"Ήρθε ν’ ανοίξει η Σουζάνα, η υπηρέτρια. Φορούσε ένα φόρεμα από γκρίζο
μαλλοβάμβακο ύφασμα, ξεθωριασμένο, μαζεμένο στα πλευρά, που άφηνε να φαίνεται ένα φθαρμένο βαμβακερό, σκουρόχρωμο μεσοφόρι. Η ποδιά, από χοντρό ύφασμα, ήταν διάσπαρτη από λαδιές. Κρατούσε μία βρωμερή πατσαβούρα.Μπαίνοντας η Ιζολίνα έκανε ένα μορφασμό αηδίας.
-Είναι μέσα η Κεκίνα;
-Μέσα είναι – απάντησε η Σουζάνα, σουφρώνοντας τα λεπτά της χείλη, χείλη θεούσας.
-Και τι κάνει;
-Καθαρίζουμε τα έπιπλα με πετρέλαιο.
-Αυτό το κατάλαβα. Βρωμάει ο τόπος! Δεν κινδυνεύετε ν’ αρπάξετε καμιά
αρρώστια εσείς;..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου