Τρίτη, Ιανουαρίου 30, 2024

Η ΜΑΝΑ -Χρήστος Λεβάντας-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με tempo-Βάνα...


"Κείνο τ’ απομεσήμερο, καθώς το ξεροβόρι κατέβαινε απ’ τη μπασιά του δρόμου, άγριο μανιασμένο, ανεμίζονταν μισοστρατίς, ένα κομμάτι φτηνού μπαμπακερού φουστανιού, κι έδειχνε δυό κερόχρωμους αδύνατους μηρούς και κάτι κάλτσες ξεχειλωμένες, όμοιες με μπαλωμένα τσουράπια. Η γυναίκα έμενε σα χαμένη. Μόλις κουνούσε το χέρι στο κενό και προσπαθούσε να πιάσει τις άκρες του κουρελιού, να σκεπάσει τη γύμνια της. Σίγουρα, κάτι βάραινε το πνεύμα της. Όλη της η έγνοια, φαίνονταν πως ήταν απάνω σε μια σιδερένια πόρτα ενός δίπατου σπιτιού, που, βρίσκονταν λίγα μέτρα πιο κάτω, φάτσα  προς το δικό της μέρος και μόνο σαν άκουγε βήματα πίσω της έστρεφε το κεφάλι και τότες, έβλεπες ένα πρόσωπο τυραγνισμένο, μαυροκίτρινο, αδύνατο σα νάχε απορουφηχτεί από μιζέριες..."

Όπου η Αγάπη εκεί και ο Θεός..Λέων Τολστόι..Παγκόσμια Λογοτεχνία..Logo-t...


Δευτέρα, Ιανουαρίου 29, 2024

ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ-Μήστος Αλεξανδρόπουλος-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - Λόγος με...


Όπως ήταν καθισμένος πίσω του έβλεπε ότι αυτός φορούσε καλή ρεπούμπλικα και ότι οι πλάτες του είναι γερές, καλοταϊσμένες. Μα και το κουστούμι καινούργιο φαινόταν κι εκείνο. «Ευκατάσταστος άνθρωπος» — σκέφτηκε. Ως τα τότε δεν τον είχε προσέξει. Τον πήρε ξαφνικά το βλέμμα του σα να είχε ξεφυτρώσει εκείνη τη στιγμή στο μπροστινό κάθισμα. Κάτι περίεργα αισθήματα του έφερνε η γερή κοψιά αυτού του ανθρώπου — κακά αισθήματα και απορούσε κι ο ίδιος. Του έφταιξε αυτός σε τίποτα; Σε τίποτα δεν του είχε φταίξει, ούτε τον γνώριζε, ούτε τον είδε άλλη φορά. Έστεκαν εδώ και λίγα λεπτά μαζί στο πεζοδρόμιο και περίμεναν το τραμ. Αλλά ούτε είχε προσέξει διόλου ότι στέκει κι αυτός και περιμένει. Κατόπιν ανεβήκαν στο τραμ· ούτε και τότε σημείωσε την παρουσία του..."

Κυριακή, Ιανουαρίου 28, 2024

"Ο ΣΟΦΟΣ ΚΟΚΟΒΙΟΣ"..ΜΙΧΑΗΛ ΣΑΛΤΙΚΟΦ ΣΤΣΕΝΤΡΙΝ..ΔΙΗΓΗΜΑ ..Logo-texnis..Ge...

ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ.. ΓΚΥ ΝΤΕ ΜΟΠΑΣΑΝ..ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.. Logo-texnis..Geo Sta...

ΕΛΕΝΙΤΣΑ.. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΒΩΚΟΣ..ΔΙΗΓΗΜΑ..Logo-texnis Geo Stavrianea

ΠΑΟΥΛΙΝΑ..Γ.ΚΑΜΠΥΣΗΣ..audioΔΙΗΓΗΜΑ..ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Logo-texnis Geo ...

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ-Σοφία Φίλντιση-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος ...

ΓΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ-ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος...

Ο ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ Η ΟΥΣΙΑ-Γρηγόριος Ξενόπουλος-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγ...

ΕΝΑ ΣΤΑΜΝΙ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ-ΑΛΚΗ ΖΕΗ-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ- Λόγος με t...

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ-ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ- Λόγος με temp...

ΤΟ ΦΑΚΕΛΑΚΙ..ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΑΥΡΙΑΝΕΑ..ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ..Logo-texnis Geo St...

ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ..ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ..ΔΙΗΓΗΜΑ..ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ..Logo-texnis Geo ...

O ΓΟΛΓΟΘΑΣ.. ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ..ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ..Logo-texnis Geo S...

Ο ΞΕΝΟΣ-Μήτσος Αλεξανδρόπουλος-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ- Λόγος με tem...


Δεν ήταν μέρα που να μην κατεβαίναν οι ξένοι στρατιώτες στο σπίτι μας. Το είχαμε σίγουρο πως θα έρχονταν, μα κανείς μας δε μπορούσε να μαντέψει από πού θα φανούν κάθε φορά και πότε. Παρουσιάζονταν ξαφνικά, πότε από τη μεριά του ποταμού, πότε ψηλά από το δάσος, που έφτανε ως πενήντα μέτρα κοντά στο σπίτι· κι άλλοτε πάλι δεν καταλαβαίναμε διόλου από πού έρχονταν, την τελευταία στιγμή ακούγαμε ξαφνικά την παράξενη λαλιά τους κι όσο να κοιτάξουμε γύρω μας εκείνοι ήταν κιόλας μπροστά μας. Ένα πρωί η μητέρα τούς είδε που ξεσκαρφάλωναν από τα πεύκα. Είχαν έρθει, φαίνεται, από τη νύχτα κι όσο να ξημερώσει παραμόνευαν ψηλά από τα δέντρα. Αυτά όλα τα έκαναν γιατί εκείνο τον καιρό κάπου στα μέρη μας είχαν φανεί αντάρτες. Ταχτικοί ήταν τρεις: Ο Χανς, ο Χέρμαν και ο Λούι — ο Λούης που τον λέγαμε εμείς. Κάποτε ερχόταν κι ένας άλλος μαζί τους στραβοπόδης και κακομούτσουνος — τόσο άσχημος ήταν ώστε εμείς, όταν ερχόταν, κάπως ντρεπόμαστε να τον κοιτάξουμε δεύτερη φορά. Μα το ευτύχημα αυτός ερχόταν αραιά και πού. Οι ταχτικοί ήταν οι άλλοι τρεις..."

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΔΑΚΙ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ-Κώστας Παρορίτης-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-...


Ο ποιητής, με το συνηθισμένο του αργό βήμα, με το βιβλίο στο χέρι, που του ήτανε ο μοναδικός του σύντροφος στους εξοχικούς του περίπατους, μπήκε στο μικρό περβολάκι, προχώρησε στη συνηθισμένη του θέση, εκεί κοντά στα ψηλά αραποσίτια και κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι. Ήτανε ένα εξοχικό καφενεδάκι. Ένα μαγαζάκι με πλίθρες χτισμένο, με μια στέγη από καλάμια και μ’ ένα φράχτη από καλάμια κι από παλούκια μπηγμένα στη γης. Σαράβαλο, γέρικο το μαγαζάκι, ήτανε ένας σταθμός, μια ανάπαψη για όσους φτάνανε ως εκείνη την ερημική εξοχή. Γύρω απλωνότανε ο κάμπος, γυμνός, μονότονος, θλιβερός, γιομάτος χαλίκια κι αγριάγκαθα. Ο ποιητής άνοιξε το βιβλίο, ακούμπησε το καπέλο του σ’ ένα καλάμι και βυθίστηκε στο διάβασμα, την πιο γλυκιά απόλαψη στη ζωή γι’ αυτόνε, που ούτε συγγενήδες ούτε και φίλους καλά καλά είχε..."

Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ-Ανδρέας Καρκαβίτσας-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος μ...


"Η κατάσταση των πολιορκημένων στο κάστρο στο Χλεμούτσι[1] ήταν τραγική. Τα τρόφιμα τους είχαν σωθεί, μια σφαίρα όπλου που καρφώθηκε στη δεξαμενή τους στέρησε και την τελευταία ελπίδα˙ το νερό. Όλα όμως τα υπέμεναν αδιαμαρτύρητα, πέθαιναν από την πείνα, αλλά δεν παραδίνονταν. Δίπλα στη μεγάλη πύλη του κάστρου μια κοπέλα, καθισμένη οκλαδόν κάτω απ’ τον καυτό ήλιο, κοιτούσε θλιβερά το τετράχρονο βρέφος στα γόνατά της, τη μόνη παρηγοριά που της άφησε ο άντρας της, που σκοτώθηκε στις επάλξεις[2] του κάστρου σε μια από τις εφόδους των Αράβων, που την απέκρουσαν γενναία οι πολιορκημένοι. - Μάνα, κάηκα… νεράκι!, είπε ξαφνικά το παιδί, τρεμοπαίζοντας τα χείλη και τη γλώσσα του..

Τρίτη, Ιανουαρίου 16, 2024

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΑΚΟΥΛΙ-Χρήστος Λεβάντας-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγο...


Σαν έκλεισε η πόρτα πίσω του, κι άκουσε να βάζουν απ’ όξω μια βαριά σιδερένια αμπάρα —απαίσια θραυαλικά από σιδερικά— έμοιαζε άνθρωπο που υπνοβατούσε. Αλλού πάταγε κι αλλού βρισκόταν. Τρέμανε τα γόνατά του και στέκονταν αμπόρετος να στηριχτεί στα πόδια του.      Ο Βασίλης ο Ρόβας —έτσι τον λέγανε— ένας άντρας μεσόκοπος, μέτριος στο μπόι, με πρόσωπο μαυροκίτρινο, σουρωμένο σα γέρικο, με δυο μάτια βαθουλά, αποκαρωμένα, που φόραγε ακόμα τη σκούρα φόρμα της δουλειάς, γεμάτη καρβουνόσκονη και λάδια απ’ τις φωτιές και τα καζάνια, άπλωσε τα χέρια του σαν έμεινε μόνος στο μικρό χώρο, να πιαστεί, να βαστηχτεί από κάπου, όμως σκότος βαθύ ήταν απλωμένο μπρος στα μάτια του και τούτα, αφού ψαχούλευαν για κάμποσο στο κενό, τέλος, ακριβώς τη στιγμή που ένιωθε τα πόδια του έτοιμα να σωριαστούνε, βρήκαν κι αβαντάρησαν πάνω σε κάτι στέρεο.      Ο Βασίλης ο Ρόβας ψηλάφισε λαφιασμένα, με την ψυχή στο στόμα και πισωπλάτησε γρήγορα στον τοίχο. Έφερε κι ακούμπησε σύρριζα τη ράχη του, ανασαίνοντας μ’ ανακούφιση.      — Όχου… έκανε, κι ήτανε σαν κάτι να ξεριζωνότανε από μέσα του..."

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΩΝ ΛΟΡΕΔΑΝΩΝ-Στέφανος Δάφνης-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγ...


"Ήτανε μια γλυκιά, χειμωνιάτικη μέρα. Η θάλασσα του Αργολικού άστραφτε όλη κάτω από τα φιλήματα του ήλιου. Ωστόσο, οι κορυφογραμμές των μακρινών βουνών ήταν κατάλευκες από το τελευταίο χιόνι, που στην καμπύλη του Αραχναίου φάνταζε πιο πηχτό, πιο γυαλιστερό, σα σε αλπικό βουνό. Και το Ανάπλι, το ιστορικό καστέλι, με τον κωνικόν όγκο του Παλαμηδιού του και τα μπεντένια του Ιτς Καλέ, φαινότανε λιγότερο μουντό σήμερα.      Βρισκόμαστε στα 1730. Πεσμένο από τα χέρια των Βενετσάνων στη σκλαβιά των Τούρκων, το πολύπαθο Ανάπλι, η κορώνα του Μωριά, τειχοζωσμένο πάντα, διατηρούσε ακόμη τα πέτρινα εμβλήματα που του είχε βάλει γύρω στο θώρακά του ο πρεβεδούρος Φραγκίσκος Γριμάνης. Μα, εδώ και κει, απάνω σε ψηλά κοντάρια, ανέμιζε κόκκινη ―ίδιο αίμα― η σημαία του Προφήτη και αστραφτοκοπούσε στις κορφές των μιναρέδων το μισοφέγγαρο..."

Ο τρελλός της Αθήνας-Δημήτριος Καμπούρογλου-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-...


"Δε γεννήθηκε τρελός ο Γιάννης, του παπα-Κωνσταντή ο γιος· ήταν έξυπνο και πολύ έξυπνο παιδί. Ο πρώτος μαθητής του παπα-Δανήλη, τόσο τον αγαπούσ’ ο δάσκαλος, που δεν τον ξεχώριζε από παιδί του, και βλέποντας αυτόν παρηγοριότανε για το γιο του που είχε χαμένο…      Του γερο-δάσκαλου του είχε απομείνει τώρα η κόρη του, η Καρυά. Σαν ήταν ανήμπορος ο πατέρας της, αυτή έκανε μάθημα στα παιδιά. Και τότες να ‘βλεπες πια το φτωχό το Γιάννη! Ροδάνι πήγαινε η γλώσσα του.      Ο Γιάννης έγινε το καλύτερο Αθηνιωτάκι· όλοι τον καμάρωναν.      Μα ξάφνου τον έπιασε ένα αλλιώτικο πράμα· δεν ζύγωνε άνθρωπο, κι όλη τη νύκτα την περνούσε στο πόδι. Η καημένη η μάνα του βρισκότανε σε απελπισία... Ο τρελός της Αθήνας» υπήρξε αληθινό πρόσωπο που έζησε κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Αθήνα. Είναι ένα πρόσωπο που ακροβατώντας ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγικότητα ζωντανεύει μνήμες απ' την ξεχασμένη Ελλάδα άλλων εποχών. Ένα πρόσωπο που αναζητεί τις ρίζες του πάνω στα χαλάσματα της πατρίδας του..."

Δευτέρα, Ιανουαρίου 08, 2024

ΤΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΓΥΡΗΣ-Γιάννης Βλαχογιάννης-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧ...


"Τ’ αληθινό της όνομα της γριάς ήτανε Θεια-Πανάγω· ο κόσμος όμως τη γνώριζε καλύτερα με τ’ άλλο, με το παρανόμι της. Άμα τη έβλεπαν να κατεβαίνει από το σπίτι, στο μήνα μια φορά, και να περνάει τους δρόμους, τότε βγαίνοντας οι γυναίκες στα παράθυρα ή γυρίζοντας από πίσω καθώς περνούσε της έριχναν αυτόν τον λόγο, κι αν δεν τον έλεγαν με το στόμα, τον έλεγαν όμως με την καρδιά: ― Να! Τώρα, περνάει η Κακομοίρα, περνάει η γρια-Κακομοίρα…"

Κυριακή, Ιανουαρίου 07, 2024

Πόσο ήθελα-Δημοσθένης Βουτυράς-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ- Λόγος με tem...


"Τον θυμάμαι ακόμα καλά πώς ήταν. Ντυμένος με ωραία ρούχα, βελουδένια, τις περισσότερες φορές, κοντά πανταλόνια με μαύρες ψηλές κάλτσες, και με σάκκα, που κανένα άλλο παιδί δεν είχε στο σχολείο. Α τη ζήλευα! Αλλά περισσότερο από αυτή, ζήλευα τα μολύβια του. Είχ΄ ένα σωρό χρωματιστά, και τα κοίταζα λαίμαργα. Το πράσινο προπάντων. Πόσο μ΄ άρεσε το πράσινο μολύβι! Και καθόταν ο Περικλάκης, έτσι λεγόταν αυτό το παιδί, σ΄ ένα σπίτι ψηλό, ψηλό, που το δικό μας μπροστά του ήτανε σα βαρκάκι μπρος σε θωρακωτό.Τον έβλεπα να βγαίνει στο μπαλκόνι και να κοιτάζει από ψηλά, τα παιδιά που παίζανε κάτω, στο δρόμο. Κάποτε κατέβαινε κι αυτός, ξέφευγε, κ΄ έπαιζε με τα παιδιά, τα φτωχόπαιδα. Τι θέλει να παίζει με τα παλιόπαιδα, εγώ σκεπτόμουνα, ενώ κάθεται σε τέτοιο σπίτι! Εγώ επιθυμούσα νάμουν εκεί ψηλά κι ας έλειπαν τα παιχνίδια με τα παλιόπαιδα, που τις περισσότερες φορές, τελειώνανε το παιχνίδι μ΄ ένα δυνατό ξύλο. Αχ, πώς ήθελα νάμουν κ΄ εγώ κει ψηλά στο μπαλκόνι και να κοιτάζω κάτω τον κόσμο, που περνούσε. Μα ποτέ, ποτέ δε θα κατέβαινα κάτω! Και τι να κάνω κάτω;..."

Ο ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ..ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΛΑΝ ΠΟΕ..ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2024

Πέμπτη, Ιανουαρίου 04, 2024

Ανίκητη ελπίδα-Χρίστος Χριστοβασίλης-Γιορτινό Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙ...


Ἀνήμερα τὰ Φῶτα, τὸ δειλινὸ τῆς παραμονῆς τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ,
ἡ Μήτραινα, ὅπως ὅλες τὶς παραμονὲς τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ, ἔσφαξε μιὰ
παχειὰ καὶ μεγάλη κότα, ἀπὸ τὶς δέκα - δώδεκα κοτοῦλες ποὺ εἶχε, τὴ
ζεμάτισε, τὴ μάδησε καὶ τὴν ἔβαλε νὰ βράσῃ. Συγύρισε τὸ σπιτοκάλυβότης, ἔστρωσε στὴ γωνιὰ τὰ νυφιάτικά της μάλλινα στρωσίδια, ἔδεσε τὴσκύλα καὶ περίμενε, ὅπως ὅλες τὶς παραμονές, νἄρθῃ ὁ ξενιτεμμένος της ὁ Γιάννης, ξημερώνοντας τ’ Ἅϊ - Γιαννιοῦ.
Αὐτὴ ἡ ἱστορία ἐξακολουθοῦσε χρόνια τώρα. Ἦταν ἀκόμα νέα ἡ
Μήτραινα, ὅταν, χήρα, ξεκίνησε τὸ μονάκριβό της, ὁ Γιάννης, γιὰ τὴν
ἔρμη ξενιτειά. Δὲν εἶχε ἀκόμα ἄσπρη τρίχα στὰ κατάμαυρα μαλλιά της,ὅταν τὸν φίλησε γιὰ ὕστερη φορὰ καὶ τὸν εἶδε ψηλὰ ἀπὸ τὴ ραχούλα μὲ δακρυόπνιχτα μάτια νὰ χάνεται στὸ μάκρος τοῦ δρόμου καὶ νὰ γίνεται ἄφαντος.


Τρίτη, Ιανουαρίου 02, 2024

ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ-ΒΑΝΑ ΣΜΠΑΡΟΥΝΗ-AUDIO BOOK-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Κ...


"Η Αρετή Ατζενιάν σκούπισε αφηρημένα το τελευταίο φλιτζάνι που ήταν πάνω στη στραγγίστρα και το έβα­λε δίπλα στ' άλλα του καφέ. Ύστερα γέμισε μια λε­κάνη με νερό και απορρυπα­ντικό, κι άρχισε με ένα βετέξ να καθαρίζει για πολλοστή φορά τους τοί­χους της κουζίνας. Απ' τη μέρα που αποφυλακίστηκε μόνο μία φορά είχε βγει απ' το σπίτι, κι αυτή να πάει να δώσει το παρόν της στην αστυνομία. Μετά από τόσο καιρό εγκλεισμού τής ήταν ακόμα δύσκολο, πολύ δύσκολο να προσαρμοστεί με τον έξω κόσμο. Μέχρι και τον προσανατολισμό της είχε χάσει. Γι' αυτό λοι­πόν έμενε μέσα, βρίσκοντας διέξοδο στις δου­λειές του σπι­τιού. Ίσα με τρεις φορές είχε κατεβάσει τα μάλλινα απ' τις ντουλάπες να τα πλύνει και να τα αερίσει, άλλες τόσες και τις κουρτίνες, ενώ μέρα παρά μέρα γυάλιζε τα ασημικά, αυτά τα λίγα που είχε απ' τη γιαγιά της.,,"