Δευτέρα, Φεβρουαρίου 05, 2024

ΟΙ ΚΥΡΑΔΕΣ - Πλάτων Ροδοκανάκης- Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ- Λόγος με t...


ΔΕΝ το πιστεύεις αυτό που ακούς, και όμως είναι τόσο αλη­θινό όσο με βλέπεις και σε βλέπω, μου είπεν ο αδερφός τους, ένας γεροντάκος με λεπτό κάτασπρο μουστάκι και τόσο ξε­ρακιανός, που θαρρούσες άμα τον κοίταζες πως όλες οι κακές πε­ριστάσεις, με το να έχουν στριμωχτεί γύρω του, του είχαν στύψει το κορμί απαράλλαχτα όπως οι στιβαρές χωριάτισσες τα ρούχα, τα λευκαίνουν στη ρεματιά.
― Δε βλέπεις κι εμένα δα, εξακολούθησεν ο γέρος· να τα χαΐρια μου. Είμαι τριάντα χρόνια εδώ μπροστά καρφωμένος, πορ­τιέρης του κάθε υπουργού. Από το πρωί στις οχτώ ίσαμε τη μια και τις δυο, στέκομαι στην πόρτα. Μου δίνουν μια ώρα καιρό σαν φύγει ο υπουργός να πάω σπίτι μου, να τσιμπήσω κάτι και να γυ­ρίσω με την μπουκουνιά στο στόμα. Μόλις προφταίνω να πω δυο λόγια της γυναίκας μου, γιατί κάθομαι πολύ μακριά, πίσω από το Στάδιο και είναι και ανήφορος. Έπειτα έρχομαι και στέκομαι μπροστά σ’ αυτή την πόρτα ίσαμε τις δέκα το βράδυ και σαν έχουν φασαρίες στη Βουλή, βλαστήμα τα· τότες δα είναι που δεν κουνώ απ’ αυτού ίσαμε να ξημερώσει. Και τι μου δίνουν; Εβδομήντα δραχμές με συμπάθιο. Τριάντα χρονών υπηρεσία, εβδομήντα δραχ­μές. Ψωμοφαγία· και από ρουχική, μπάλωμα στο μπάλωμα. Σε θένε, λέει, να φοράς και παστρικό κολλάρο. Ήμαρτον Θε μου!. Φαντάσου πως δεν παίρνω ούτε σύνταξη. Απ’ τα δυο παιδιά που έκανα, η Αφθαλία, το κορίτσι, πέθανε φθισικιό. Θεός σχωρέσ’ το, και ο γιος μου, ο Σταμάτης, που να μη δη χαΐρι και προκοπή, βιάστηκε να βάλει στέφανο. Πεντάρα τσακιστή δεν ξέρω από δαύτον. Αν ρωτάς δα και για τη νύφη μου, τη Στασία, περισσότερο γλωσσού και ξετσίπωτη γυναίκα δεν εγέννησεν ακόμη ο ντουνιάς. Η γριά μου είναι πιασμένη και κείτεται. Όταν λοιπόν κατα­πέσω κι εγώ, τι θα γίνομε; Να τόσην ώρα που σου μιλώ με σουβλάν τα γόνατά μου. Τριάντα χρονών ορθοστασία, πόδια είναι δεν είν’ παλούκια… Απ’ το πρωί στις οχτώ…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου