Τρίτη, Ιανουαρίου 16, 2024

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΑΚΟΥΛΙ-Χρήστος Λεβάντας-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγο...


Σαν έκλεισε η πόρτα πίσω του, κι άκουσε να βάζουν απ’ όξω μια βαριά σιδερένια αμπάρα —απαίσια θραυαλικά από σιδερικά— έμοιαζε άνθρωπο που υπνοβατούσε. Αλλού πάταγε κι αλλού βρισκόταν. Τρέμανε τα γόνατά του και στέκονταν αμπόρετος να στηριχτεί στα πόδια του.      Ο Βασίλης ο Ρόβας —έτσι τον λέγανε— ένας άντρας μεσόκοπος, μέτριος στο μπόι, με πρόσωπο μαυροκίτρινο, σουρωμένο σα γέρικο, με δυο μάτια βαθουλά, αποκαρωμένα, που φόραγε ακόμα τη σκούρα φόρμα της δουλειάς, γεμάτη καρβουνόσκονη και λάδια απ’ τις φωτιές και τα καζάνια, άπλωσε τα χέρια του σαν έμεινε μόνος στο μικρό χώρο, να πιαστεί, να βαστηχτεί από κάπου, όμως σκότος βαθύ ήταν απλωμένο μπρος στα μάτια του και τούτα, αφού ψαχούλευαν για κάμποσο στο κενό, τέλος, ακριβώς τη στιγμή που ένιωθε τα πόδια του έτοιμα να σωριαστούνε, βρήκαν κι αβαντάρησαν πάνω σε κάτι στέρεο.      Ο Βασίλης ο Ρόβας ψηλάφισε λαφιασμένα, με την ψυχή στο στόμα και πισωπλάτησε γρήγορα στον τοίχο. Έφερε κι ακούμπησε σύρριζα τη ράχη του, ανασαίνοντας μ’ ανακούφιση.      — Όχου… έκανε, κι ήτανε σαν κάτι να ξεριζωνότανε από μέσα του..."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου