Ένα παράθυρο ανοιχτό. Ανασαίνει βράδυ. Γαλανός ατμός ανασηκώνει τα έπιπλα. Το τραπέζι πλέει στην κάμαρα. Μπορεί να φύγει απ’ το παράθυρο – μα είναι μεγάλο – ν’ ανεβαίνει στον ουρανό με τις τέσσερις άκρες του τραπεζομάντιλου λίγο λοξές στον αέρα. Στο τζάμι σβήνει το τριανταφυλλί αντιφέγγισμα κι η εικόνα του αντικρινού φράχτη. Είσαι μόνος. Ο ουρανός σε τυλίγει από παντού, καθώς κι ο καθρέφτης της ντουλάπας γίνεται ουρανός, λίγο πιο αστραφτερός, και τ’ άλλα λείπουν. Έξω στο δρόμο μια φωνή:
- Καλά, μητέρα, έρχουμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου