Πέμπτη, Οκτωβρίου 03, 2024

ΑΝΔΡΕΑΣ-Όμηρος Πέλλας-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με tempo-Vana Sb...


"Κινήσαμε κι εκείνο το πρωί για το σχολείο, δεν θυμάμαι σε ποια τάξη πήγαινα, θα ‘μουν όμως κάτω από την τετάρτη γιατί ο Αντρέας πήγαινε ακόμα στο σχολείο, είναι 3 χρόνια μεγαλύτερος, δεν πρέπει να ‘μεινε καμιά χρονιά, δεν ήταν εξαιρετικός μαθητής, δεν ήταν όμως κουτός. Θα ‘ταν στα μέσα του Φλεβάρη, κλαδεύανε τ’ αμπέλια. Μέρα συννεφιασμένη, μουντή, όχι κρύα. Ήρθε ο Δημητράκης και με φώναξε, έτσι γινόταν πάντα. Όποιος ‘τοιμαζόταν νωρίς φώναζε τους άλλους. Ξεκινούσαμε ό,τι ώρα ‘τοιμαζόμασταν, ρολόγια δεν είχαμε στα σπίτια, μόνο ο θείος Μήτσος είχε φέρει ένα από την Αμερική, δεν είχε όμως ακόμα παιδί για το σχολείο. Εμένα ερχόταν και με φώναζε ο Δημητράκης, ένα ορφανό από μάνα κι από πατέρα παιδί —είχαν πεθάνει φυματικοί και οι δυο— έμενε σ’ ένα θείο του που δεν τον κόλλαγε ύπνος, από τα μεσάνυχτα ήταν στο πόδι. Μια φορά, αργότερα που θα πηγαίναμε στο παζάρι μαζί, ανάλαβε να μας ξυπνήσει — φτάσαμε στην πόλη —3 ώρες δρόμο, και παραπάνω— κι ήταν νύχτα ακόμη, περιμέναμε ώρα ν’ ανοίξουν τα μαγαζιά. Πέθαν’ ο καημένος φυματικός κι αυτός, παρατημένος έξω από το χωριό σε μια καλύβα, στα τελευταία του είχε πιάσει σκουλήκια, δεν τον ζύγωνε κανείς, τόνε βάλανε με κάτι ξύλα μέσα σ’ ένα λιόπανο και τον πήγανε στο μνήμα. Η γυναίκα του δεν ζύγωνε καθόλου, από μακριά του άδειαζε το φαΐ σ’ ένα πιάτο που δεν το ‘πλενε κανείς, φοβόταν, την είχε παιδέψει και πολύ όταν ήταν γερός. Ερχόταν λοιπόν ο Δημητράκης πρωί-πρωί μας ξυπνούσε κι ώσπου να ‘τοιμαστώ κι εγώ καθόταν στο τζάκι, στη φωτιά. —Έφαγες Δημητράκη, τον ρωτούσε η μητέρα. —Έφαγα. —Τι έφαγες; —Κρεμμύδια ψητά σαλάτα. Κάθε μέρα αυτό ήταν το πρωινό του. Είχε γίνει πια νούμερο η σαλάτα με ψητά κρεμμύδια του Δημητράκη. Ορισμένη περίοδο, άλλαζε, γινόταν ψωμί κι ελιές..."

Κάϊν.. Κωνσταντίνος Θεοτόκης.. Διήγημα.. Logo -texnis Geo Stavrianea


Ο Κώστας Λάμπουρας εγύρισε σπίτι του εκείνο το βράδυ συγχυσμένος. Η όψη του ήταν κίτρινη, τα μάτια του ανήσυχα και γουρλωμένα, το χείλι του αχνό· και έτσι ήτουν άσκημη η μορφή του, και ασυνήθιστη και αγριεμένη. Το φέσι του ήταν στραβά απάνου στο κεφάλι του, το σεγκούνι του ριγμένο στον ώμο του, τα μανίκια του πομάμισού του ανοιχτά και λιγδιασμένα. Μέσα στο σπίτι του η γυναίκα του εμαγείρευε το δείπνο· αυτός ήρθε κι εκάθισε παραστιάς, γιατί είχαν αρχίσει τότες τα κρύα του χινόπωρου. Δεν εχαιρέτησε· αλλά ανάσανε ανταριασμένος και κάπου κάπου εκουνούσε το κεφάλι φοβερίζοντας. «Ευγενιά, τι μαγειρεύεις;» της είπε κακότροπα. «Λάχανα» αποκρίθηκε κοιτάζοντάς τον υποψιασμένη· «τι τρέχε πάλε;» «Μας εχαντάκωσε!» της απάντησε αναστενάζοντας και πεισμωμένος «το κοπάδι το ’δωκε του νοικοκύρη. Πώς θα ζήσουμε;»