Τετάρτη, Οκτωβρίου 23, 2024

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΣΚΑΠΑΝΕΑ-ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ-Νουβέλα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Logos...

 ΠΡΩΙ-ΠΡΩΙ, προτού ακόμα σημάνει το εγερτήριο, χτύπησε το τηλέφωνο κι ο σκαπανέας υπηρεσίας σήκωσε το ακουστικό. Καλούσε το Επιτελείο. Στο μεταξύ, σκοπιά στην πύλη φύλαγε ένας βολιώτης εσατζής. Τα ‘χε φτιαγμένα, πήγαινε χρόνος, με μια κοπέλα απ’ τα Πετράλωνα που διάλεγε πάντα τις ώρες της σκοπιάς του για να τον παίρνει τηλέφωνο. Σε κάποια στιγμή, ο βολιώτης άφησε τη σκοπιά του κι ήρθε στο τηλεφωνικό κέντρο. Βλέποντάς τους μαζί, εσατζή και σκαπανέα, δύσκολα θα πίστευε κανείς πως ήταν φαντάροι της ίδιας σειράς. Ο ένας γυπαετός, πουλί της πιάτσας, κι ο άλλος άκακος, μαδημένος σπουργίτης. Ξαφνικά, ο βολιώτης έμπηξε μια φωνή, άρπαξε το σήμα μες απ’ τα χέρια του σκαπανέα και βάλθηκε να τρέχει σα δαιμονισμένος.

Τρίτη, Οκτωβρίου 22, 2024

Κωνσταντινούπολη..Η κλοπή στο Κουμ Καπί.. Αληθινή Ιστορία.. Γεωργία Σταυ...


..Και όχι δεν θα σας περιγράψω την ομορφιά, το δέος, που νοιώθει κανείς σαν βρεθεί στο σταυροδρόμι αυτό των πολιτισμών. Δεν θα αναφερθώ στην πολύπλευρη και ατέλειωτη ιστορία της Πόλης με τους μύθους και της προφητείες γι’ αυτήν. Δεν θα μιλήσω για τις πικάντικες γεύσεις, την ανατολίτικη μουσική, τους γοητευτικούς νεαρούς Δερβίσηδες να χορεύουν τους εκστατικούς χορούς με τον ήχο ενός ούτι. Την αίσθηση και τις μυρωδιές των μαγαζιών του δρόμου, με τους χαμηλούς σοφράδες και τους κεφτέδες πλάι στη θάλασσα.. και το ψωμί με ψάρι στο χέρι.. Θέλω να σας μιλήσω για μια εμπειρία που είχαμε και που μπορεί να φανεί πολύ χρήσιμη σε όλους εσάς..

Φαντίκο.. ΑΖΙΖ ΝΕΣΙΝ..Διήγημα.. Logo-texnis Geo Stavrianea..


Κάποτε, ζούσε σε μια χώρα ένας ηλικιωμένος συγγραφέας. Κάθε μέρα έγραφε άρθρα σε μια εφημερίδα. Στη χώρα αυτή που ζούσε κανείς δεν του ‘δινε σημασία ούτε πρόσεχαν αυτά που ‘γραφε. Γι’ αυτόν τον λόγο ανησυχούσε ο συγγραφέας· όλο και σκεφτόταν πώς να τραβήξει πάνω του το ενδιαφέρον των αναγνωστών.

Κυριακή, Οκτωβρίου 06, 2024

Το ρομάντζο του Κόντρα Μπάσο.. ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ..Διήγημα..Logo-texnis Geo St...


Ο Άντον Τσέχοφ, ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους, αν και περισσότερο διάσημος για τα θεατρικά του έργα, δημιουργεί συναρπαστικές ιστορίες όπου συνυπάρχουν το τραγικό και το κωμικό στοιχείο, η λυρικότητα και η ποίηση, το γκροτέσκο και η φάρσα... Το ρομάντζο του Κόντρα μπάσο είναι μία από τις ιστορίες αυτές..

Η ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΚΕΚΙΝΑΣ-ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ-Νουβέλα-ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Logos me...


"Ήρθε ν’ ανοίξει η Σουζάνα, η υπηρέτρια. Φορούσε ένα φόρεμα από γκρίζο μαλλοβάμβακο ύφασμα, ξεθωριασμένο, μαζεμένο στα πλευρά, που άφηνε να φαίνεται ένα φθαρμένο βαμβακερό, σκουρόχρωμο μεσοφόρι. Η ποδιά, από χοντρό ύφασμα, ήταν διάσπαρτη από λαδιές. Κρατούσε μία βρωμερή πατσαβούρα.Μπαίνοντας η Ιζολίνα έκανε ένα μορφασμό αηδίας. -Είναι μέσα η Κεκίνα; -Μέσα είναι – απάντησε η Σουζάνα, σουφρώνοντας τα λεπτά της χείλη, χείλη θεούσας. -Και τι κάνει; -Καθαρίζουμε τα έπιπλα με πετρέλαιο. -Αυτό το κατάλαβα. Βρωμάει ο τόπος! Δεν κινδυνεύετε ν’ αρπάξετε καμιά αρρώστια εσείς;..."

Πέμπτη, Οκτωβρίου 03, 2024

ΑΝΔΡΕΑΣ-Όμηρος Πέλλας-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με tempo-Vana Sb...


"Κινήσαμε κι εκείνο το πρωί για το σχολείο, δεν θυμάμαι σε ποια τάξη πήγαινα, θα ‘μουν όμως κάτω από την τετάρτη γιατί ο Αντρέας πήγαινε ακόμα στο σχολείο, είναι 3 χρόνια μεγαλύτερος, δεν πρέπει να ‘μεινε καμιά χρονιά, δεν ήταν εξαιρετικός μαθητής, δεν ήταν όμως κουτός. Θα ‘ταν στα μέσα του Φλεβάρη, κλαδεύανε τ’ αμπέλια. Μέρα συννεφιασμένη, μουντή, όχι κρύα. Ήρθε ο Δημητράκης και με φώναξε, έτσι γινόταν πάντα. Όποιος ‘τοιμαζόταν νωρίς φώναζε τους άλλους. Ξεκινούσαμε ό,τι ώρα ‘τοιμαζόμασταν, ρολόγια δεν είχαμε στα σπίτια, μόνο ο θείος Μήτσος είχε φέρει ένα από την Αμερική, δεν είχε όμως ακόμα παιδί για το σχολείο. Εμένα ερχόταν και με φώναζε ο Δημητράκης, ένα ορφανό από μάνα κι από πατέρα παιδί —είχαν πεθάνει φυματικοί και οι δυο— έμενε σ’ ένα θείο του που δεν τον κόλλαγε ύπνος, από τα μεσάνυχτα ήταν στο πόδι. Μια φορά, αργότερα που θα πηγαίναμε στο παζάρι μαζί, ανάλαβε να μας ξυπνήσει — φτάσαμε στην πόλη —3 ώρες δρόμο, και παραπάνω— κι ήταν νύχτα ακόμη, περιμέναμε ώρα ν’ ανοίξουν τα μαγαζιά. Πέθαν’ ο καημένος φυματικός κι αυτός, παρατημένος έξω από το χωριό σε μια καλύβα, στα τελευταία του είχε πιάσει σκουλήκια, δεν τον ζύγωνε κανείς, τόνε βάλανε με κάτι ξύλα μέσα σ’ ένα λιόπανο και τον πήγανε στο μνήμα. Η γυναίκα του δεν ζύγωνε καθόλου, από μακριά του άδειαζε το φαΐ σ’ ένα πιάτο που δεν το ‘πλενε κανείς, φοβόταν, την είχε παιδέψει και πολύ όταν ήταν γερός. Ερχόταν λοιπόν ο Δημητράκης πρωί-πρωί μας ξυπνούσε κι ώσπου να ‘τοιμαστώ κι εγώ καθόταν στο τζάκι, στη φωτιά. —Έφαγες Δημητράκη, τον ρωτούσε η μητέρα. —Έφαγα. —Τι έφαγες; —Κρεμμύδια ψητά σαλάτα. Κάθε μέρα αυτό ήταν το πρωινό του. Είχε γίνει πια νούμερο η σαλάτα με ψητά κρεμμύδια του Δημητράκη. Ορισμένη περίοδο, άλλαζε, γινόταν ψωμί κι ελιές..."

Κάϊν.. Κωνσταντίνος Θεοτόκης.. Διήγημα.. Logo -texnis Geo Stavrianea


Ο Κώστας Λάμπουρας εγύρισε σπίτι του εκείνο το βράδυ συγχυσμένος. Η όψη του ήταν κίτρινη, τα μάτια του ανήσυχα και γουρλωμένα, το χείλι του αχνό· και έτσι ήτουν άσκημη η μορφή του, και ασυνήθιστη και αγριεμένη. Το φέσι του ήταν στραβά απάνου στο κεφάλι του, το σεγκούνι του ριγμένο στον ώμο του, τα μανίκια του πομάμισού του ανοιχτά και λιγδιασμένα. Μέσα στο σπίτι του η γυναίκα του εμαγείρευε το δείπνο· αυτός ήρθε κι εκάθισε παραστιάς, γιατί είχαν αρχίσει τότες τα κρύα του χινόπωρου. Δεν εχαιρέτησε· αλλά ανάσανε ανταριασμένος και κάπου κάπου εκουνούσε το κεφάλι φοβερίζοντας. «Ευγενιά, τι μαγειρεύεις;» της είπε κακότροπα. «Λάχανα» αποκρίθηκε κοιτάζοντάς τον υποψιασμένη· «τι τρέχε πάλε;» «Μας εχαντάκωσε!» της απάντησε αναστενάζοντας και πεισμωμένος «το κοπάδι το ’δωκε του νοικοκύρη. Πώς θα ζήσουμε;»