Κυριακή, Ιουλίου 27, 2025

"Σαντίνα" - Βάνα Σμπαρούνη-Μυθιστόρημα-Audio book-Κεφάλαιο Δεύτερο


 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

Το επόμενο πρωί ξύπνησε με μ' ένα βάρος στο στήθος. Ανακάθισε για λίγο στο κρεβάτι μέχρι να νοιώσει καλύτερα κι ύστερα σηκώθηκε. Φόρεσε τη ρόμπα του και σέρνοντας τα πόδια του κατέβηκε στην κουζίνα. Έβαλε το τρανζίστορ να παίζει στη συχνότητα του δεύτερου προγράμματος μήπως και φτιάξει η διάθεσή του κι άρχισε να φτιάχνει το πρωΐνό. Ευτυ­χώς, σήμερα δεν είχε δουλειά, τα σκηνικά και τα κουστούμια τα είχε τελειώσει εδώ και μια εβδομάδα, οπότε ήταν μια καλή ευκαιρία να αδράξει τη μέρα. Όμως το βάρος που συνέχιζε να πλακώνει το στήθος του, δεν τον άφηνε να χαλαρώσει και να σκεφτεί πώς θα περνούσε τη μέρα του. Έτσι είχε να νοιώσει από την ημέρα που πέθανε η Χρύσα. Με το ίδιο βάρος είχε ξυπνήσει. Ποτέ δεν θα ξεχάσει εκείνο το πρωί, που του τηλε­φώνησε η Τζόγια, η γυναίκα που είχε βάλει να τη φυλάει και του είπε να κατέβει αμέσως στο νησί, γιατί η Χρύσα δεν ήταν καθόλου καλά. Από το σοκ, ούτε ένα βήμα δεν μπορούσε να κάνει, λες και είχε αποκτήσει ξαφνικά πήλινα πόδια. Μετά α­πό το σοκ, σειρά πήραν οι ενοχές, γιατί την άφησε να πάει να μείνει στο πατρικό της στο Τσιρίγο, ενώ γνώριζε τη σοβαρή κατάσταση της υγείας της. Δεν έπρεπε να την είχε ακούσει ότι ήθελε να πεθάνει στο σπίτι της, έπρεπε να είχε επιμείνει να μείνει μαζί του, να την περιθάλψει ο ίδιος. Από τότε που την έχασε δεν είχε περάσει μέρα που να μην την σκέφτεται, να μην δακρύζει για εκείνη. Ίσως γιατί ήταν ακόμα νωπός ο θά­νατός της. Πριν από ένα μήνα είχε φύγει για το αγύριστο τα­ξίδι. Βέβαια όσα χρόνια κι αν περάσουν, είναι σίγουρο ότι δεν πρόκειται ποτέ να ξεπεράσει το χαμό της. Η Χρύσα Ιωνά ήταν για εκείνον ο μοναδικός άνθρωπος που είχε στον κόσμο.
Για να φτιάξει τη διάθεσή του είπε να μην πάρει αυτή τη φορά το πρωινό του στον πάγκο της κουζίνας αλλά στην τρα­πεζαρία, στρώνοντας ένα τραπεζομάντιλο με πλεκτή δαντέλα και για σερβίτσιο ένα ιταλικής προέλευσης, συγκεκριμένα εκείνο με τις ρομαντικές παραστάσεις, τις χρυσές λεπτομέ­ρειες και την ιριδίζουσα βαφή. Όμως το ξανασκέφτηκε. Τελι­κά, θα έπαιρνε το πρωινό του στο πάγκο της κουζίνας.
Κάθισε, λοιπόν, στο ξύλινο σκαμπό και πήρε μπροστά του τον δίσκο με το πρωινό που είχε φτιάξει. Όμως είχε τόσο κακή διάθεση, που μόνο καφέ ήθελε εκείνη τη στιγμή, δεν του κατέβαινε τίποτα άλλο κάτω. Μαζί με το καφέ είπε να ανάψει κι ένα τσιγάρο, το πρώτο της μέρας, όταν άκουσε δίπλα του το κινητό του να χτυπάει. “Ποιος να είναι άραγε;” αναρωτήθηκε και το σήκωσε. Απ' την άλλη άκρη της γραμμής άκουσε μια γλυκιά γυναικεία φωνή να του λέει: “Καλή σας μέρα κύριε Ιωνά. Είμαι η Ελένη, από το συμβολαιογραφείο του κύριου Ευθυμίου”.
“Καλημέρα σας κυρία Ελένη”.
“Κύριε Ιωνά, πήρα να σας πω, ότι στον κύριο Ευθυ­ μίου έτυχε κάτι έκτακτο, προσωπικής φύσεως, και πρόκειται να καθυστερήσει σήμερα να έρθει στο γραφείο του. Σας παρακαλεί, το ραντεβού σας, που ήταν για σήμερα στις δέκα, να μετατεθεί μία ώρα αργότερα, δηλαδή, για τις έντεκα. Σας ζητάει συγγνώμη, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, καταλαβαίνετε...”.
“Φυσικά και καταλαβαίνω, δεν υπάρχει πρόβλημα. Ευτυ­χώς, που προέκυψε αυτό το έκτακτο στον κύριο Ευθυμίου και μου τηλεφωνήσατε, γιατί στο μυαλό μου είχα σημειώσει ότι το ραντεβού μας ήταν για αύριο κι όχι για σήμερα. Λοιπόν, τα λέμε στις έντεκα...” είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Κοίταξε την ώρα στο κινητό του.Είχε μπροστά του αρκε­-τό χρόνο για να ετοιμαστεί. Πήρε τον καφέ του και ανέβη­- κε πάνω. Έκανε ένα μπάνιο, κι ύστερα πήγε στο δωμάτιό του και ντύθηκε. Ήπιε μονορούφι τον καφέ του, φόρεσε το καμηλό παλτό του, τύλιξε δυο φορές στο λαιμό του ένα μάλλινο καφέ κασκόλ και κατέβηκε κάτω. Πήρε την ομπρέ­- λα του από το πόρτ μαντό και έφυγε.
Διέσχισε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και έφτασε στη λεω­φόρο Όλγας. Θα μπορούσε να πάει με τα πόδια στο συμβο­λαιογραφείο του Ευθυμίου, αλλά έβρεχε πολύ εκείνη την ώρα και θα γινόταν μούσκεμα. Πέρασε απέναντι στους στύλους του Ολυμπίου Διός όπου και πήρε ένα ταξί, ζητώντας από τον ταξιτζή να τον πάει Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους. Ο δρόμος είχε πολύ κίνηση, γιατί όλοι, λόγω του καιρού, είχαν πάρει τα αυτοκίνητά τους. Ο ταξιτζής αγανακτισμένος άλλες φορές ξεφύσαγε χτυπώντας το τιμόνι, κι άλλες κατέβαζε ό,τι θείο υπήρχε και δεν υπήρχε. Ο Φοίβος δεν έδινε σημασία, τη σκέψη του την είχε μονοπωλήσει το ραντεβού του με τον συμ­βολαιογράφο. Σήμερα ήταν η μέρα που ανοιγόταν η διαθήκη της Χρύσας. Τελικά, μπορεί αυτό να ήταν και η αιτία για το βάρος που ένοιωθε στο στήθος του απ' το πρωί. Δεν τον εν­διέφερε ποιο θα ήταν το περιεχόμενο της, αν του άφηνε κάτι ή όχι, αυτό ούτε που το είχε σκεφτεί ποτέ, εκείνο που τον έ­νοιαζε ήταν ότι θα ζοριζόταν ψυχικά, όταν θα έφερνε πάλι στο μυαλό του την ώρα του θανάτου της. Τη στιγμή εκείνη που της κρατούσε το χέρι και της χάιδευε τα άσπρα της μαλλιά λί­γο πριν αφήσει την τελευταία της πνοή. Αυτό ήταν που δεν άντεχε. Όλα τα άλλα, τα τυπικά, του ήταν παντελώς αδιάφο­ρα.
Κάποια στιγμή, εκεί στο ύψος του Πανεπιστημίου, κόλ­λησαν.“Βλέπω να ξημερωνόμαστε εδώ” είπε ο ταξιτζής και κάνοντας μια νευρική κίνηση άνοιξε το παράθυρο και ρώτησε δίπλα έναν άλλον ταξιτζή αν τρέχει κάτι. “Δεν ξέρω ρε συνά­δελφε” είπε εκείνος και γύρισε αλλού το κεφάλι του. Ο ταξι­τζής κοίταξε απ' το καθρεφτάκι τον Φοίβο και τον ρώτησε αν θα τον ενοχλούσε να ανάψει τσιγάρο. “Όχι, δεν με ενοχλεί, άλλωστε και εγώ καπνίζω”. “Ε, τότε άναψε και συ να μου κάνεις παρέα” είπε και έστριψε ένα. Μετά άρχισε να ψάχνει στο ραδιόφωνο για κανένα σταθμό. Έπιασε έναν που κείνη την ώρα είχε μια πολιτική εκπομπή, συγκεκριμένα δύο δημο­σιογράφοι σχολίαζαν κάποιους πολιτικούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μέσα σ' αυτούς και τον Μιχάλη Θεονάκο. “Και λίγα τους σούρνουνε και ειδικά για αυτόν τον Θεονάκο. Καλά μιλάμε για μεγάλο λαμόγιο” πετάχτηκε και είπε ο ταξι­τζής. “Αλλά δεν φταίει αυτός, εμείς φταίμε, που τον ψηφίσα­με. Δίκιο δεν έχω πατριώτη;” γύρισε και ρώτησε τον Φοίβο. Εκείνος προτίμησε να μην απαντήσει. Δεν τον ενδιέφερε, α­διαφορούσε παντελώς για όσα έλεγαν για τον πατέρα του. Πάντως, το τελευταίο διάστημα έβλεπε ότι όλο και περισσό­τερο ακουγόταν το όνομά του, και αυτό όχι για καλό.
Καμιά φορά ο δρόμος άνοιξε.“Επιτέλους!” έκανε ο ταξι­τζής, και κάνοντας έναν ελιγμό μπήκε μπροστά απ' ένα άλλο ταξί και έφυγε πρώτος από το φανάρι. Μέσα σε λίγα λεπτά εί­χαν φτάσει. Ο Φοίβος τον πλήρωσε και κατέβηκε.
Το συμβολαιογραφείο βρισκόταν επί της Θεμιστοκλέους, λίγα μέτρα πριν την Ακαδημίας. Σ' ένα δρόμο απ' τους πιο πα­λιούς της Αθήνας με γεμάτο αντιθέσεις. Όσες φορές τον είχε περπατήσει είχε την αίσθηση ότι βρισκόταν μέσα σ' ένα κινη­ματογραφικό πλάνο. Από τη μια υπήρχαν εγκαταλλειμένα νεο­κλασσικά, με την ταμπέλα ενοικιάζεται ,απ' την άλλη γραφεία, τυπογραφεία, βιβλιοπωλεία, δισκάδικα, ουζερί, που κάθε ένα απ' αυτά είχε να πει και από μια ιστορία. Με λίγα λόγια ένας τόπος συνάντησης και μάζωξης ανθρώπων όλων των ηλικιών, των εθνικοτήτων και των κοινωνικών τάξεων, ένας δρόμος προς εξερεύνηση, που όποιος ήθελε να τον περπατήσει, σίγουρα κάθε φορά θα ανακάλυπτε και κάτι διαφορετικό.
Το γραφείο του Ευθυμίου ήταν στο τρίτο όροφο μιας πα­λιάς πολυκατοικίας, στο τέλος ενός σκοτεινού και υγρού δια­δρόμου.Χτύπησε μια φορά το κουδούνι και περίμενε. Μετά α­πό μερικά λεπτά η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μπροστά του μια γυναίκα ντυμένη μ' ένα αυστηρό επαγγελματικό γκρι κουστούμι, εκεί γύρω στα σαράντα. Πρέπει να ήταν η γραμ­ματέας του συμβολαιογράφου.
“Ο κύριος Ιωνάς;” ρώτησε.
“Ναι”.
“Εγώ, είμαι η Ελένη. Παρακαλώ περάστε” του είπε ευγε­νικά, “ο κύριος Ευθυμίου σας περιμένει”.
Ο Φοίβος με το που μπήκε στο γραφείο του συμβολαιο­γράφου ένοιωσε περίεργα, παράξενα. Ίσως επειδή ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν ένα συμβολαιογραφείο, ίσως πάλι έφταιγε η ατμόσφαιρα, αυτή η βαριά, μουντή και γκρίζα που επικρατούσε εκεί μέσα όχι μόνο από την επίπλωση, αλλά και από τις ιστορίες που είχαν διαδραματιστεί όλα αυτά τα χρόνια εκεί μέσα και είχαν αφήσει βαθιά τα αποτυπώματά τους. Αναρωτήθηκε, πόσες χαρές, πόσες ελπίδες, πόσες λύπες και πόσες τελευταίες επιθυμίες είχαν ακουστεί μέσα σ' αυτούς τους τέσσερις τοίχους; Πόσες συνωμοτικές άλλοτε μικρές, κι άλλοτε μεγάλες μαζώξεις μπορεί να είχαν γίνει; Πόσες ζωές μπορεί να είχαν πουληθεί; Πόσα όνειρα να είχαν αγοραστεί και πόσες επιθυμίες να είχαν γραφτεί; Αλήθεια, πόσοι να είχαν φύγει από εκεί γελαστοί, πόσοι αμήχανοι και πόσοι λυπημέ­νοι;
Μ' αυτά τα ερωτήματα και τις σκέψεις, ο Φοίβος πήγε και κάθισε στη φθαρμένη δερμάτινη πολυθρόνα, που ήταν απένα­ντι από το ξύλινο σκαλιστό γραφείου του συμβολαιογράφου. Ο Ευθυμίου εκείνη την στιγμή μιλούσε στο τηλέφωνο. Δεν ή­ταν νέος, ούτε καν μεσήλικας, ένα γεροντάκι ήταν με κυρτές πλάτες, που αν εξαιρούσες το κάπως ανεξιχνίαστο βλέμμα του, ήταν πολύ συμπαθητικό μέσα στο κλασικό μαύρο του κοστούμι. Κάποια στιγμή τελείωσε το τηλεφώνημα και θέλη­-σε να απολογηθεί για αυτή την καθυστέρηση. “Συγγνώμη κύ­ριε Ιωνά, αλλά η δουλειά, καταλαβαίνετε...”.
“Μην ανησυχείτε, καταλαβαίνω...”.
“Λοιπόν, αν δεν έχετε αντίρρηση, μπορούμε να ξεκινή­σουμε, άλλωστε δεν περιμένουμε κανέναν άλλον”.
“Καμία αντίρρηση κύριε Ευθυμίου”.
Ο συμβολαιογράφος χωρίς να κάνει κάποιο πρόλογο έβγα­λε ένα χαρτί απ' ένα φάκελο, που ήταν πάνω στο γραφείο του κι άρχισε να διαβάζει αργά και καθαρά. Τελικά, η Χρύσα Ιωνά είχε κάνει ιδιόχειρη διαθήκη, στην οποία άφηνε όλη την κι­νητή και ακίνητη περιουσία της στον Φοίβο. Συγκεκριμένα του άφηνε το σπίτι της στη χώρα των Κυθήρων, το κτήμα της σ' έναν παραλιακό οικισμό και μια βαλίτσα με το κλειδί της. Του έκανε εντύπωση για τη βαλίτσα και θέλησε αμέσως να ρωτήσει. “Συγγνώμη,που διακόπτω, αλλά γνωρίζετε τι είναι αυτή η βαλίτσα;”
“Αν εννοείτε τι περιέχει, όχι δεν γνωρίζω, δεν έχει κάνει καμιά περιγραφή η συχωρεμένη, απλά λέει ότι αφήνει μια βα­λίτσα με το κλειδί της.Πάντως, πρέπει να περικλείει κάποια πράγματα μέσα, γιατί είναι κάπως βαριά”.
“Πρόκειται να μου την παραδώσετε σήμερα;”
“Καταλαβαίνω, ανυπομονείτε να δείτε το περιεχόμενό της. Μην ανησυχείτε, σε λίγη ώρα θα έχετε τα πάντα στα χέρια σας, τους τίτλους ιδιοκτησίας καθώς και τη βαλίτσα” είπε και συνέχισε να διαβάζει.
Όταν καμιά φορά τέλειωσε, ο συμβολαιογράφος έβαλε πάλι το χαρτί μέσα στο φάκελο και τον έκλεισε. “Αυτό ήταν, τώρα ας μπούμε στα πρακτικά ζητήματα” είπε και κάλεσε τη γραμματέα του να του φέρει κάτι χαρτιά. “Όλα έτοιμα Ελέ­νη;” τη ρώτησε.
“Ναι, κύριε Ευθυμίου” απάντησε εκείνη και του τα έδω­σε.
“Οπότε ο κύριος Ιωνάς μπορεί να τα υπογράψει”.
“Φυσικά”.
Ο συμβολαιογράφος γύρισε προς την μεριά του Φοίβο. “Κύριε Ιωνά, θα πρέπει να υπογράψετε αυτά τα χαρτιά” του είπε και του έδωσε ένα στυλό.
Οι υπογραφές δεν κράτησαν πολύ. Ευτυχώς, η γραμμα­τέας ήταν αρκετά κατατοπιστική και δεν χρειάστηκε να ρω­τάει και να ξαναρωτάει σε ποια σημεία έπρεπε να βάζει την υπογραφή του.
Ήταν πια μεσημέρι όταν έφυγε από το συμβολαιογραφείο. Κρατώντας στο αριστερό χέρι τη βαλίτσα, που η γραμματέας είχε φροντίσει να τη βάλει μέσα σε μια μεγάλη πλαστική σα­κούλα και στο δεξί την ομπρέλα, βγήκε στην Ακαδημίας και πήρε ένα ταξί. Αυτή τη φορά, παρότι ήταν μεσημέρι και έβρε­χε δυνατά, οι δρόμοι, παραδόξως, δεν είχαν κίνηση και έφτα­σε στο σπίτι γρήγορα. Με το που μπήκε μέσα πήγε κατ' ευ­θείαν στο σαλόνι. Πέταξε από πάνω του το παλτό και κάθισε στον καναπέ. Ανυπομονούσε να δει τη βαλίτσα. Έφερε, λοι­πόν, μπροστά του τη σακούλα, έβγαλε από μέσα τη βαλίτσα και άρχισε να την περιεργάζεται. Δεν ήταν μια συνηθισμένη βαλίτσα, αλλά μια vintage πολύ ιδιαίτερη, όχι μεγάλη, με­σαίου μεγέθους, που κάποιος ζωγράφος, αρκετά ευφάνταστος, είχε χρησιμοποιήσει την επιφάνειά της ως ιδανικό καμβά, ώσ­τε να ζωγραφίσει ένα χρυσό δειλινό στο Grande Canale της Βενετίας. Γνώριζε ότι της Χρύσας της άρεσαν τα παλιά αντι­κείμενα, αλλά όχι αυτού του είδους, δεν ήταν του γούστου της. Εκείνη είχε αδυναμία σε άλλα πράγματα, όπως στις πα­λιές δαντέλες, στα σεμέν με βελονάκι, στα κεντίδια και στα υφαντά.
Έβγαλε απ' τη τσέπη του το κλειδί και άρχισε να το στρι­φογυρίζει στα δάχτυλά του. Απ' τη μια τον έτρωγε η περιέρ­γεια να την ανοίξει, απ΄ την άλλη όμως το σκεφτόταν και να το κάνει. Ποιος του βεβαίωνε ότι ήταν μια απλή βαλίτσα και όχι το κουτί της Πανδώρας;
Άφησε το κλειδί πάνω στη βαλίτσα και σηκώθηκε. Όχι, δεν ήταν ακόμα έτοιμος να την ανοίξει. Φόρεσε το παλτό του και βγήκε έξω. Είχε πολύ μεγάλη ανάγκη να περπατήσει, να καθαρίσει το μυαλό του απ' τις σκέψεις. Εκείνη την ώρα έπε­φτε μια ψιλή βροχή, όμως δεν τον ένοιαζε, που μέσα στη φού­ρια του να βγει έξω, είχε ξεχάσει να πάρει ομπρέλα. Κατηφό­ρισε με βήματα αργά την Ηρακλειδών και έφτασε μέχρι τον ηλεκτρικό σταθμό. Χάζεψε λίγο τα πέριξ και πήρε ξανά τον δρόμο της επιστροφής. Στο ύψος της Αγίας Μαρίνας κοντο­στάθηκε. Αν θυμόταν καλά, ο Γιακουμής, αυτός που είχε περι­θάλψει χθες στο σπίτι του, του είχε πει ότι εκεί στην εκκλησία είχε στήσει το...τσαρδί του. Χωρίς να το πολυσκεφθεί έστριψε δεξιά και τράβηξε προς τα εκεί, ελπίζοντας να τον βρει και να τον προσκαλέσει να πάνε να φάμε μαζί σε καμιά ταβέρνα. Δυστυχώς, ούτε αυτός, ούτε και τα πράγματά του ήταν εκεί. Μπορεί να είχε βρει άλλη γωνιά, ή για κάποιο λόγο να του εί­χε πει ψέμματα ότι είχε κατασκηνώσει εκεί. Είπε να ρωτήσει κάποιον απ' τη γειτονιά, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν κυκλοφο­ρούσε ψυχή ζώσα. Έκανε μεταβολή να φύγει όταν είδε, ξαφ­νικά, μια κυρία μεγάλης ηλικίας να κατεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας. Την πλησίασε και ευγενικά τη ρώτησε: “Συγγνώμη κυρία μου, μένετε εδώ;”
Εκείνη τον κοίταξε γεμάτη καχυποψία. “Γιατί ρωτάτε; Τι θέλετε να μάθετε;” τον ρώτησε δειλά, σφίγγοντας την τσάντα της πάνω στον κόρφο της. Φοβόταν μήπως ήταν κανένας κλέ­φτης, που ήθελε να της την αρπάξει.
Ο Φοίβος το κατάλαβε και έκανε δυο βήματα πίσω. “Εν­διαφέρομαι για κάποιον άστεγο που μένει εδώ, δίπλα στα σκα­λιά της εκκλησίας. Μήπως τον γνωρίζετε;”.
“Δεν μένει κανένας άστεγος εδώ. Δεν επιτρέπουμε σε κα­νένα άπλυτο να βρωμάει την εκκλησία και τη γειτονιά μας”.
Αν και ήθελε να της απαντήσει ανάλογα, προτίμησε να φύγει.
Έφτασε στο σπίτι μούσκεμα. Επόμενο ήταν, μετά από τό­ση ώρα κάτω απ' τη βροχή χωρίς ομπρέλα. Ανέβηκε στην κρε­βατοκάμαρα, πέταξε τα βρεγμένα ρούχα και πήγε κατ' ευθείαν στο μπάνιο να κάνει ένα ζεστό ντους, που τόση ανάγκη το είχε εκείνη τη στιγμή. Όση ώρα έπεφτε λυτρωτικά πάνω στο γυμνό κορμί του το νερό, σκεφτόταν πόσο ωραίο θα ήταν αν δραπέ­τευε για λίγο από το κλεινόν άστυ. Γιατί όχι; Τα σκηνικά και τα κουστούμια για την παράσταση τα είχε τελειώσει και άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις δεν είχε, οπότε θα μπορούσε να λείψει για λίγο, έστω για μια, δυο μέρες. Μέχρι να σκουπιστεί το είχε αποφασίσει. Ναι, θα έφευγε κι όχι προς άγνωστη κα­τεύθυνση, ήξερε πού θα πήγαινε. Σ' έναν απ' τους αγαπημέ­νους του προορισμούς.
Είχε βραδιάσει για τα καλά όταν η Βιτόρια αποφάσισε να κλείσει το παλαιοβιβλιοπωλείο και να ανέβει πάνω στο σπίτι να ξεκουραστεί. Από το πρωί δεν είχε κάνει ρούπι από εκεί, σήμερα είχε έρθει μια μεγάλη παραγγελία με βιβλία και έπρεπε να μείνει και το μεσημέρι να τα ταξινομήσει και να τα βάλει στα ράφια.
Το παλαιοβιβλιοπωλείο της ήταν χωμένο σ' ένα από τα γραφικά σοκάκια στην καρδιά της καστροπολιτείας της Μο­νεμβασιάς. Ένα δίπατο παραδοσιακό πέτρινο κτίσμα, που με την λιτή και απέριττη ομορφιά του στόλιζε κι αυτό μαζί με τ' άλλα αρχοντόσπιτα μοναδικά το γεμάτο μυρωδιές και χρώμα­τα σοκάκι. Ένας ιδιαίτερος χώρος, που κάθε δωμάτιο του ήταν σαν ένα κεφάλαιο μυθιστορήματος. Ένας όμορφος, ατμο­σφαιρικός και φιλικός χώρος, φτιαγμένος με μεράκι, που όταν έμπαινες μέσα αρκούσε μόνο η μυρωδιά του από τα δερμα­τόδετα βιβλία, μόνο ο ήχος από το τρίξιμο της ξύλινης σκά­λας, που σκαρφάλωνε μέχρι το ταβάνι, για να χαμογελάσεις. Ένας μικρόκοσμος από αυθεντικά πραγματάκια, όπως πένες για κονδυλοφόρο, παλιά ρολόγια τσέπης, κλειδιά, ασπρό­μαυρες φωτογραφίες, κάρτ ποστάλ απ' όλο τον κόσμο, καθώς και ημερολόγια και εφημερίδες χρόνων παλιών. Έναν ολόκλη­ρο χρόνο της πήρε να φτιάξει τον μικρό αυτό ναό της γνώ­σης, να τον ντύσει με τρυφερές αγκαλιές και γλυκιές απαντο­χές και κάτι παραπάνω για να ανοίξει τα μονοπάτια όλα αυτά που θα οδηγούσαν σε άλλες εποχές. Και τα κατάφερε, όταν τον συναντούσαν, αυτός με έναν μαγικό τρόπο αμέσως τους ζέσταινε τον νου και την καρδιά. Στην πίσω μεριά του παλαιο­βιβλιοπωλείου υπήρχε ένα μικρό δωμάτιο, όπου η Βιτόρια το είχε διαμορφώσει σε έναν κουκλίστικο ξενώνα. Εκεί έβρισκαν καταφύγιο για λίγες ώρες ή και μέρες αρκετοί ταξιδιώτες. Το μόνο που ζητούσε απ' αυτούς ήταν να διαβάζουν βιβλία, να της λένε ιστορίες απ' τους τόπους τους, μια και της άρεσαν πολύ οι θρύλοι και τα λαϊκά παραμύθια, και να τη βοηθάνε σε κάποιες δουλειές στο βιβλιοπωλείο. Στον πάνω όροφο υπήρχε το σπίτι, όπου έμενε. Είχε δύο υπνοδωμάτια, μια σάλα και ένα καθιστικό μαζί με την κουζίνα. Όμως το εντυπωσιακότερο όλων ήταν η ταράτσα με θέα τη θάλασσα. Εκεί οι ταξιδιώτες μπορούσαν να καθίσουν στον ξύλινο καναπέ ή στο ανάκλι­ντρο και να ατενίσουν το απέραντο πέλαγος, να απολαύσουν μαγικά δειλινά, βραδιές με πανσέληνο, ή ακόμα και να διαβά­σουν τον ουρανό και τ' άστρα με το τηλεσκόπιο όπου είχε τοποθετήσει στην άκρια της ταράτσας. Εκτός από την ρομάν­τζα οι ταξιδιώτες μπορούσαν να ξεναγηθούν και στο εργα­στήριό της, που βρισκόταν σ' ένα δωμάτιο του πάνω ορόφου, συγκεκριμένα στο βορινό μέρος, όπου εκεί η Βιτόρια έκανε τη συντήρηση και τη βιβλιοδεσία παλιών βιβλίων. Μια τέχνη πιο παλιά και από την τυπογραφία, που την γνώρισε εντελώς τυ­χαία σ' ένα ταξίδι της στη Βενετία, όταν σε μια βόλτα της στο Ντορσοντούρο, η ματιά της έπεσε πάνω στη βιτρίνα με κάτι χειροποίητα δερματόδετα βιβλία ενός βιβλιοδετείου. Εντυπω­σιάστηκε τόσο πολύ, που είπε στον εαυτόν της πως αυτή την τέχνη οπωσδήποτε έπρεπε να την μάθει. Και την έμαθε δίπλα σ' έναν από τους πιο παλιούς βιβλιοδέτες. Άλλωστε από μικρή της άρεσε ό,τι είχε σχέση με το παλιό και κουβαλούσε την αύρα του χθες. Αυτό ίσως οφειλόταν ότι είχε γεννηθεί σε μια πόλη μουσείο, στη Φλωρεντία και μεγαλώσει σ' ένα σπίτι ό­που εκτός από τις βιβλιοθήκες σε κάθε δωμάτιο, τα πάντα μέ­σα σ' αυτό είχαν να διηγηθούν και από μια ιστορία, ίσως πάλι να οφειλόταν και στους γονείς της, μια και η μητέρα της, η Τζουλιέτα Μασκάτι, ήταν μεταφράστρια λογοτεχνικών βι­βλίων και ο πατέρας της, ο Αντόνιο Ρομάνο, εκδότης. Δεν ή­ταν, λοιπόν, τυχαίο, ότι η Βιτόρια θέλησε να σπουδάσει κλα­σική λογοτεχνία καθώς και ιστορία της τέχνης. Στην Ελλάδα την έφερε η αγάπη της για τον πολιτισμό της. Για δύο ολόκλη­ρα χρόνια τη γύρισε απ' άκρη σ' άκρη, μαθαίνοντας τα ελληνι­κά σαν να ήταν η μητρική της γλώσσα. Σ΄ένα οδοιπορικό της στη Πελοπόννησο ερωτεύτηκε το πέτρινο καράβι του Ρίτσου, τη Μονεμβάσια. Γοητεύτηκε από το βράχο αυτό της λακω­νικής γης, που έμοιαζε σαν να ταξιδεύει στο ανοικτό πέλαγος. Μαγεύτηκε απ' την ανεπιτήδευτη ομορφιά της. Ξετρελάθηκε όταν περπάτησε ανάμεσα στα πλακόστρωτα καλντερίμια της, όταν ανέβηκε στην πάνω πόλη και αγνάντευσε από εκεί το γα­λάζιο της θάλασσας και του ουρανού, εκεί για πρώτη φορά έ­νοιωσε πως αντάμωσε το θεό της. Αλλά αυτό που την ενθου­σίασε πιο πολύ ήταν όταν φανερώθηκε μπροστά της το δίπατο από πέτρα αρχοντικό με τα κόκκινα κεραμίδια, με τα παρα­θυρόφυλλα και με την πόρτα στο χρώμα της θάλασσας. Και όχι μόνο. Κι όταν το μάτι της έπεσε πάνω στην ξύλινη επι­γραφή που έγραφε πωλείται. Άσκησε τόση γοητεία πάνω της, που αποφάσισε να το αγοράσει και να ζήσει εκεί, αφήνοντας πίσω στην πατρίδα της όχι μόνο μια λαμπρή πανεπιστημιακή καριέρα, αλλά και μια ζωή που δεν είχε τίποτα το κοινό με ε­κείνη της Μονεμβασιάς. Και μέχρι τώρα δεν το έχει μετα­νοιώσει, γιατί το κομμάτι αυτό γης μέσα στη θάλασσα κάθε μέρα την κερδίζει, φυσικά και αβίαστα.
Είχε πάει να πάρει τη ζακέτα της από το πόρτ μαντό, που ήταν στο δωμάτιο με τα ξένα βιβλία, όταν άκουσε το μαντε­μένιο καμπανάκι της εξώπορτας να χτυπάει. Σίγουρη ότι ήταν η Ευρυδίκη, η κοπέλα που δούλευε στο παλαιοβιβλιοπωλείο της, και όχι κάποιος πελάτης- ήταν ήδη πολύ αργά για να μπει πελάτης στο μαγαζί- δεν έκανε τον κόπο να πάει να δει. “Τι ξέχασες πάλι τρελοκόριτσο; Έλα, σ' ακούω...”
Αντί απάντησης άκουσε κάποιον να ξεροβήχει. Παρα­ξενεύτηκε. Την Ευρυδίκη μετά από τόσο καιρό την ήξερε απ' έξω και ανακατωτά, δεν θα αντιδρούσε έτσι, θα της απα­ντούσε με κάτι ανάλογο. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που άφηνε να της πέσει κουβέντα κάτω. “Ευρυδίκη..!” φώναξε το όνομά της και έτρεξε αμέσως να δει, χωρίς να καταλάβει ότι απ' τη βιασύνη της είχε φορέσει ανάποδα τη ζακέτα της, μια πολύχρωμη ζακέτα πλεγμένη από τα χεράκια της Φωτούλας, της γυναίκας, που την βοηθούσε στις δουλειές του βιβλιο­πωλείου και του σπιτιού.
Κι έμεινε άφωνη, ακίνητη για μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει ποιος ήταν αυτός, που στεκόταν απέ­ναντι της με τα χέρια του ορθάνοιχτα να την αγκαλιάσουν.
“Foivo; Il amico mio1, voi;”
“Io, Vittoria Romano, Ιο...” 2
Συγκινημένη έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά του. “Δεν το πιστεύω ότι είσαι εδώ” έλεγε και ξανάλεγε, “δεν το πι­στεύω”.
“Κι΄ όμως, είμαι εδώ μπροστά σου με σάρκα και οστά” της είπε χαϊδεύοντας τρυφερά τα μαλλιά της.
“Έλα να καθίσουμε ” του είπε και τον πήρε απ' το χέρι. “Να εδώ...”, και του έδειξε τον καναπέ, που ήταν μπροστά απ' την βιβλιοθήκη. “Τι να σε φιλέψω; Πεινάς; Να φτιάξω μια μα­καρονάδα; Δεν είναι τίποτα, στο τσακ θα γίνει. Εκτός αν θέ­λεις κάτι άλλο, μια μπρουσκέτα ας πούμε, no problema, έχω όλα τα υλικά. Τι λες;”
“Εγώ λέω πρώτα να πάρεις μιαν ανάσα και δεύτερον με έναν καφέ θα είμαι μια χαρά”.
“Aspettare...”3 είπε και πήγε κατ' ευθείαν στη κουζίνα για να επιστρέψει μερικά λεπτά αργότερα με ένα δίσκο γεμάτο καλούδια.
“Αυτά cara είναι για να φάει ένας λόχος, και απ' ό,τι βλέ­πω είμαστε μόνο εμείς οι δύο” είπε και τη βοήθησε να βάλει τον δίσκο πάνω στο ξύλινο τραπέζι, που ήταν μπροστά απ' τον καναπέ. “Αλήθεια, γιατί φοράς ανάποδα την ζακέτα; Μήπως λανσάρεις νέα μόδα, ικανή σε έχω”.
“Μπα! για να μην με ματιάζουν”.
“Τελικά, δεν έχεις αλλάξει καθόλου, συνεχίζεις να είσαι μια τρελή, τρελή σαραντάρα”.
“Τριανταπεντάρα παρακαλώ, τριανταπεντάρα...” τον διόρθωσε.
“Έχεις δίκιο, όλο το ξεχνάω ότι είμαστε συνομίληκοι. Συγγνώμη cara που σου φόρτωσα πέντε χρονάκια στις όμορ­φες πλάτες σου. Τέλος πάντων, για πες μου τώρα, πώς είσαι;”
“Καλά”.
“Και πώς περνάς;”.
“Δημιουργικά”.
“Αν δεν ήξερα ότι είσαι εκατό τα εκατό Ιταλίδα, θα έκο­βα το κεφάλι μου ότι έχεις και κάποια ρίζα από τούτο εδώ τον τόπο”.
“Χα, χα, εξαιτίας της λακωνικής μου απάντησης;”
“Ε, ναι. Αν και δεν νομίζω ότι, εσύ η μέχρι το μεδούλι αναγεννησιακή ύπαρξη, θα μπορούσε να έχει κάτι κοινό με τη λακωνική σκέψη και νοοτροπία”.
“Ενώ εσύ έχεις, ας γελάσω”.
“Βιτόρια, μην ξεχνάς ότι κατά το ήμισυ είμαι Λάκωνας”.
“Κι όμως δεν έχεις τίποτα πάνω σου, που να μαρτυρεί κάτι τέτοιο,πίστεψέ με, τίποτα. Ας είναι, πες μου τώρα, ποιος καλός άνεμος σε έφερε κατά δω;”
“Ήθελα να ξεφύγω λίγο, το τελευταίο διάστημα δεν εί­μαι καλά ψυχολογικά”.
“Λόγω της Χρύσας να υποθέσω”.
“Ναι”.
“Είναι φυσικό, η Χρύσα ήταν σαν μητέρα σου”.
“Όχι σαν..., ήταν η μητέρα μου”.
Η Βιτόρια είδε ότι πράγματι δεν ήταν στα πάνω του και είπε να αλλάξει κουβέντα. “Τι θέλεις να κάνουμε; Μήπως θέ­λεις να πάμε κάπου έξω να φάμε;”
“Όχι, προτιμώ να μείνουμε σπίτι, να τα πούμε όπως πα­λιά, πίνοντας ένα κρασάκι. Έχω φέρει το αγαπημένο μας”.
“Perfetto!4” έκανε με ενθουσιασμό η Βιτόρια. “Λοιπόν, πήγαινε εσύ πάνω, εγώ στο μεταξύ κλειδώνω και έρχομαι.
Ο Φοίβος πήρε τα μπαγκάζια του και ανέβηκε πάνω στο σπίτι. Με το που μπήκε το πρώτο που έκανε ήταν να πάει στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του και μετά να τρέξει βολίδα στην κουζίνα να φτιάξει ένα ωραίο ταμπλό με ιταλικά τυριά και αλλαντικά που είχε αγοράσει απ' ένα ντελικατέσεν λίγο πριν φύγει απ' την Αθήνα και ταίριαζαν ιδανικά με το κόκκινο κρασί. Ήθελε να τα ετοιμάσει πριν ανέβει η Βιτόρια για να της κάνει έκπληξη. Ευτυχώς, από τις τόσες φορές που είχε έρθει και είχε μείνει στο σπίτι της αγαπημένης του φίλης, είχε μάθει πια τα κατατόπια και ετοίμασε το ταμπλό σε χρόνο ντετέ. Πρόλαβε ακόμα και να στρώσει το μικρό τραπέζι του σαλονιού. Άναψε και μερικά ρεσό, έβαλε κι ένα cd με ορχη­στρική μουσική να παίζει απαλά και σερβίρισε και στα ποτή­ρια το κρασί. Τελικά με όλα αυτά, η ψυχολογία του είχε αρχί­σει να φτιάχνει.
Η Βιτόρια ανέβηκε μετά από λίγη ώρα. “Ω!, Τι όμορφα που είναι...” αναφώνησε μόλις μπήκε στο σαλόνι και είδε την ατμόσφαιρα που είχε φτιάξει ο φίλος της, “σ' ευχαριστώ mio caro .
“Όπως τότε, θυμάσαι;”
“Ναι, όπως τότε σε κείνη τη σοφίτα στην Ρώμη. Ωραία περνούσαμε τότε ως φοιτητές, συμφωνείς; Θυμάσαι τον σινιόρ Ντορίνο, στον τέταρτο όροφο, νόμιζε ότι ήμασταν ζευ­γάρι, επειδή μας έβλεπε να κατεβαίνουμε κάθε φορά χεράκι τις σκάλες”.
“Ξεχνιέται ο σενιόρ Ντορίνο, φυσιογνωμία μεγάλη. Άρα­γε να ζει;”
“Καλός άνθρωπος, αλλά λίγο κουτσομπόλης. Έχουμε και εδώ έναν κουτσομπόλη, τον σινιόρ Κωνσταντή. Απ΄αυτόν μα­θαίνω τα νέα τοπικά και μη”.
“Μια φορά που ήμουν εδώ, νομίζω πως τον είχα πετύχει. Είναι ο κύριος με το άσπρο κασκέτο χειμώνα καλοκαίρι;”
“Ναι, αυτός. Λοιπόν, σε τι θα πιούμε;” ρώτησε και σή­κωσε το ποτήρι της.
“Στη ζωή, όπως έλεγε η Χρύσα”.
“Alla vita...”
Και μείνανε μέχρι αργά οι δύο φίλοι να συζητούν άλλες φορές για το χθες κι άλλες για το σήμερα. Κάποια στιγμή η Βιτόρια ζήτησε να μάθει για έναν κοινό τους φίλο.
“Τι κάνει ο Κλαούντιο;”
“Την τελευταία φορά που τον είδα στη Ρώμη, ήταν μια χαρά. Ξέρεις...”.
“Ναι, ξέρω, παντρεύτηκε” τον διέκοψε.
“Βιτόρια, τι συνέβη και δεν είσαστε πια μαζί; Ποτέ δεν μου είπες”.
“Βλέπαμε διαφορετικά τα πράγματα, είχαμε άλλες κοσμοθεωρίες. Εκείνος ήθελε πανεπιστημιακή καριέρα, μια ζωή σε κουτάκια, εγώ πάλι όχι. Με λίγα λόγια αν και αγαπη­θήκαμε, δεν συναντηθήκαμε”.
“Έτσι απλά;”
“Ναι, mio caro, έτσι απλά”είπε και αναστέναξε. “Αρκετά, όμως, με τον Κλαούντιο, η σειρά σου τώρα. Πες μου, υπάρχει νέος έρωτας στη ζωή σου;”
“Όχι, κι ούτε θα υπάρξει μετά τον Μάουρο”.
“Μην είσαι απόλυτος. Εντάξει, δε λέω, ο Μάουρο, ήταν ένας ξεχωριστός, ένας σπάνιος άνθρωπος, αλλά η ζωή mio caro δεν θα σταματήσει ποτέ να μας κλείνει το μάτι...”
“Ας αλλάξουμε θέμα σε παρακαλώ”. Έτσι αντιδρούσε όταν κάποιος έκανε αναφορά στον Μάουρο. Πονούσε να μι­λάει γι' αυτόν σε παρελθόντα χρόνο, δεν είχε ξεπεράσει ακόμα τον θάνατο του. “Λοιπόν, θα ήθελα θα σου δείξω κάτι”.
“Τι;” ρώτησε η Βιτόρια με απορία.
Εκείνος χωρίς να της απαντήσει πήγε και έφερε τη... μυ­στήρια βαλίτσα μέσα απ' το δωμάτιο. “Τι έχεις να πεις γι' αυ­τό;”
Η Βιτόρια μόλις την είδε γούρλωσε τα μάτια της. “Oh! Mio Dio5, δεν το πιστεύω. Φοίβο, πού βρήκες αυτό το έργο τέχνης;”
“Δεν το βρήκα εγώ”.
“Τότε, ποιος mio caro;”
Ο Φοίβος κάθισε και της είπε πώς έφτασε η βαλίτσα στα χέρια του.
“Και η Χρύσα πού τη βρήκε;”
“Τώρα δυο λεπτά να της τηλεφωνήσω. Βιτόρια, σύνελθε, σε παρακαλώ”.
“Φοίβο αυτή η βαλίτσα δεν είναι μια τυχαία βαλίτσα. Εί­ναι ένα πραγματικό έργο τέχνης και ξέρεις ποιανού;”
“Αν ήξερα δεν θα ζητούσα να μάθω”.
“Σίγουρα κάπου στο πλάι θα υπάρχει η υπογραφή του καλλιτέχνη”.
“Α, ούτε και συ ξέρεις και εγώ που νόμιζα...”
“Ξέρω mio caro, πως δεν ξέρω, είναι του ζωγράφου Dante, αλλά πρέπει και να βεβαιωθώ” είπε και άρχισε να ψάχνει για την υπογραφή. “Ναι, αυτού είναι, του Dante, κοί­τα...”,και του έδειξε το σημείο όπου ο καλλιτέχνης είχε υπο­γράψει το έργο του.
“ Dante..., δε μου λέει κάτι το όνομά του”.
“Κι όμως είναι γνωστός ζωγράφος”.
“Ιταλός να υποθέσω;”
“Ναι, απ' την Τοσκάνη”.
“Ποιανού αιώνα;”
“Του εικοστού. Πρόκειται για ένα ζωγράφο, που τα κυ­ρίως θέματά του είναι τα τοπία, τα οποία ζωγραφίζει απ' ευ­θείας στο ύπαιθρο. Απ' ό,τι θυμάμαι έχει φτιάξει και πορ­τραίτα, όχι πολλά, γυναικεία τα περισσότερα. Τα τελευταία, ό­μως, είκοσι χρόνια έχει χαθεί. Κανείς δεν ξέρει το γιατί. Πάντα γύρω απ' τη ζωή του υπήρχε ένα μυστήριο”.
“Ξέρεις αν ζει”.
“Δεν έχω μάθει το αντίθετο”.
“Είναι μεγάλος στην ηλικία;”
“Όχι, εκεί γύρω στα εβδομήντα, εβδομηνταπέντε πρέπει να είναι”.
“Για τη βαλίτσα, τι έχεις να πεις;”
“Τι να πω mio caro; Δεν ξέρω πώς έγινε και ζωγράφισε πάνω σ' αυτή. Εκείνο που ξέρω είναι, ότι είναι μοναδικό κομ­μάτι, δεν υπάρχει άλλο. Αλήθεια, άνοιξες να δεις το περιεχό­μενο της;”
“Όχι”.
“Και πότε σκέφτεσαι να το κάνεις;”
“Όταν θα είμαι έτοιμος”.
“Φοβάσαι κάτι;”
“Ναι, αυτά, που μπορεί να κρύβει. Τέλος πάντων, πέρασε η ώρα. Τι λες; Πάμε για ύπνο; ”
“Ναι, όπως θέλεις mio caro, αλλά πριν θα μου κάνεις μια αγκαλίτσα;”
Ο Φοίβος σηκώθηκε και πήγε και την αγκάλιασε τρυ­φερά. “Καληνύχτα, αγαπημένη μου φίλη” της ψιθύρισε στ' αυ­τί, “καληνύχτα και όνειρα γλυκά...!”
Την επόμενη μέρα η Βιτόρια και ο Φοίβος ξύπνησαν νωρίς. Έτσι είχαν όλο το χρόνο μπροστά τους να πάρουν το πρωινό με την ησυχία τους και να κουβεντιάσουν.
“Πώς σκέφτεσαι να περάσεις τη μέρα σου;” τον ρώτησε η Βιτόρια καθώς σερβίριζε τον καφέ.
“Λέω να κάνω καμιά βόλτα, όχι μακρινή, μέχρι πάνω στην εκκλησία. Έχω καιρό να ανέβω”.
“Σήμερα για μένα προβλέπεται μια κουραστική μέρα. Πρόκειται να έρθουν κάποια γκρουπ απ' την Αθήνα και κατα­λαβαίνεις...”
“Ε, τότε να μην πάω, να καθίσω να σε βοηθήσω”.
“Όχι, mio caro, εσύ να κάνεις το πρόγραμμά σου. Μην σκέφτεσαι εμένα, άλλωστε δεν είμαι μόνη μου, είναι και η Ευρυδίκη, μην το ξεχνάς. Λοιπόν, πάω εγώ τώρα. Τα λέμε μετά...”.
Ο Φοίβος δεν επέμεινε, ήξερε πως αν η φίλη του κάποια στιγμή χρειαζόταν τη βοήθεια του, δεν θα δίσταζε να του τη ζητήσει. Άλλωστε δεν θα ήταν η πρώτη φορά, στο παρελθόν την είχε βοηθήσει κι άλλες φορές στο μαγαζί, κάνοντας διά­φορες δουλειές.
Ετοίμασε στα γρήγορα ένα μικρό θερμό με καφέ, και ύσ­τερα πήγε στο δωμάτιό του και φόρεσε το μπουφάν του. Κα­θώς έβγαινε το μάτι του έπεσε πάνω στη βαλίτσα. Αναρωτή­θηκε μήπως ήταν καλύτερα να την πάρει μαζί του, μπορεί η αντάμωση του εκεί πάνω με τη φύση να τον βοηθούσε να διώ­ξει κάθε ενδοιασμό του και κάποια στιγμή να την άνοιγε. Ναι, αυτό θα κάνω είπε αποφασιστικά στον εαυτό του και γύρισε και την πήρε.
Δεν έκανε πολύ ώρα μέχρι να ανέβει στην πάνω πόλη. Με το που έφτασε ένας γλυκός καιρός τον υποδέχτηκε, θαρ­ρείς πως η φύση εκείνη την ώρα είχε αποφασίσει μια μυστική συνάντηση μαζί του, φέρνοντας του για δώρο μιαν άνοιξη μι­κρή μέσα στην καρδιά του χειμώνα.
Με την αίσθηση αυτή της ξαφνικής άνοιξης να τον αγκα­λιάζει, πήγε και στάθηκε στην άκρη του γκρεμού, εκεί όπου υ­ψωνόταν αγέρωχη η εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Η θέα ήταν μοναδική. Άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει στο γαλάζιο του ουρανού. Μια παρέα πουλιών πετούσε κείνη την ώρα, ενώ στο βάθος κάποια σύννεφα είχαν αρχίσει να μαζεύονται πάνω απ’ τη θάλασσα, φτιάχνοντας υπέροχα σχήματα.
Και έμεινε εκεί στην άκρη του γκρεμού, ασάλευτος να κοιτά τον ανοικτό ορίζοντα αρκετή ώρα. Από μακριά έμοιαζε σαν μια φιγούρα ιμπρεσιονιστή ζωγράφου, σαν μια ονειρικό­τητα άλλης περασμένης εποχής. Κάποια στιγμή εκεί που όλα ήταν ήσυχα και γαλήνια άρχισε, ξαφνικά, να φυσάει ένα κρύο αεράκι. Σκέφτηκε να φύγει αλλά ήθελε να μείνει κι άλλο εκεί πάνω. Για να μη κρυώνει είπε να πάει στην εκκλησία. Ευ­τυχώς, ήταν ανοιχτή. Άναψε ένα κεράκι για την ψυχή της Χρύ­σας και μετά πήγε και κάθισε σε μια καρέκλα, απέναντι από τον ξύλινο λιτό αρχιεπισκοπικό θρόνο. Τελικά, όσες φορές επισκεπτόταν την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, εκείνο που του έκανε πάντα εντύπωση ήταν ο τοιχογραφικός της διάκοσμος, που αν και διατηρείτο σε αποσπασματική κατάσταση, ήταν υ­ψηλής ποιότητας και μοναδικής ομορφιάς, καθώς και το μονό­γραμμα στο δάπεδο του κτήτορα Μανουήλ Καντακουζηνού με το οικόσημο των Παλαιολόγων. Αναρωτήθηκε πόσες φορές η εκκλησία αυτή ακολούθησε την... τύχη της καστροπολιτείας και παραδόθηκε στις διαθέσεις των κάθε φορά κατακτητών. Θα πρέπει άπειρες μονολόγησε και κοίταξε γύρω του. Περί­εργο, τέτοια ώρα και ο μόνος επισκέπτης ήταν αυτός. Φαί­νεται ότι τα γκρούπ δεν είχαν έρθει ακόμα εξ αιτίας του και­ρού, που εδώ και μέρες δεν έλεγε να φτιάξει. Ένιωσε λίγο κρύο και αποφάσισε να φύγει, δεν είχε νόημα να μείνει άλλο εκεί. Κούμπωσε μέχρι πάνω το μπουφάν του και πήγε να ση­κωθεί αλλά κάτι τον κράτησε πίσω. Αυτό το κάτι ήταν η σκέ­ψη της βαλίτσας, ότι ίσως είχε έρθει η στιγμή εκεί κάτω απ' το μυστηριακό φως του αιθέριου τρούλου της εκκλησίας και υπό το δυνατό σαν ακτίνα βλέμμα του Χριστού, επιτέλους, να την ανοίξει. Χωρίς δεύτερη σκέψη, μη τυχόν το μετανοιώσει, έσ­κυψε και πήρε την βαλίτσα απ' τα πόδια του και την έβαλε σε μια καρέκλα μπροστά του. Κατόπιν έβγαλε το κλειδί απ' την τσέπη του και αργά αργά άρχισε να το γυρνά πρώτα στη μία κλειδαριά κι ύστερα στην άλλη. Στα τρία γυρίσματα η βαλί­τσα είχε ξεκλειδώσει. Σήκωσε τους μπρούτζινους γάντζους και με μια αποφασιστική κίνηση την άνοιξε.
Και ένας κόσμος από αλλοτινό καιρό φανερώθηκε μπρο­στά στα μάτια του. Ένας κόσμος γεμάτος αρχοντιά, που τα πά­ντα μέσα σ' αυτόν ανάδιδαν ένα γυναικείο άρωμα. Ένα ιδιαί­τερο, ζεστό άρωμα από κέδρο, που κάτι του θύμιζε. Όχι δεν ήταν της Χρύσας, εκείνη φορούσε άρωμα από γιασεμί. Κά­ποιας άλλης γυναίκας ήταν. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να θυμηθεί, μια στιγμή, μια εικόνα, που να κουβαλούσε αυτό το άρωμα. Κι έτρεξε πίσω, πολύ πίσω στα χρόνια, τότε που ήταν παιδί, εκεί γύρω στα επτά. Ναι, ήταν μια παραμονή Χρι­στουγέννων. Εκείνος ήταν στο δωμάτιό του και διάβαζε ένα παιδικό βιβλίο, ο πατέρας του και ο αδελφός του έλειπαν για σκι στον Παρνασσό, όταν ήρθε η Χρύσα και τον πήρε να πάνε μια βόλτα να ξεσκάσει λίγο και αυτός. Κάποια στιγμή κάθισαν σε μια καφετέρια, που ήταν λίγο πιο κάτω απ' το σπίτι, να πιουν μια ζεστή σοκολάτα. Εκεί που έπιναν το ρόφημά τους τούς πλησίασε μια κυρία και ζήτησε να καθίσει μαζί τους. Μια όμορφη αρχοντική κυρία με μεγάλα καστανά μάτια και πλούσια μαύρα μαλλιά, που από την συμπεριφορά της έδειχνε να γνωρίζει τη Χρύσα. Όση ώρα συνομιλούσαν οι δύο γυ­ναίκες, εκείνη δεν έπαιρνε το βλέμμα της από πάνω του. Ό­ταν ήταν να φύγει η κυρία τον ρώτησε αν μπορούσε να του κάνει μια αγκαλιά. Δεν αρνήθηκε. Είχε ανάγκη από μια αγκα­λιά. Και φώλιασε μέσα σ' αυτή αρκετά λεπτά. Κάποια στιγμή γύρισε και της είπε με τον αυθορμητισμό ενός παιδιού: Τι ό­μορφα που μυρίζετε κυρία. Φορούσε το ίδιο άρωμα από κέδρο. Όταν έμειναν πάλι μόνοι ζήτησε από τη Χρύσα να μάθει ποια ήταν αυτή η κυρία. Εκείνη του απάντησε: Μια μέρα, κάποτε, θα μάθεις.
Άνοιξε τα μάτια απότομα. Ήταν σαν να είχε ξυπνήσει α­πό όνειρο. Κι όμως δεν ήταν όνειρο, ήταν μια στιγμή της ζωής του, που την είχε ανασύρει από το ντουλάπι της μνήμης με τη βοήθεια του αρώματος αυτού από κέδρο. Τι παιχνίδια παίζει, μερικές φορές, αυτό το μυαλό μονολόγησε και άρχισε να εξε­ρευνά το περιεχόμενο της βαλίτσας με έναν φόβο μήπως αυτό μ' έναν μαγικό τρόπο εξαφανισθεί σαν σκόνη. Μέσα στη βα­λίτσα, λοιπόν, υπήρχε μια δεσμίδα με επιστολές δεμένη με μιαν ιβουάρ κορδέλα, μερικές κάρτ ποστάλ, ένα μεγάλο χειρό­γραφο όπου στην ετικέτα του έγραφε “Μια μοναχική γυναί­κα”, ένα ξύλινο άλμπουμ με φωτογραφίες, το βιβλίο με τα “Τα ερωτικά” του Γιάννη Ρίτσου, μία καρφίτσα με το λουλούδι sempre viva μαζί με ένα ασημένιο δαχτυλιδάκι, φυλαγμένα σ' ένα διάφανο κουτάκι, κάποια δισκάκια 45 στροφών με παλιά ιταλικά τραγούδια και ένας μικρός ζωγραφικός πίνακας με την αφηρημένη προσωπογραφία μιας γυναίκας με μάσκα, που τον υπέγραφε ποιος άλλος; ο Dante. Στο κάτω μέρος της βα­λίτσας, στη δεξιά πλευρά υπήρχε ένα αριστουργηματικό μπουκαλάκι με λίγο άρωμα μέσα, παλιάς μάρκας, που δεν κυ­κλοφορούσε πια. Για να βεβαιωθεί ότι ήταν από κέδρο το πή­ρε και το μύρισε. Τελικά, δεν έχω κάνει λάθος, είναι άρωμα α­πό κέδρο είπε στον εαυτό του και το έβαλε πάλι στη θέση του, ενώ η ιδέα, ότι μπορεί η κυρία εκείνη της καφετέριας να μην ήταν μια οποιαδήποτε γυναίκα, αλλά η ίδια η μητέρα του και ο θησαυρός αυτός που είχε μπροστά του να ήταν δικός της, εί­χε καρφωθεί για καλά στο μυαλό του. Γιατί όλο αυτό το σκη­νικό σίγουρα δεν ήταν μια απλή σύμπτωση, ούτε τα λόγια της Χρύσας τότε τυχαία. Μάλλον είχε έρθει η μέρα να μάθει ποια ήταν αυτή η γυναίκα και τι σχέση είχε μαζί του.
Αποφάσισε να φύγει. Είχε μεγάλη ανάγκη αλλά και αν­υπομονησία να βρεθεί σε έναν δικό του χώρο όπου εκεί με την ησυχία του ν΄άρχιζε σιγά σιγά ν΄ανακαλύπτει ένα ένα τα βα­θιά μυστικά, που έκρυβε η βαλίτσα. Χωρίς να χάσει χρόνο κούμπωσε το μπουφάν του και βγήκε έξω. Εκείνη την ώρα μό­λις είχε αρχίσει να πέφτει μια ψιλή βροχούλα. Έβαλε τη βαλί­τσα μέσα στη πλαστική σακούλα για να μη βραχεί και πήρε μετά τον δρόμο της επιστροφής βουτηγμένος μέσα στις σκέ­ψεις.
Μόλις έφτασε στο σπίτι, πήγε κατ' ευθείαν και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Άπλωσε όλα τα πράγματα της βαλίτσας πά­νω στο κρεβάτι, κι άρχισε να τα κοιτά ένα ένα. Δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει αυτό το ταξίδι στο χθες. Είπε πρώτα απ' τις καρτ ποστάλ αλλά στο τέλος προτίμησε τα γράμματα. Κάθισε στην πολυθρόνα που ήταν δίπλα στο μπουντουάρ και έλυσε την κορδέλα. Είπε να διαβάσει το πρώτο που ήταν στη σειρά. Πρόσεξε ότι δεν είχε αποστολέα. Περίεργο σκέφτηκε και ά­νοιξε το φάκελο. Τα χέρια του έτρεμαν και με δυσκολία έβγα­λε το χαρτί από μέσα. Το ξεδίπλωσε και άρχισε να διαβάζει.
Αγαπημένε μου,
Απόψε είναι μια όμορφη έναστρη νύχτα στη μέση του κα­λοκαιριού. Πριν από λίγο ανέβηκα στο δωμάτιό μου. Είμαι τυ­χερή, μένω στο ίδιο πυργόσπιτο, σ' αυτό που ζήσαμε όλες ε­κείνες τις μέρες του απόλυτου έρωτά μας. Σήμερα το πρωί έκα­να άλλη μια βόλτα στα σοκάκια της Βάθειας και με συνεπήρε πάλι η νοσταλγία. Θυμάσαι αγαπημένε; Θυμάσαι το ερωτικό απομεσήμερο που περάσαμε μαζί εδώ σε τούτο το πυργόσπιτο; Δεν ήθελα να φύγω από κοντά σου. Το αντρίκειο σώμα σου κολλημένο στο δικό μου διοχέτευε τη ζεστασιά σου, ανάμικτη με ηλεκτρικές ανατριχίλες. Η ερωτική μας συνεύρεση ήταν μια πανδαισία.
Λέω αύριο να φύγω, θέλω να γυρίσω όλα τα μέρη που κά­ποτε επισκεφτήκαμε εμείς οι δύο. Θα σου στέλνω κάθε φορά και ένα γράμμα με μια καρτ ποστάλ. Έτσι θα νιώθω ότι είμαστε ακόμα μαζί, ότι ξυπνάμε μαζί κάθε πρωί μετά από μια υπέροχη νύχτα. Με τα χάδια σου και τα φιλιά σου. Φέρνω πάλι στο μυα­λό μου την πρώτη μας νύχτα. Θυμάμαι, μου είπες πώς τα θέλεις όλα και εγώ σε δέχτηκα σαν θείο δώρο. Δεν είχα σβήσει το φως, ήθελα να με δεις έτσι όπως ήμουνα. Μια ζωή πάσχιζα για την αλήθεια, κι έτσι ήθελα να με πάρεις, αληθινή. Το ταίριασμά μας ήταν ακέραιο πλήρες, κάθε κομμάτι του ενός κορμιού ε­φάρμοζε απόλυτα με το άλλο. Όσα τραγούδια σου είπα εκείνη τη νύχτα ήταν μόνο για σένα.
Σ' αφήνω τώρα αγαπημένε μου, νοιώθω λίγο κουρα­σμένη... Καληνύχτα
η Σαντίνα σου
Τόξερα, τόξερα είπε με σπασμένη φωνή και έκλεισε το γράμμα στην αγκαλιά του, ενώ απ' τα μάτια του έτρεχαν δά­κρυα. Πόσο ήθελε μ' ένα μαγικό τρόπο να γυρίσει πίσω και να ξαναζήσει εκείνη τη στιγμή της συνάντησής τους στην καφε­τέρια και να της πει ότι χωρίς να ξέρει πως ήταν η μητέρα του μέσα απ' τη μυρωδιά της όλα αυτά τα χρόνια είχε μάθει να την αγαπάει. Να τη ρωτήσει γιατί τότε δεν του είπε ποια ήταν. Γιατί άφησε να φύγει ο χρόνος χωρίς μια ακόμη συνάντησή τους; Γιατί θέλησε να απομονωθεί; Τι φοβόταν; Πήγε να δια­βάσει άλλο ένα αλλά δεν άντεξε. Είχε φορτιστεί τόσο πολύ συναισθηματικά, που δεν μπορούσε άλλο να συνεχίσει. Δι­καιολογημένα. Μέχρι τώρα τη μόνη θύμηση που είχε από ε­κείνη, ήταν η μυρωδιά της, αυτή από κέδρο, ενώ τώρα; Τώρα, την είχε μπροστά του και του μιλούσε για τις αλήθειες της, για τα φαντάσματά της, του απογυμνωνόταν όχι μόνο σαν μάνα αλλά και σαν γυναίκα.
Έμεινε για λίγο να κοιτά τη βροχή έξω απ' το παράθυρο. Πίστευε ότι ο ρυθμός της θα τον ηρεμούσε, θα του μετρίαζε αυτό το εσωτερικό λαχάνιασμα. Μάταια. Μόνο η Βιτόρια μπορούσε εκείνη τη στιγμή να τον βοηθήσει να βγει απ' την δίνη αυτή και να τον κάνει να συνειδητοποιήσει αυτή την ανατροπή, που τόσο ξαφνικά είχε έρθει στη ζωή του. Ναι, τώ­ρα την είχε περισσότερο ανάγκη από οποιαδήποτε άλλη φορά. Παράτησε τα πάντα όπως ήταν και κατέβηκε τρέχοντας κάτω. Τη βρήκε να κάθεται στον καναπέ και με τη βοήθεια της Ευ­ρυδίκης να βάζουν σε μια σειρά κάτι παλιά βιβλία.
“Βιτόρια!”
“Mio caro, επιτέλους, ήρθες; Πριν από λίγο έλεγα στην Ευρυδίκη για σένα, ότι θα έβγαζες ρίζες εκεί πάνω” είπε χωρίς να τον κοιτάξει.
“Βιτόρια, δεν είμαι καλά” .
“Γιατί; Τι έχεις;” τον ρώτησε σηκώνοντας το βλέμμα της πάνω του.
“Δεν μπορώ ν' αναπνεύσω” είπε ξέπνοα και έπεσε σαν ά­δειο σακί στον καναπέ.
“Πω, πω κύριε Φοίβο είστε κάτασπρος” γύρισε και του είπε η Ευρυδίκη. “Πάω να φέρω τη κολόνια μου να μυρίσετε”.
“Άσε τη κολόνια και πήγαινε να φέρεις μια χάρτινη σα­κούλα” της είπε η Βιτόρια. “Δεν βλέπεις, έχει πάθει κρίση πα­νικού”.
Η Ευρυδίκη έτρεξε αμέσως και έφερε μια από την απο­θήκη.
Η Βιτόρια την πήρε και την έβαλε στο στόμα του. “Έλα Φοίβο μου, άρχισε να παίρνεις αργά και σταθερά βαθιές εισ­πνοές, μετρώντας μέχρι το τέσσερα. Θα δεις μέσα σε λίγα λε­πτά θα νιώσεις καλύτερα. Έτσι mio caro, έτσι...”
Πραγματικά μέσα σε λίγα λεπτά είχε συνέλθει. “Αχ, τι ή­ταν αυτό, νόμιζα ότι θα πεθάνω Βιτόρια, αλήθεια στο λέω”.
“Μια κρίση πανικού ήταν, που πάει τώρα, πέρασε. Έλα πιες λίγο νεράκι, θα σου κάνει καλό” είπε και του έδωσε το ποτήρι.
“Σ' ευχαριστώ, αν δεν ήσουν εσύ, δεν ξέρω τι θα έκανα”.
“Άφησε τις ευχαριστίες και πες μου τι συνέβη και βρέ­θηκες σ' αυτή την κατάσταση”.
“Δεν ξέρω από πού ν' αρχίσω...”
“Θα βρεις μιαν άκρη, είμαι σίγουρη”.
“Θα ήθελα να είμαστε μόνοι”.
Η Βιτόρια γύρισε και κοίταξε με νόημα την Ευρυδίκη.
“Εμένα με συγχωρείτε, έχω λίγη δουλίτσα να κάνω. Αν με χρειαστείτε θα είμαι δίπλα” είπε ευγενικά η κοπέλα και αποχώρησε.
“Λοιπόν, σ' ακούω” είπε η Βιτόρια και κάθισε απέναντί του.
Ο Φοίβος ξεκίνησε να της μιλάει με κάθε λεπτομέρεια για το περιεχόμενο της βαλίτσας. Η Βιτόρια τον άκουγε προ­σεκτικά χωρίς να τον διακόπτει. Μόνο όταν ήρθε η στιγμή να της αποκαλύψει σε ποιον ανήκε η βαλίτσα εκείνη τον διέκοψε. “Μη μου πεις ότι είναι της μητέρας σου;”
“Ναι, εκείνης είναι. Πώς το κατάλαβες;”
“Από διαίσθηση”.
“Τώρα μπορείς να καταλάβεις γιατί ένιωσα έτσι”.
“Φυσικά Φοίβο μου και σε καταλαβαίνω”.
“Βιτόρια νιώθω σαν να έχω τυλιχτεί ξαφνικά σ' ένα δίχτυ και να βυθίζομαι αργά και βασανιστικά στα γκρίζα νερά ενός παρελθόντος. Σ' ένα χθες, που χωρίς να το θέλω με έχει προ­(σ)καλέσει σ' ένα χορό ανάμεικτων συναισθημάτων. Και ανα­ρωτιέμαι, γιατί τώρα; Καλά δεν καθόταν όλα αυτά τα χρόνια στη γωνιά του;”
“Φοίβο μου, γιατί δεν προσπαθείς να δεις όλη αυτή την πρόκληση σαν ένα ταξίδι μέσα σε μιαν έναστρη νύχτα, σαν αυτή με τις χαοτικές δίνες, που απεικονίζει μοναδικά στον πί­νακα του ο Βάν Γκόγκ;”
“Δηλαδή, μου λες να τρομάξω τον φόβο μου, τολμώντας μια πτώση, μια βαθιά πτώση.”.
“Ναι, amico mio, μια βαθιά πτώση, που στο τέλος, είμαι σίγουρη πως θα σε οδηγήσει σ' ένα βαθύ ανέβασμα. Είμαι σί­γουρη γι αυτό...”.
Ο Φοίβος έμεινε λίγο σκεφτικός. Έπειτα κοιτώντας τη φί­λη του είπε: “Έχεις δίκιο Βιτόρια, αυτό θα κάνω, όσο και αν φοβάμαι, αυτό θα κάνω...”


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου