοδεύτηκα, άνοιξε και θα δεις τι εννοώ».

Ο Φίλιππος χωρίς να πει κάτι πήρε στα χέρια του το δεμα­τάκι και το άνοιξε. Και έμεινε άφωνος μόλις αντίκρισε το μπλοκ με τα σχέδια του και το ημερολόγιό του. «Ο θησαυρός μου…» ίσα που ψέλλισε.

«Ναι, Φίλλιπε, ο θησαυρός σου. Να ζήσεις αγόρι μου» του είπε εκείνη και τον αγκάλιασε τρυφερά.

«Πες μου, Χρύσα, σε παρακαλώ πες μου, πού τον βρή­κες;» γύρισε και τη ρώτησε με φωνή σπασμένη απ’ τη συγ­κίνηση.

«Έχει σημασία;»

«Ναι, έχει μεγάλη σημασία για μένα».

«Τον βρήκα στον κάδο των σκουπιδιών,που ήταν απέναντι απ’ το σπίτι. Εκεί που τον είχε πετάξει εκείνο το βράδυ ο πα­τέρας σου. Τον μάζεψα και τον έκρυψα σε ένα ασφαλές μέρος στο δωμάτιό μου. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα στον δώσω τη μέρα που θα γινόσουν δεκαοκτώ χρονών».

«Δεν ξέρω τι να πω Χρύσα, τα έχω χαμένα. Ειλικρινά, ένα ευχαριστώ δεν φτάνει μπροστά σ' αυτό που έκανες για μένα, σίγουρα δεν φτάνει».

«Καλέ μου Φίλιππε, κανένας δεν έχει το δικαίωμα να αρ­πάζει τα όνειρα του άλλου, μα ούτε και τα λάθη, γιατί ακόμη κι αυτά ανήκουν αποκλειστικά σ’ εκείνον που τα έχει κάνει. Αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ αγόρι μου».

«Όχι Χρύσα, στο υπόσχομαι, δεν θα το ξεχάσω».

«Ωραία. Λοιπόν, άνοιξε τώρα την πόρτα και πέταξε...!».

Ο Φίλιππος γύρισε και κοίταξε την πόρτα. Στο βλέμμα του υπήρχε φόβος. «Φοβάμαι Χρύσα» είπε με κομμένη την ανά­σα, «…φοβάμαι να βγω εκεί έξω μόνος, θα έρθεις μαζί μου;».

«Όχι καλέ μου, μόνος σου θα διαβείς τούτο το κατώφλι, μόνος σου θα μάθεις να υπερασπίζεσαι τα θέλω σου. Και πρό­σεξε, μην πάρεις τίποτα μαζί σου απ’ το χθες, μόνο το θησαυ­ρό σου να πάρεις και το δώρο της μητέρας σου».

«Το δώρο της μητέρας μου;»

Η Χρύσα χωρίς να του αποκριθεί έβγαλε απ’ την τσέπη του φουστανιού της το βιβλιάριο και του το έδωσε.

«Τι είναι αυτό;»

«Το δώρο της μητέρας σου. Σε παρακαλώ μην με ρωτή­σεις πού το βρήκα. Πες ότι το άφησε μια νύχτα στο προσκε­φάλι σου, όταν κοιμόσουν. Ναι;”

Ο Φίλιππος πικρογέλασε. «Ένα δώρο από την μητέρα μου; Τι τραγικό αστείο; Τίποτα δεν ξέρω για κείνη, φρόντισε και γι’ αυτό ο Μιχάλης Θεονάκος. Ούτε μια φωτογραφία της δεν μου επέτρεψε ποτέ να έχω. Θα μου μιλήσεις γι’ αυτήν;»

«Όταν θα έρθει η ώρα Φίλλιπε, όταν θα έρθει η ώρα».

«Γιατί όχι τώρα;»

«Γιατί τώρα προέχει η δική σου ζωή, και μόνο η δική σου. Κατάλαβες καλέ μου; Λοιπόν, αρκετά φλυαρήσαμε. Ώρα να ανοίξεις φτερά».

«Κι εσύ; Εσύ τι θα απογίνεις;»

«Θα μείνω εδώ στα Κύθηρα, στο πατρικό μου, να φρο­ντίζω τα λουλούδια μου και να ημερεύω τον εαυτό μου”.

«Από τι;»

«Από πολλά».

«Θα ήθελες να μου πεις;»

«Κάποτε θα σου πω, στο υπόσχομαι».

«Όπως νομίζεις, δεν θα ήθελα να σε πιέσω”.

«Να θυμάσαι το σπίτι μου θα είναι πάντα ανοικτό για σέ­να, καθώς και η αγκαλία μου. Χρύσα Ιωνά με λένε».

«Το ξέρω, Χρύσα μου, το ξέρω».

«Μα, ναι, τι λέω η ανόητη. Αχ, μη με παρεξηγείς αγόρι μου, τα έχω λίγο χαμένα, δεν μου είναι δα και τόσο εύκολο που σε αποχωρίζομαι μετά από τόσα χρόνια…»

«Ούτε και σ' εμένα είναι εύκολο αγαπημένη μου Χρύσα, καθόλου εύκολο” είπε και την αγκάλιασε τρυφερά.

«Έλα, άσε τις συγκινήσεις, δεν τις μπορώ. Άντε, πήγαινε τώρα. Καλή αρχή, καλή ζωή αγόρι μου».


Τράβηξε την κουρτίνα απ’ το παράθυρο μέχρι πέρα να βλέπει καλύτερα. Περίεργο, το χέρι δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή του στον κάδο σκουπιδιών.Ίσως να έφταιγε το κρύο, ίσως πάλι αυτή η αναθεματισμένη βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει, απ’ το πρωί έβρεχε. Οι μετεωρολόγοι το είχαν πει χθες βράδυ στο δελτίο καιρού, καταρρακτώδεις βροχές και τσουχτερό κρύο. Απ’ τα δελτία ειδήσεων μόνο την πρόβλεψη του καιρού έβλεπε, όλες τις άλλες ειδήσεις ούτε που να τις δει, ούτε που να τις ακούσει, κατά τη γνώμη του, αυτές δεν ήταν ειδήσεις, ένα καλοστημένο παιχνίδι προπαγάνδας της εκάστο­τε εξουσίας ήταν, που το έπαιζαν με μοναδικό τρόπο πάνω στις πλάτες του κοσμάκη κάποιοι γραβατοφορεμένοι σαλτι­μπάγκοι, κάποιες διανοούμενες πόρνες της τέταρτης εξουσίας. Με το που τους έβλεπε να βγαίνουν στο γυαλί και ως άλλοι σύγχρονοι Γκέμπελς ν’ αρχίζουν να ρίχνουν δέσμες βολών α­πό ψέματα, εκνευριζόταν τόσο πολύ που έκλεινε αμέσως την τηλεόραση. Προτιμούσε κείνη την ώρα να κάνει κάτι άλλο έ­ως ότου έρθει η στιγμή για το δελτίο καιρού. Να διαβάσει ένα βιβλίο ή να ανοίξει τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και να ενημε­ρωθεί από εκεί μέσα για τα πάντα, μπαίνοντας σε διάφορους ιστοχώρους κοινωνικής δικτύωσης. Μια φορά σ' έναν απ’ αυ­τούς είχε δει να γράφουν και για τον αδελφό του, τον Ανδρέα. Έγραφαν ότι επρόκειτο για έναν πολιτικό, που δεν είχε ποτέ εργαστεί, πως το μοναδικό του προσόν ήταν το όνομά του, και πως αν δεν ήταν ο πατέρας του να τον προωθήσει δεν θα έ­βλεπε ποτέ τα έδρανα της βουλής. Παρακάτω η αρθρογράφος ασκούσε και δριμύτατη κριτική στον πατέρα του, συγκεκρι­μένα έγραφε για τις άκρως συντηρητικές ιδέες του και για το σοβαρό έλλειμμα πολιτικού πολιτισμού και ήθους που είχε, καθώς και για την προσπάθειά του να επιβάλει αυτός και η ομάδα του τη δική τους ακραία ατζέντα στο κόμμα. Και η δημοσιογράφος έκλεινε το άρθρο της, αφήνοντας σοβαρές αιχμές κατά του Μιχάλη Θεονάκου, για τους σκελετούς που έκρυβε στη ντουλάπα του.

Θα ήταν ψέμα αν έλεγε ότι είχε στεναχωρηθεί για το άρ­θρο αυτό που είχε γράψει η δημοσιογράφος για τον αδελφό του και τον πατέρα του. Μετά απ’ όλα αυτά που είχε υποστεί, θα ήταν αφύσικο να μην νοιώθει έτσι. Για τον αδερφό του μπορεί ακόμα να έτρεφε κάποια συναισθήματα, κυρίως τον λυπόταν καθώς τον έβλεπε να είναι άθυρμα στα χέρια του Θεονάκου,για τον πατέρα του όμως κανένα. Τον είχε ξεγράψει όπως και τον είχε ξεγράψει κι αυτός. Ακόμα και το όνομά του είχε αλλάξει, Φοίβο Ιωνά τον έλεγαν πια, για να μην έχει κα­νένα σημείο αναφοράς με εκείνον. Του ήταν ένας ξένος, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ στη ζωή του. Γι’ αυτό και δεν του καιγόταν καρφάκι όταν άκουγε ή διάβαζε κάτι γι’ αυτόν. Βέ­βαια, πάλεψε πολύ με τον εαυτόν του, χτυπήθηκε και ματώ­θηκε μέχρι να φτάσει στο σημείο αυτό. Για πολλά χρόνια έκα­νε ψυχανάλυση, του ήταν αδύνατον όλο αυτό το ψυχικό σακά­τεμα, που είχε υποστεί πρώτα απ' τον πατέρα του και κατόπιν από την κοινωνία εξαιτίας της σεξουαλικής του προτίμησης για το ίδιο φύλο να το διαχειριστεί μόνος του. Για την κοινω­νία ήταν ο άρρωστος, αυτός που προκαλούσε τα χρηστά τους ήθη. Έπρεπε, λοιπόν, κάποιος να τον βοηθήσει, κι όχι φίλος, αλλά κάποιος ειδικός. Και τα κατάφερε, κάποια στιγμή βγήκε και πάλι έξω έτοιμος πια ν' αντιμετώπισει το λιθοβόλισμα αυ­τό της κατά τα άλλα καθώς πρέπει straight κοινωνίας με ένα και μοναδικό όπλο. Αυτό της βαθιάς γνώσης του εαυτού του.

Κοίταξε την ώρα στο ρολόι του τοίχου. Έδειχνε πέντε και είκοσι. Ήταν μάταιο να περιμένει άλλο, το χέρι αυτή τη φορά μάλλον δεν θα έκανε την εμφάνισή του λόγω καιρικών συνθη­κών. Δεν τον ένοιαξε και πολύ, τόση ώρα καθηλωμένος στο παράθυρο είχε αρχίσει να βαριέται. Τράβηξε πάλι την κουρτί­να και πήγε κατ’ ευθείαν στην κουζίνα να φτιάξει κάτι να φά­ει. Όλη τη μέρα σήμερα ήταν μόνο με χυμούς φρούτων και το στομάχι του είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται έντονα. Τον τελευ­ταίο μήνα ήταν αλήθεια ότι ξεχνούσε να φάει λόγω δουλειάς. Ετοίμαζε τα σκηνικά και τα κουστούμια για ένα θεατρικό έρ­γο, που θα ανεβαζόταν σε κάποιο περιφερειακό θέατρο, κι είχε πέσει με τα μούτρα να τα τελειώσει, σε ένα μήνα επρόκειτο να γίνει η πρεμιέρα, κι έπρεπε όλα να είναι στην εντέλεια. Από τότε που γύρισε απ’ το εξωτερικό, συγκεκριμένα απ’ την Ιτα­λία όπου είχε σπουδάσει στη Ρώμη ενδυματολογία και σκηνο­γραφία, ήταν η τέταρτη φορά που αναλάμβανε να φτιάξει τα σκηνικά και τα κουστούμια κάποιας θεατρικής παράστασης. Η αλήθεια είναι ότι δεν δυσκολεύτηκε και πολύ να βρει δου­λειά. Με το που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα είχε αμέσως πρόταση απ’ έναν σκηνοθέτη για συνεργασία. Είχε διαβάσει το βιογραφικό του σημείωμα και είχε εντυπωσιαστεί όχι μόνο από τις σπουδές του αλλά και απ’ τις επαγγελματικές εμπει­ρίες. Πράγματι, αν και τριάντα πέντε μόλις χρονών, είχε κάνει πολλά, όχι μόνο εξ αιτίας του εξαιρετικού του ταλέντου, που είχε αναμφισβήτητα, αλλά και της σκληρής, πολύ σκληρής δουλειάς. Ακόμα και για όπερα είχε κάνει τα σκηνικά και τα κουστούμια στη σκάλα του Μιλάνου αλλά και αρχαία τραγω­δία και κωμωδία στα αρχαία ελληνικά θέατρα των Συρακου­σών και του Ταυρομένιου, σήμερα Ταορμίνας. Όμως το όνειρό του, το μεγάλο του όνειρο ήταν μια μέρα να σχεδιάσει τα κου­στούμια και τα σκηνικά για κάποια αρχαία τραγωδία ή κωμω­δία, που θα παιζόταν στο τελειότερο από άποψη ακουστικής και αισθητικής αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, εκεί όπου το 1938 είχε δοθεί η παράσταση Ηλέκτρα του Σοφοκλή με πρω­ταγωνίστριες την Κατίνα Παξινού και την Ελένη Παπαδάκη. Αυτό το όνειρο άλλωστε ήταν και η αιτία που αποφάσισε ο Φοίβος Ιωνάς να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα, με την ελπίδα κάποια μέρα να το πραγματοποιήσει.

Είπε να φτιάξει κάτι εύκολο και γρήγορο να φάει, μια φι­νετσάτη πάστα, ιδανική για βράδυ, λιγκουίνι με φρέσκα μανι­τάρια, λεμόνι και θυμάρι, που θα τη συνόδευε με λευκό κρασί απ’ την Ιταλία.

Στον Φοίβο Ιωνά άρεσε πολύ η μαγειρική. Για ώρες μπο­ρούσε να είναι στην κουζίνα και να μαγειρεύει. Δεν τον κού­ραζε, ίσα ίσα τον χαλάρωνε όλη αυτή η διαδικασία προετοι­μασίας του φαγητού. Γι’ αυτό και σπάνια παράγγελνε κάτι από έξω, προτιμούσε να φάει μια ώρα αργότερα παρά να φάει κάτι το οποίο θα ήταν αμφιβόλου ποιότητας. Συνήθως έτρωγε δύο φορές την ημέρα, το πρωί και το βράδυ. Το πρωί έπαιρνε πά­ντα ένα καλό πρωινό με δημητριακά και φυσικούς χυμούς φρούτων και το βράδυ ένα υπέροχο δείπνο που μαγείρευε μόνος του. Μάλιστα υπήρχαν φορές που αυτοσχεδίαζε πάνω σε μια συνταγή, προσθέτοντας ή αφαιρώντας κάποιο υλικό. Απ’ όλες τις κουζίνες που κατά καιρούς είχε γευτεί, η γκουρμέ και η ιταλική κουζίνα του άρεσαν περισσότερο, ενώ από καφέ μόνο ο εσπρέσο. Μερικές φορές μετά από το γεύμα έπινε ένα λικέρ και κάπνιζε ένα τσιγάρο. Αν και είχε πολλές προσκλή­σεις για γεύματα, δείπνα και κοκτέιλ πάρτι, τις περισσότερες απ’ τον χώρο της δουλειάς του, δεν πήγαινε, προτιμούσε να κάνει κάτι άλλο, όπως να χωθεί σε κάποιο σινεμά, να δει μια μεταμεσουνύχτια θεατρική παράσταση ή να περπατήσει. Ο α­γαπημένος του περίπατος ήταν αυτός γύρω απ’ την Ακρόπολη. Ξεκινούσε απ’ την πιο παλιά συνοικία της Αθήνας με τα μνη­μεία όλων των εποχών, με τις μικρές εκκλησίες, το τζαμί, το χαμάμ και τη ρωμαϊκή αγορά, την Πλάκα, όπου μερικές φορές σταματούσε σε κάποιο ταβερνάκι να πιει ένα ποτήρι κρασί, συνέχιζε τη βόλτα του στο πιο φαρδύ δρόμο που υπήρχε κάτω απ’ την Ακρόπολη, στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, για να κατα­λήξει στο τέλος στον πιο πολυσύχναστο πεζόδρομο της πόλης όπου υπήρχαν χώροι και μουσικές για όλα τα γούστα, στην ο­δό Ηρακλειδών, στο Θησείο. Εκεί κάπου σε μια γωνιά πίσω απ’ την οδό Ηρακλειδών βρισκόταν και το σπίτι του, σ’ ένα δί­πατο παλιό νεοκλασικό του 1926. Το είχε αγοράσει απ’ την εγ­γονή κάποιου βέρου Αθηναίου, η οποία για κάποιους προσω­πικούς δικούς της λόγους δεν το ήθελε πια. Η είσοδος του ήταν στο ισόγειο, απ’ όπου μια εσωτερική σκάλα οδηγούσε στο πρώτο όροφο, όπου εκεί φιλοξενούσε το γραφείο, το σα­λόνι, την τραπεζαρία, ένα μικρό καθιστικό, την κουζίνα και έ­να μπάνιο. Μια άλλη ξύλινη εσωτερική σκάλα οδηγούσε στο δεύτερο όροφο όπου υπήρχε η κρεβατοκάμαρα, ο ξενώνας και ένα δεύτερο μπάνιο. Κάθε δωμάτιο το είχε επιπλώσει και δια­κοσμήσει με τέτοιο τρόπο ώστε όχι μόνο να θυμίζει σκηνικό θεατρικού έργου, αλλά να δίνει και την αίσθηση ότι θα μπο­ρούσε ξαφνικά μέσα απ’ αυτό να ξεπηδήσει και κάποιος ήρω­ας ή ηρωίδα, όπως απ’ το σαλόνι η Στέλλα Βιολάντη, απ’ την τραπεζαρία και την κουζίνα η Λωξάντρα, απ’ το καθιστικό η Μπερνάντα Άλμπα, απ’ το γραφείο ο Θείος Βάνιας, απ’ την κρεβατοκάμαρα η Φιλουμένα Μαρτουράνο και απ’ τον ξενώ­να η Λοκαντιέρα, ενώ από κάποιες γωνιές η φοβερή μαντάμ Σουσού.

Φόρεσε την ποδιά του, έβαλε τη μουσική του και άρχισε να μαγειρεύει. Σκούπισε πρώτα καλά τα μανιτάρια, τα έκοψε σε λεπτές φετούλες και τα έβαλε σε μια βαθειά πιατέλα. Κατό­πιν τα περιέχυσε με λάδι και πρόσθεσε αλάτι, λιωμένο σκόρ­δο, ξύσμα και χυμό λεμονιού και φρέσκο θυμάρι. Μετά έβρα­σε τα λιγκουίνι και κράτησε στο σούρωμα λίγο απ’ το νερό τους. Έριξε τα ζυμαρικά την πιατέλα με τα μανιτάρια, ανακά­τεψε καλά όλα τα υλικά, προσθέτοντας λίγο απ’ το νερό που είχε κρατήσει στο βράσιμο και τη κρέμα γάλακτος. Πρόσθεσε στο τέλος λίγο ψιλοκομμένο μαϊντανό, παρμεζάνα και φρε­σκοτριμμένο πιπέρι και το πιάτο του ήταν έτοιμο.

Επειδή βαριόταν να στρώσει τραπέζι είπε να φάει στο σαλόνι. Έβαλε, λοιπόν, σ’ ένα δίσκο το πιάτο με το φαγητό, το ποτήρι με το λευκό κρασί και πήγε και κάθισε στον καναπέ. Ακούμπησε προσεκτικά πάνω στο τραπεζάκι το δίσκο και τρα­βώντας το προς τη μεριά του άρχισε να τρώει αργά, απολαμ­βάνοντας την κάθε μπουκιά. Ξαφνικά, εκεί στη μέση της από­λαυσης, άκουσε κάτι φωνές έξω απ’ το δρόμο. Αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε νάχει συμβεί και έτρεξε αμέσως στο παρά­θυρο να δει. Η εικόνα που αντίκρισε τον έκανε ν’ ανατριχιάσει απ’ την κορφή έως τα νύχια. Τρεις τύποι, σκέτα γομάρια, ντυ­μένοι στα μαύρα χλεύαζαν έναν ρακένδυτο άνθρωπο, συγκε­κριμένα έναν άντρα, ο οποίος έψαχνε μέσα στον κάδο με τα σκουπίδια να βρει κάτι να φάει. Απ’ όσο μπορούσε να κατα­λάβει, οι τρεις τύποι πίστευαν ότι ήταν αλλοδαπός.

Μισάνοιξε το παράθυρο για να ακούει καλύτερα. Τώρα αυτά τα μούτρα είχαν αρχίσει να το βομβαρδίζουν με ερωτή­σεις. Από πού ήταν, αν ήταν Πακιστανός ή Αφγανός, αν είχε έρθει λαθραία στη χώρα, πότε είχε έρθει, πού έμενε, αν δού­λευε, αν ήταν μουσουλμάνος ή άλλο θρήσκευμα. Με λίγα λό­για ανάκριση πρώτου βαθμού.

Εκείνος δεν απαντούσε, συνέχιζε να ψάχνει μέσα στον κάδο με μιαν απίστευτη ηρεμία σαν να μην υπήρχαν καν εκεί μπροστά αυτοί οι τρεις τύποι.

Τότε, ο ένας απ’ την τριάδα, συγκεκριμένα ο πιο ψηλός, τον πλησίασε, κι έτσι όπως ήταν σκυμμένος πάνω απ’ τον κά­δο, με μια και μόνο κίνηση τον γράπωσε απ’ το γιακά και τον σήκωσε σχεδόν τρεις πιθαμές πάνω απ’ το έδαφος.

«Για να σε δούμε τώρα αλλοδαπό, θα απαντήσεις;».

Εκείνος κουνώντας πέρα δώθε τα πόδια του στον αέρα, άρχισε να φωνάζει:«Αφήστε με ήσυχο, αφήστε με ήσυχο».

«Λέγε ρε, είσαι αλλοδαπό;»

«Όχι ρε ‘σεις, Έλληνας είμαι που πεινάει».

Αν είχαν έστω κι ένα δράμι μυαλό, απ’ τις δυο κουβέντες και μόνο που είπε αλλά και από την προφορά του, θα είχαν καταλάβει ότι ο άνθρωπος αυτός, που τόση ώρα βίαζαν, ήταν Έλληνας. Αυτοί όμως το μόνο που είχαν τελικά ήταν μυαλό κότας.

«Δείξε μας την ταυτότητά σου» του είπαν ταυτόχρονα και οι τρεις και τον άφησαν κάτω.

«Δεν την έχω αυτή τη στιγμή μαζί μου. Όμως, αλήθεια σας λέω, δεν είμαι αλλοδαπός, ένας άστεγος και πεινασμένος Έλληνας είμαι».

Τα θρασίμια, μη θέλοντας με τίποτα να πεισθούν, όρμι­σαν κατά πάνω του, κι άρχισαν να τον χτυπούν στο κεφάλι και στο πρόσωπο. Εκείνος, ο δύσμοιρος τους παρακαλούσε να σταματήσουν, αυτοί όμως θολωμένοι απ’ το μίσος τους συνέ­χιζαν απτόητοι.

Ο Φοίβος Ιωνάς σοκαρισμένος κοιτούσε χωρίς να μπορεί ν’ αντιδράσει. Όταν, όμως, είδε κάποια στιγμή να βγάζουν απ’ τις κωλότσεπες τις σιδερογροθιές, συνήλθε και αμέσως αντέ­δρασε ανοίγοντας διάπλατα το παράθυρο και φωνάζοντας μ' όση ψυχική δύναμη του είχε απομείνει: «Εϊ εσείς εκεί αν­θρωπόμορφα τέρατα, νοσταλγοί του Χίτλερ, αν δεν αφήσετε τώρα ήσυχο τον άνθρωπο, καλώ επί τόπου όλες τις αντιρατσι­στικές οργανώσεις που υπάρχουν και τότε αλίμονο σας».

Με το που άκουσαν τα θρασίμια «αντιρατσιστικές οργα­νώσεις» έκρυψαν αμέσως τις σιδερογροθιές στις κωλότσεπες, και σαν τα φοβισμένα ποντίκια τράπηκαν σε άτακτο φυγή.

Όπως ήταν ντυμένος, με την γκρι φλις φόρμα και τις πα­ντόφλες, έτρεξε αμέσως να πάει να δει σε ποια κατάσταση βρισκόταν ο άνθρωπος. Τον βρήκε ξαπλωμένο ανάσκελα και να βογκάει. Όσο μπορούσε να δει μέσα στο μισοσκόταδο απ’ το μέτωπο και τη μύτη έτρεχαν αίματα. Έσκυψε από πάνω του και τον ρώτησε: «Φίλε, πως είσαι;»

«Καλά είμαι, μην ανησυχείς» τον καθησύχασε εκείνος χω­ρίς να κουνηθεί.

«Μπορείς να σηκωθείς και να πάμε στο σπίτι μου να περι­ποιηθώ τις πληγές σου; Δεν είναι μακριά, να, εδώ απέναντι εί­ναι», και του έδειξε με το δείκτη.

«Νομίζω, πως ναι» του είπε εκείνος κάπως ξέπνοα και ανακάθισε πάνω στην υγρή άσφαλτο. Κράτησε για μερικά δευτερόλεπτα με τα δυο του χέρια το κεφάλι του και κατόπιν, παίρνοντας μιαν βαθιά ανάσα, σηκώθηκε πάνω. Ο Φοίβος πή­γε να τον κρατήσει απ’ το μπράτσο, αλλά ο εκείνος του έκανε νόημα με το χέρι του ότι δεν χρειαζόταν.

Πέρασαν απέναντι με βήματα αργά και μπήκαν μέσα στο σπίτι. «Θα μπορέσεις ν’ ανέβεις μόνος σου τα σκαλοπάτια;» τον ρώτησε ο Φοίβος.

«Ναι, ρε συ, δεν είμαι και του θανατά» του είπε εκείνος, κι άρχισε να ανεβαίνει προσεκτικά ένα, ένα τα σκαλοπάτια χωρίς να πιαστεί απ’ την κουπαστή. Μόλις έφτασαν στο σαλό­νι, ο Φοίβος τον έβαλε αμέσως να καθίσει στον καναπέ. «Πε­ρίμενε δυο λεπτά, έρχομαι» του είπε και έτρεξε στο μπάνιο. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε επιστρέψει με το φαρμακείο ανά χεί­ρας.

Κάθισε δίπλα του κι άρχισε να περιποιείται τις πληγές του. Ευτυχώς, δεν είχαν προλάβει να του κάνουν μεγάλη ζημιά, μό­νο λίγους μώλωπες στο πρόσωπο και ειδικά στο αριστερό μά­τι.

«Είσαι κάπως καλύτερα τώρα;» τον ρώτησε όταν τελείω­σε.

«Ναι, ευχαριστώ» είπε εκείνος καρφώνοντας το βλέμμα του πάνω στο τραπεζάκι όπου υπήρχε ο δίσκος με το φαγητό.

Ο Φοίβος Ιωνάς το πρόσεξε και του πρότεινε: «Τι θα έλε­γες τώρα να φάμε».

«Αν θέλεις».

«Φυσικά και θέλω» του είπε ο Φοίβος, «…λοιπόν, πήγαι­νε εσύ να πλυθείς λιγάκι, να νοιώσεις καλύτερα, να εκεί είναι το μπάνιο, και εγώ πάω να φέρω το φαγητό».

Εκείνος χωρίς να του αποκριθεί σηκώθηκε αμέσως και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Όταν επέστρεψε ο Φοίβος ήταν ήδη στο σαλόνι και τον περίμενε. «Έλα κάθισε να φάμε» του είπε και του έδωσε το δίσκο με το φαγητό.

«Ευχαριστώ» είπε εκείνος ξέπνοα και χωρίς να τον περι­μένει, ξεκίνησε να τρώει πρώτος πέφτοντας στην κυριολεξία με τα μούτρα πάνω απ’ το φαΐ.

Ο Φοίβος Ιωνάς τον παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού. Έτρωγε όπως ένα παιδάκι, που μη μπορώντας ακόμα να καρφώσει καλά στο πιρούνι το φαγητό, χρησιμοποιούσε και τα δάχτυλα. Χαμογέλασε. Είχε πάνω του κάτι το πρωτό­γονο, το αρχέγονο. Δεν ήταν μεγάλος στην ηλικία, γύρω στα είκοσι πέντε θα πρέπει να ήταν, μετρίου αναστήματος, κατα­μελάχρινος, με πλούσια κατσαρά μαλλιά στο χρώμα εβένου και ολόμαυρα αμυγδαλωτά μεγάλα μάτια με μακριές γυριστές βλεφαρίδες. Η μύτη του ήταν κάπως γαμψή και τα χείλη του κανονικά, ούτε πολύ σαρκώδη, ούτε πολύ λεπτά, ενώ το σώμα του είχε αυτές τις αναλογίες που θα τις ζήλευε κάθε άντρας. Φαρδύς επάνω και στενός κάτω. Με λίγα λόγια ένας τύπος άντρα, που κάτω από άλλες συνθήκες, σίγουρα, δεν θα περ­νούσε απαρατήρητος απ’ το γυναικείο πληθυσμό. Η μόνη παραφωνία που υπήρχε πάνω του, αν μπορούσε να την πει κανείς παραφωνία, ήταν τα δάχτυλα των χεριών του. Ήταν κοντά και χοντρά, ίδια με κείνα που έψαχναν κάθε απόγευμα στον κάδο.

«Έρχεσαι συχνά εδώ και ψάχνεις σ’ αυτόν τον κάδο σκου­πιδιών;» τον ρώτησε κάποια στιγμή.

«Ναι, κάθε μέρα, λίγο πριν το απορριμματοφόρο του δή­μου μαζέψει τα σκουπίδια, ξέρεις, είναι ο κάδος μου, ο δικός μου κάδος».

«Και βρίσκεις κάτι να φας ή όχι;»

«Άλλες φορές βρίσκω, άλλες πάλι όχι».

«Όταν δεν βρίσκεις τι κάνεις;»

«Τι κάνω; Τραγουδάω στο στομάχι μου, μήπως πάψει να παίζει ταμπούρλο».

«Τόσο απλά;»

«Ε, ναι. Τι άλλο να κάνω; Να πάω να κλέψω; Αν και κάνα δυο φορές, δεν στο κρύβω, το σκέφτηκα, τότε, τις πρώτες μέ­ρες που είχα έρθει εδώ, να μπουκάρω σε κάποιο σπίτι ή σε κά­ποιο φαγάδικο, στο τέλος όμως κρατήθηκα».

«Τι ήταν αυτό που σε κράτησε;»

«Ξέρω κι εγώ. Μάλλον ότι δεν είμαι γεννημένος κλέφτης. Ίσως πάλι ότι δεν γουστάρω να κάνω το χατίρι όλων αυτών που με τις πράξεις τους μ’ έφεραν σε τούτη τη κατάσταση, ώ­στε να με αναγκάσουν μια μέρα να γίνω κλέφτης. Τι να σου πω, δεν τα ψάχνω και πολύ τα πράγματα».

«Και ποιοι είναι όλοι αυτοί που δεν θέλεις να τους κάνεις το χατίρι;»

«Όλοι αυτοί, μωρέ, του παλιοσυστήματος, καταλαβαί­νεις... ».

«Ναι, καταλαβαίνω».

«Όμως για πες μου τώρα κάτι».

«Τι;»

«Γιατί είπες στα …καλόπαιδα ότι θα καλέσεις τις αντιρα­τσιστικές οργανώσεις κι όχι την αστυνομία;»

«Γιατί αυτές τις υπολογίζουν. Άσε που οι αντιρατσιστικές οργανώσεις θα έρχονταν αμέσως, ενώ η αστυνομία …»

«Με το πάσο της ε;»

«Ναι, με το πάσο της».

«Και θα τις καλούσες όλες για μένα;»

«Αν χρειαζόταν, ναι».

«Τι να πω ρε συ; Πρώτη φορά θα έκανε κάτι κάποιος για μένα. Σ’ ευχαριστώ».

«Μη μ’ ευχαριστείς, για οποιονδήποτε θα το έκανα».

«Καλά, όπως θες» είπε κι άρχισε πάλι να τρώει, αυτή τη φορά πιο αργά. Όταν κάποια στιγμή τέλειωσε, άφησε τον δί­σκο πάνω στο τραπεζάκι και έγειρε προς τα πίσω. «Πω, πω, έφαγα πολύ…» είπε, χτυπώντας κανα δυο φορές το στομάχι του. «Το πιάτο δεν χρειάζεται να το πλύνεις» συνέχισε, «το γυάλισα…».

Ο Φοίβος χαμογέλασε. «Μήπως θέλεις μια σόδα;»

«Όχι μωρέ, θα κακομάθω και δεν πρέπει» είπε και γέλασε βροντερά. «Λοιπόν, ωραία έφαγα και τα είπαμε, ώρα να πη­γαίνω τώρα».

«Πού σκέφτεσαι να πας;»

«Στο σπίτι μου. Πού αλλού;»

«Στο σπίτι σου;» έκανε έκπληκτα ο Φοίβος.

«Ναι».

«Και πού είναι το σπίτι σου;»

«Α, δεν είναι μακριά από ‘δω, λίγο πιο κάτω είναι, σε ένα διώροφο δίπλα απ’ την εκκλησία».

Ο Φοίβος Ιωνάς αναρωτήθηκε αν μιλούσε σοβαρά ή απλά αστειευόταν. Πήγε να τον ρωτήσει, αλλά την τελευταία στιγ­μή δίστασε και δεν το έκανε. Ίσως να τον έφερνε σε δύσκολη θέση και δεν το ήθελε.

Εκείνος το κατάλαβε και είπε να του λύσει την απορία. «Ρε συ, πλάκα κάνω. Σ’ ένα χαρτόκουτο μένω, που τη νύχτα το στήνω και τη μέρα το ξεστήνω» άρχισε να του λέει, «…κάτι σαν λυόμενο δηλαδή. Σε περίπτωση βροχής το σκε­πάζω μ’ ένα νάϊλον. Σπίτι με αδιάβροχο, πώς σου φαίνεται; Παλιά το είχα στήσει σε μια γωνιά στην Πειραιώς, αλλά δεν κάθισα πολύ, ένα μήνα μόνο, ύστερα έφυγα, είχε πολύ θόρυ­βο, ήμασταν και πολλοί, καταλαβαίνεις μωρέ, ο καθένας με το μακρύ και το κοντό του. Άσε που με ζάλιζαν και οι διάφοροι δημοσιογράφοι για να τους πω την ιστορία μου. Λες και αν τους την έλεγα θα μου έλυναν το πρόβλημα. Ρε συ, μήπως έχεις ένα τσιγάρο;»

Ο Φοίβος πήρε ένα απ’ το πακέτο και του το πρόσφερε.

«Πω, πω, ούτε που θυμάμαι από πότε έχω να καπνίσω ένα ολόκληρο τσιγάρο, όλο γόπες καπνίζω» είπε και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. «Τέλος πάντων, που είχα μείνει; Α, ναι, στους δημοσιογράφους. Εντάξει μωρέ τη δουλειά τους κάνουν κι αυτοί τι να πω; Μετά, που λες, πήγα στην πλατεία Κουμουν­δούρου. Εκεί δεν είχα τόσο πρόβλημα με τους άλλους άστε­γους, όσο με το όχημα του δήμου. Περνούσε, ρε συ, και με έκανε λούτσα. Τα μάζεψα κι από κει και έφυγα. Ανηφόρισα προς Θησείο μεριά και κατασκήνωσα δίπλα απ’ τον ηλεκτρικό σταθμό. Εκεί ήταν καλά. Είχα και τα τυχερά μου από πολλούς περαστικούς. Αλλά και εκεί δεν έμεινα πολύ, μ’ έδιωξε μια μέ­ρα η δημοτική αστυνομία, έκανα κακό, λέει, στον τουρισμό μας. Τι να κάνω κι εγώ, τα μάζεψα κι άρχισα να ψάχνω για κάποια άλλη γωνιά εδώ, γύρω στην περιοχή. Μέχρι να βρω κοιμόμουν κρυφά στα παγκάκια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Μια μέρα, λοιπόν, εκεί που περιπλανιόμουν ανακάλυψα αυτή τη γωνίτσα δίπλα απ’ την εκκλησία. Μου άρεσε και άραξα. Ευτυχώς, η γειτονιά μέχρι τώρα δεν μου έχει δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα, αλλά ούτε και εγώ σ’ αυτή. Τελικά, είμαι τυχερός».

Ο Φοίβος Ιωνάς μόλις τον άκουσε να λέει ότι είναι τυχε­ρός, ξαφνιάστηκε. Ναι, αυτός ο άνθρωπος που δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό. Και να φανταστεί κανείς ότι υπάρχουν άνθρωποι, που ενώ έχουν τα πάντα, ποτέ δεν έχουν νοιώσει έτσι για τον εαυτό τους. Όλο μέσα στη γκρίνια είναι.

«Μένεις πολύ καιρό εκεί;»

«Μπα, απ΄τα Χριστούγεννα. Λοιπόν, αρκετά σε ζάλισα με τα δικά μου, ώρα να φεύγω τώρα, να πάω να στήσω, ξέρεις, και το ...λυόμενο» .

«Γιατί δεν κάθεσαι λίγο ακόμα; Έχεις να κάνεις κάτι άλ­λο;»

«Ε, όλο και κάτι έχω να κάνω».

«Σαν τι δηλαδή;»

«Απλά πράγματα, μωρέ, καθημερινά. Να κάνω το μπάνιο μου, να βάλω τα πέρφιουμ μου, να ντυθώ, να σενιαριστώ, κι ύστερα να μπω στην αμαξάρα μου και...όπου με βγάλει η νύ­χτα. Λεφτά υπάρχουν...» είπε δείχνοντας ταυτόχρονα τις ά­δειες τσέπες του. «Και ποιος ξέρει;» συνέχισε κλείνοντας πο­νηρά το μάτι του, «...μπορεί να έχω και τα τυχερά μου, και να ξυπνήσω το πρωί με κάποια κοπελιά στην αγκαλιά μου..»

Ο Φοίβος Ιωνάς ξέσπασε αμέσως σε γέλια.

«Να γελάς πιο συχνά, κάνει καλό, όπως επίσης και να χα­μογελάς».

«Γιατί; Κι αυτό κάνει καλό;»

«Όχι, αυτό σου πάει πολύ» γύρισε και του είπε με σοβαρό ύφος. «Λοιπόν, ας την κάνω τώρα».

«Γιατί δεν μένεις εδώ απόψε; Τραυματίας άνθρωπος είσαι, μπορεί να χρειαστείς κάτι».

«Μπα, πού να ξεβολεύομαι τώρα, άσε που δεν έχω και το μαξιλάρι μου μαζί».

«Α, μην ανησυχείς, έχω πολλά, δεν μπορεί ένα απ’ αυτά, σίγουρα, θα σου κάνει».

Ο άντρας τον κοίταξε με απορία. «Να σε ρωτήσω κάτι;»

«Ό,τι θες».

«Δεν φοβάσαι μήπως ξυπνήσεις το πρωί και να έχουν κά­νει φτερά τα κηροπήγια που έχεις πάνω στο τραπέζι σου;»

«Αφού είπες ότι δεν είσαι γεννημένος κλέφτης».

«Και με πίστεψες;»

«Ναι» αποκρίθηκε εκείνος με θάρρος.

«Καλά, τώρα με τσάκισες, ρε συ, με τσάκισες εντελώς».

«Πάντως, αν θέλεις μπορείς να τα πάρεις».

«Ποια;»

«Τα κηροπήγια»

«Ασημένια είναι;»

«Ναι, καθαρό ασήμι».

«Ρε συ, πολύ μυστήριο τρένο είσαι, πολύ μυστήριο λέ­με...».

«Και συ ένας που μου θυμίζει πολύ τον Γιάννη Αγιάννη».

«Ποιος είναι αυτός; Κανένας άγιος ή κάποιο φιλαράκι σου;» τον ρώτησε κλείνοντας το μάτι του πονηρά.

Ο Φοίβος Ιωνάς χαμογέλασε. «Όχι, είναι ένας απ’ τους κε­ντρικούς ήρωες των Αθλίων του Βίκτωρος Ουγκώ».

«Δεν ξέρω ούτε αυτόν τον Γιάννη Αϊ Γιάννη που είπες, ούτε τους άλλους, τους Άθλιους, ούτε κι αυτόν τον Ουγκώ».

«Είναι μια δυνατή και όμορφη ιστορία. Θα ήθελες να τη μάθεις;»

«Έχει περιπέτεια;»

«Ναι, πολύ».

«Ε, τότε είμαι όλος αυτιά» είπε και κάθισε πιο αναπαυτικά στον καναπέ.

Ο Φοίβος Ιωνάς άναψε τσιγάρο και άρχισε με λόγια απλά να του διηγείται την ιστορία των Αθλίων. Εκείνος άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον, γουρλώνοντας άλλες φορές τα μάτια από αγωνία,άλλες πετώντας διάφορα επιφωνήματα χαράς ή λύπης, κι άλλες χτυπώντας τα χέρια του από ενθουσιασμό.Με λίγα λόγια το ζούσε, συμπάσχοντας με τους ήρωες.Σαν να ήταν και εκείνος μαζί με τον Γιάννη Αγιάννη στον υπόνομο, μαζί με τον Μάριο και τον Γαβριά στα οδοφράγματα.Όταν ο Φοίβος Ιωνάς έφτασε στο σημείο εκείνο όπου ο Γιάννης Αγιάννης αντιμετωπίζει για τελευταία φορά τον Ιαβέρη, εκεί δίπλα στο ποτάμι, είδες την αγωνία του να κορυφώνεται, αν το καλό τε­λικά θα νικούσε το κακό. Και αναστέναξε με ανακούφιση ό­ταν ο Ιαβέρης, νικημένος πια απ’ τον Γιάννη Αγιάννη, έπεσε στο ποτάμι.

«Λοιπόν;Ωραία η ιστορία των Αθλίων;»τον ρώτησε ο ό­ταν τέλειωσε.

«Θέλει και ρώτημα; Δεν με είδες;»

«Ναι, νομίζω ότι σε συνεπήρε τελικά».

«Πάντως, είναι μεγάλη ιστορία, πολύ μεγάλη.Κι αυτός ο Ιαβέρης ε, μεγάλο μούτρο».

Πήγε να του πει ότι ο Ουγκώ τον εμπνεύστηκε από υπαρ­κτό πρόσωπο, εκείνο του Φρανσουά Ευγένιο Βιντόσκ, ο ο­ποίος κατείχε την ιδιότητα τόσο του αστυνομικού, όσο και του εγκληματία και ότι στο μυθιστόρημα αυτό εξετάζεται η φύση του καλού και του κακού και ο νόμος σε μία εκτεταμένη ιστο­ρία που περιλαμβάνει πολλά θέματα, όπως την ιστορία της Γαλλίας, την αρχιτεκτονική του Παρισιού, την πολιτική, την ηθική φιλοσοφία, το νόμο, τη θρησκεία και τα είδη και τη φύ­ση του έρωτα και της οικογενειακής αγάπης, προτίμησε όμως να μην τον φορτώσει με άλλες πληροφορίες και αναλύσεις. “Ναι, μεγάλο...”

«Και αυτός ο Ουγκώ, ούτε μέντιουμ να ήταν τελικά”.

Γιατί το λες;”

Γιατί την ιστορία αυτή, σίγουρα δεν την έγραψε μόνο για τους πατριώτες του αλλά και για μας”.

«Δεν έχεις άδικο. Άλλωστε το είχε πει και ο ίδιος ότι: Οι Άθλιοι γράφτηκαν για όλα τα έθνη. Δεν ξέρω αν θα διαβα­-στούν απ’ όλους, όμως εγώ για όλους τους έγραψα. Όπου ο άνθρωπος ζει αμόρφωτος και απελπισμένος, όπου η γυναίκα πουλάει το κορμί της για μια μπουκιά ψωμί, όπου το παι­- δί υποφέρει από αγραμματοσύνη κι από έλλειψη παιδείας, το βιβλίο των Αθλίων χτυπά την πόρτα φωνάζοντας δυνατά: «Ανοίξτε μου! Έρχομαι για σας! Στο σκοτεινό σημείο όπου βρίσκεται ο σημερινός πολιτισμός, ο άθλιος ονομάζεται ΑΝΘΡΩΠΟΣ, που αγωνιά κάτω απ’ όλα τα κλίματα».

«Έπρεπε, όμως, να πει και κάτι άλλο».

«Ποιο;»

«Ότι κάθε παλιοσύστημα έχει και τον Ιαβέρη του».

«Σωστό κι αυτό».

Και εκεί που νόμιζες ότι η συζήτηση είχε φουντώσει για τα καλά, ξαφνικά, μιαν αμήχανη σιωπή έπεσε ανάμεσά τους. Λες και ότι δεν είχαν πια τίποτ’ άλλο να πουν, τα είχαν όλα εξαντλήσει μέσα σε λίγες ώρες. Κι όμως, υπήρχε έντονα η αίσθηση ότι πολλά ήταν εκείνα που θα ήθελαν να πουν, κυρίως εκείνα που θα ήθελαν να μάθουν ο ένας για τον άλ­-λον. Αλλά κανείς απ’ τους δύο δεν τολμούσε να κάνει την αρχή. Ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον να γινόταν κι αυτό, ίσως...

«Πω, πω, πέρασε η ώρα» έσπασε καμιά φορά τη σιωπή ο Φοίβος Ιωνάς. «Τι λες; Πάμε για κείνα τα μαξιλάρια;»

«Όχι, μωρέ, καλύτερα να φύγω” είπε και σηκώθηκε.

Όπως θέλεις” είπε συγκαταβατικά ο Φοίβος και τον συ­νόδευσε μέχρι την εξώπορτα.

Σ' ευχαριστώ πολύ...” γύρισε και του είπε στο κατώφλι, βάζοντας συνάμα την παλάμη του το μέρος της καρδιάς.

Μην με ευχαριστείς και ό,τι χρειαστείς μη διστάσεις να χτυπήσεις την πόρτα μου. Φοίβος Ιωνάς είναι το όνομά μου”.

“Και το δικό μου Γιακουμής Μπάρκας. Λοιπόν, καλη­νύχτα. Και μην ξεχνάς να χαμογελάς, είπαμε, σου πάει πολύ».

Ο Φοίβος πήγε να τον ευχαριστήσει, αλλά εκείνος είχε ή­δη απομακρυνθεί πολύ. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου