Παρασκευή, Αυγούστου 30, 2024

ΣΤΕΦΑΝΟΣ-Βασίλης Μοσκόβης-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με tempo-Van...


Σκυμμένος πάνω στο τραπέζι μου δεν πήρα είδηση πως ο κλητήρας άνοιξε την πόρτα του γραφείου κι έμπασε μέσα τον Στέφανο. Εκείνος πάλι είχε ζυγώσει τόσο ανάλαφρα προς το μέρος μου που ξαφνικά είδα να στέκει μπροστά μου το κάτω μέρος ενός ανθρώπινου κορμιού. Σήκωσα το κεφάλι έτοιμος να ξεσπάσω, γιατί δεν ήθελα να μ’ ενοχλούν στη δουλειά μου μα όταν αντίκρισα το πρόσωπο του ανεπιθύμητου, δεν είπα τίποτα. Ήταν ένα πρόσωπο παιδιάστικο με μεγάλα φωτεινά μάτια κι ένα δειλό χαμόγελο που σ’ αφόπλιζε. Και το πρόσωπο αυτό ήταν στημένο πάνω σ’ ένα πανύψηλο λιγνό κορμί. Τόσο λυγερό που θύμιζε τα περήφανα ελάτια της Ρούμελης.
― Τι θέλεις; ρώτησα
― Ήρθα ν’ αναλάβω υπηρεσία, κύριε προϊστάμενε. Είμαι καινούριος υπάλληλος. Ορίστε το σημείωμα του προσωπάρχη.
Ακούοντας τα λόγια του ξαναθύμωσα πάλι.
― Και γιατί σε διόρισαν στο τμήμα μου; Ξέρεις τίποτε από βιβλιοθηκονομία; Ξέρεις καμιά ξένη γλώσσα; Ξέρεις τουλάχιστο ελληνική ορθογραφία ή μήπως σε διόρισαν και σένα αργόμισθο όπως τους άλλους;
Το παιδί έκανε ένα βήμα πίσω δειλιασμένο απ’ τις φωνές μου και κοκκίνισε. Το χαμόγελό του όμως έγινε πιο φωτεινό και μ’ αποκρίθηκε:
― Ξέρω αρκετά καλά γαλλικά και γερμανικά. Δεν κάνω πολλά ορθογραφικά λάθη, γιατί είμαι φοιτητής της νομικής. Η κατάσταση μ’ αναγκάζει να πιάσω δουλειά. Σας δίνω το λόγο μου πως θα δουλέψω μ’ όλη μου την ψυχή, γιατί μ’ αρέσει πολύ ν’ ασχολούμαι με βιβλία.
― Καλά, του είπα. Κάθισε στ’ αντικρινό τραπέζι κι έλα να σου δείξω να καταγράψεις στο ευρετήριο αυτά τα βιβλία. Πρόσεξε μην κάνεις λάθος, γιατί δεν επιτρέπονται ούτε σβησίματα ούτε μουντζούρες. Κατάλαβες;

― Μάλιστα, κύριε προϊστάμενε.

Τα Τρία Ερωτήματα..Λέων Τολστόι.. Διήγημα.. Lοgo-texnis Geo Stavrianea

.
...Και ὅταν τοῦ ἦρθε αὐτὴ ἡ σκέψη, φρόντισε νὰ διακηρυχθεῖ σὲ ὁλόκληρο τὸ βασίλειό του ὅτι θὰ ἔδινε σπουδαία ἀμοιβὴ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοῦ μάθαινε ποιὰ εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, ποιοὶ εἶναι οἱ πιὸ ἀναγκαῖοι ἄνθρωποι καὶ πὼς θὰ μποροῦσε νὰ ξέρει ποιὸ εἶναι τὸ πιὸ σπουδαῖο πράγμα νὰ κάνει. Καὶ ἦλθαν σοφοὶ ἄνθρωποι στὸ βασιλιά, ἀλλὰ ὅλοι ἔδωσαν διαφορετικὲς ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα...

Κυριακή, Αυγούστου 25, 2024

ΤΟΥΡΚΟΛΙΜΑΝΟ-Ηλίας Βενέζης-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με tempo-Va...


Βράδιαζε. Τα σύννεφα πέρα απ’ τη Σαλαμίνα χάναν σιγά σιγά τα τελευταία χρυσά χρώματα, ολοένα γίνονταν σκούρα. Η μπουκαδούρα έφερνε μες στο λιμάνι λίγο κύμα. Οι ψαροπούλες μια μια σαλπάριζαν, άσπρες, κίτρινες, πράσινες – φιγούρες ανάλαφρες μες τα χρώματα του διαστήματος. Οι ψαράδες που δεν ήταν να ρίξουν τα δίχτυα ή τα παραγάδια τους σιγουρέρναν τον κάβο που ήταν δεμένες οι βάρκες στη στεριά, παίρναν τα κουπιά στον ώμο και τραβούσαν για τα καλύβια τους. Ένα τσούρμο μωρά ξυπόλητα παίζαν στην ακρογιαλιά, κυνηγιόντανε κάνοντας μεγάλο πατιρντί. Σκάλωναν πάνου στο καινούργιο σκαρί, το στημένο στον ταρσανά, το καΐκι του καπετάν-Μανόλη. Τρέχαν από πρύμη σε πλώρη, πέφταν, τσίριζαν. Ολοένα μερεμιτιζόταν το καινούργιο σκαρί. Θα γινόταν τρεχαντήρι. Ό,τι του είχαν περάσει το μίνιο. Ένας μικρός ξυλένιος σταυρός στην πλώρη του – να φωτίζει ο Χριστός τους μαστόρους, για να δώσουν καλό πλεούμενο στα κύματα. Μύριζε κατράμι και σάπιο φύκι γύρω.
Ένας άνθρωπος καθισμένος σε μια πέτρα, στ’ ακρογιάλι, κοίταζε. Είναι ψηλός, ξερακιανός, τα μαλλιά του πολύ πυκνά, γκρίζα, αχτένιστα. Το μούτρο του αυλακωμένο από χαρακιές έχει μεγάλα γένια, βρόμικα. Το ζερβί του αυτί είναι κομμένο. Για να το κρύβουν τα μαλλιά του κατεβαίνουν πυκνά εκεί και το σκεπάζουν. Δεν είναι ντυμένος σαν τους ψαράδες, φορά και μια λεκιασμένη παλιά ρεπούμπλικα. Είναι φαγωμένη απ’ το σκόρο, έχει τρύπες στο γείσο. Ο άνθρωπος φαίνεται σαν ξεστρατισμένος στο Τουρκολίμανο, όλα φωνάζουν απάνω του πως έχασε το δρόμο.
Μια γυναικεία φωνή:
― Έλα! Έλα πια! Τα μωρά απαντέχουν να φάμε!
Τίναξε λίγο το κεφάλι του σαν να γύριζε από το ταξίδι.
― Εμένα λες;
― Εσένα λέω! Νύχτωσε!
― Καλά, έρχουμαι.
Όμως πάλι δε σηκώθηκε. Εκεί, λίγα μέτρα μακριά του, είναι ο σταυρός που βοηθάει τους μαστόρους και το καινούριο σκαρί. Τα παιδιά που τρέχαν από πλώρη σε πρύμη φύγανε, η νύχτα ολοένα κατεβαίνει, δεν ξεχωρίζει πια καλά ο σταυρός, μπερδεύεται στο σκοτάδι. Μα είναι εκεί, αυτός τον ξέρει, τον βλέπει. Έτσι γίνεται πάντα με τα σκαριά που στήνουνται στον ταρσανά. Σιγά σιγά μεγαλώνουν, παίρνουν σχήμα, τα ξύλα γίνουνται αμπάρια. Ύστερα θα μπει ο στόκος, θα μπει η μπογιά, η πίσσα. Κι ύστερα τα ξύλα θα ταξιδέψουνε. Θα τα δείρουν τα κύματα, το μελτέμι και η τραμουντάνα. Τι άραγες είναι να φέρουν τούτα εδώ τα ξύλα ― χαρά και πόνο; Ο ερημικός άνθρωπος που φαίνεται σαν να φουντάρισε στο Τουρκολίμανο ξέρει πια πως πλάι στη μοίρα των ανθρώπων είναι η μοίρα των πραγμάτων. Αυτή αποφάσισε την πρώτη φορά και βούλιαξε το καΐκι του. Το αποφάσισε και για δεύτερη φορά. Και για μια ακόμα, για τρίτη. Τρία καΐκια είναι πολλά για μια ζωή. Άλλοι δε βαστούν και πέφτουν στο πρώτο. Τούτος ρήμαξε στο τρίτο. Αποτραβήχτηκε τότες απ’ τη θάλασσα, καταστάλαξε με τη γυναίκα του και τα δυο μωρά του σ’ ένα καλύβι στο Τουρκολίμανο και ζει δουλεύοντας στους μύλους. Αλλά τώρα έχει λίγη δουλειά στους μύλους. Τον πιο πολύ καιρό τον περνά όξω απ’ τον ταρσανά, εκεί που στήνουνται τα καινούργια σκαριά. Τα παρακολουθά μέρα με τη μέρα που μεγαλώνουν, που σχηματίζονται και, όταν πια είναι έτοιμα, που πέφτουν στη θάλασσα. Ένα ένα φεύγουν τα καινούργια καΐκια, άλλα ξύλα που θα γίνουν καΐκια παίρνουν τον τόπο τους, οι μέρες περνούν, τα μαλλιά ασπρίζουν. Όμως δικό του άλλο καΐκι δε φαίνεται πια σίγουρο πως δε θα στηθεί. Τρία καΐκια που του πήρε η τραμουντάνα στο Αιγαίο είναι πολλά για μια ζωή. Έγινε ένας μίζερος άνθρωπος, ένας μονόχνωτος άνθρωπος. Τα παιδιά των ψαράδων που παίζουν στο μουράγιο τον έχουν για μπαμπούλα τους. Τα βλαστημά, δεν τους χαμογελά ποτές, τον πειράζει που τα βλέπει να παίζουν και να χαίρουνται. Ξέρει πως μέσα σ’ όλα τούτα τα παιδιά χτυπά μια ζεστή καρδιά θαλασσινών που αύριο μεθαύριο θα κινήσουν για το πρώτο καΐκι τους, να το κερδίσουν. Όλα θ’ αρχίσουν, όλα εδώ στο Τουρκολίμανο αρχίζουν και ξαναρχίζουν. Μονάχα αυτός τελείωσε. Στο Τουρκολίμανο ζουν ψαράδικα. Σήμερα πήγε καλά η θάλασσα, αύριο δεν πήγε καλά, μα την άλλη θα ξαναπάει. Δε γυρεύουν πολλά στο Τουρκολίμανο κι έτσι  δε χάνουν τίποτα. Αυτός γύρεψε τρεις φορές ανοιχτές θάλασσες όξω απ’ το Σαρωνικό. Πρέπει να πληρώσει.

Όλα ήσαν να τα λυπάσαι.. Έλλη Αλεξίου..Διήγημα.. Logo-texnis. Geo Stavr...


..Τ’ απογέματα χτυπούσαν οι καμπάνες. Οι δούλες, που κρατούσαν βελόνι και μπάλωναν την ποδιά τους καρφώνανε αμέσως το βελόνι πάνω στο ρούχο και τρύπωναν τα ραψίματα μέσα στο συρτάρι. Δεν μπόραγα να καταλάβω τι δώσε πάρε είχαν οι καμπάνες με τις βελόνες, γιατί τις φοβόντανε τόσο και τρέχανε να κρυφτούνε στο συρτάρι με τόση βιάση. Η νταντά έπαιρνε αυτοστιγμής το θυμιατό και θύμιαζε όλο το σπίτι. Ύστερα πριν να το παραιτήσει στα εικονίσματα, που ήταν η θέση του, παρέα με τους αγίους, κατέβαζε κάθε φορά από το εικονοστάσι ένα εικόνισμα, πότε γυναίκα πότε άντρα, πότε καβαλάρη, πότε με τα βιβλία στα χέρια, πότε με το μωρό… για να μην κατεβάζει όλο το ίδιο, έλεγα με τον νου μου, και ζηλεύουνε τα άλλα… το ‘φερνε κοντά στο στόμα της και σταυροκοπιόταν...

Σάββατο, Αυγούστου 24, 2024

Ο Αλήτης.. ΓΚΥ ΝΤΕ ΜΩΠΑΣΑΝ..Διήγημα..Logo-texnis. Geo Stavrianea..


Ο Ραντέλ πεινούσε, πεινούσε σαν αγρίμι, σαν τους πεινασμένους λύκους που ορμάνε επάνω στους ανθρώπους. Εξασθενημένος, περπατούσε με μεγάλες δρασκελιές για να κάνει λιγότερα βήματα και, με το κεφάλι του βαρύ, με τις φλέβες να χτυπούν στα μηλίγγια του, με τα μάτια του κόκκινα, με το στόμα στεγνό, έσφιγγε το ραβδί στο χέρι του και του ερχόταν μια ακαθόριστη επιθυμία να χτυπήσει με όλη του τη δύναμη τον πρώτο περαστικό που θα συναντούσε να γυρίζει σπίτι για αν φάει τη σούπα του.

Πέμπτη, Αυγούστου 08, 2024

Η ΔΑΣΚΑΛΙΤΣΑ- Κώστας Σκαρπέτης-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με temp...


Η δασκαλίτσα

     «Με τα φτερά του έρωτα πηγαίνω, να σε πάρω, να σε σφίξω, να μου ανήκεις… για πάντα και… παντοτινά…»
     Κάτι τέτοια έλεγε το τραγούδι που τραγούδαγε ο δάσκαλος Κολιός ένα πρωί της άνοιξης μέσα στο γραφείο του δημοτικού σχολείου. Κομψός νέος ο δάσκαλος, μαυρομάτης, μαυρομάλλης αχαμνός, με τέσσερα δάχτυλα κολλάρο, κυρτός και μακροχέρης. Όταν χτυπούσε το κουδούνι νόμιζες πως το κακόμοιρο εκείνο μπρούτζινο ηχείο κρεμόταν απ’ ένα παλαμάρι και δερνότανε πέρα δώθε στον άνεμο.
     Ήταν κι αυστηρός κομμάτι, γιατί η θέση του διευθυντή που κάτεχε σε κείνο το δημόσιο χτίριο του επέβαλλε να φέρεται με τουπέ και σοβαρότητα. Διτάξιο ήταν το δημοτικό σ’ εκείνο το χωριουδάκι. Εκατόν εξήντα παιδιά όλα – όλα και δύο δασκάλοι όλοι – όλοι. Ο δεύτερος ήτανε δασκάλα. Στρομπουλούλα η δεσποινίς Φανή με γοφούς ανοιχτούς, με γαλανά μάτια, ξανθά μαλλιά και κοντούλια χέρια. Τα χείλη της τουρλωτά και όλο σάρκα. Η μύτη της λίγο πλακουτσή, κι έλεγε ένα τραλαλό, λαλά κι αυτή όταν τραγουδούσε γεμάτο γλυκύτητα και πάθος.
     … Αυτοί λοιπόν οι δυο άνθρωποι του Θεού, έτυχε (έτσι τα ‘φερε η μοίρα) να μπλέξουνε σ’ ένα δυνατό και καταλυτικό έρωτα. Κι επειδή είναι έρωτας ετούτος ενού δασκάλου και μιας δασκάλας, δυο μορφωμένων δηλαδή ανθρώπων, ας τον διηγηθούμε γιατί όσο να ‘ναι θα ‘χει κάτι το πνευματικό μέσα του και το εξαίσιο.
     …Ο δάσκαλος είχε δυο χρόνια στο χωριό. Εκείνη που είχε φτάσει φέτος ήτανε η δασκάλα. Τη δέχτηκε εκείνος μέσα στο γραφείο του σχολείου σιδερωμένος και χαμογελαστός και όλο ύφος. «Σα βαρελάκι είναι, είπε μέσα του, καλή είναι».
     Εκείνη του φέρθηκε όσο μπορούσε πιο σοβαρά. Είναι σα μαύρος λέλεκας, είπε μέσα της, μ’ αρέσει.»
     Και μετά μόλις αλλάξανε τις πρώτες τυπικές αυτοσυστάσεις, εκείνη έκανε πως επιθεωρούσε το γραφείο. Κοίταξε μια – μια με τη σειρά τους τις τέσσαρες πλευρές, πέρασε μετά με τα μάτια της όλες τις καρέκλες σα να τις μετρούσε. Περιεργάστηκε το μελανοδοχείο, τον χάρακα, μολύβια, γόμες, στυπόχαρτα και τ’ άλλα και μετά πήγε στη μικρή βιβλιοθήκη. Για τη βιβλιοθήκη έδειξε πολύ ενδιαφέρον. Κοίταξε τους τίτλους των βιβλίων. Μερικούς απ’ αυτούς τους επανέλαβε σχεδόν φωναχτά: Εγκυκλοπαίδεια Πυρσού, χμ! Παγκόσμιος Άτλας, χμ! Αι μέλισσαι, αι σφήκες, Χριστόφορος Κολόμβος, Ουάσιγκτον, Μεταξοσκώληξ, ο Μικρός Ήρως!». Εδώ μάλιστα έριξε μια κλεφτή ματιά στον δάσκαλο και είπε μέσα της: «Πιτσιρίκο! πόσο σ’ αγαπώ!».
     —Τι λέτε για τη βιβλιοθήκη μας, είπε ο δάσκαλος τινάζοντας τα χέρια του για να φανούν τα χρυσά τους μανικέτια.
     — Καλούτσικη, είπε κι η δεσποινίς Φανή, έχει αρκετά βιβλία, αλλά ελλείπουν και μερικά απαραίτητα, όπως π.χ. η «Παιδαγωγική» του Πετσαλότσι.
     — Α! Ναι, ξέρετε αυτή η παιδαγωγική, να σας εξηγήσω το πώς και το τι.
     Τον έκοψε η δασκάλα, αλλάζοντας απότομα κουβέντα:
     — Πού μένετε εσείς εδώ;
     — Σ’ εν δωμάτιο.
     — Το ξέρω ότι μένετε σε δωμάτιο, αλλά ήθελα να πω, πώς μένετε; Τι ενοίκιο καταβάλετε, αν έχετε περιποίηση και καθαριότητα, αν βρίσκετε εύκολα τρόφιμα, αν είναι ξέρετε κατσαρίδες. Ε! Πώς τις φοβούμαι, ξέρετε. Κι εδώ είπε μέσα της η δασκάλα: «Άσ’ τον να νομίζει πως είμαι φοβιτσιάρα το τσαμένο».
     — Α! είπε ο δάσκαλος, κάπως καλά. Για σας όμως θα είναι κάπως καλύτερα. Είναι, είναι, κιόλας καλύτερα.
     — Δηλαδή τι κιόλας; ερώτησε η δασκάλα.
     — Σας έχω ήδη ταχτοποιήσει και δωμάτιο κι απ’ όλα κι αν θέλετε μπορείτε να το δείτε και τούτη τη στιγμή ακόμα.
     Η δασκάλα το ήθελε αμέσως αυτό κι ο δάσκαλος την πήγε.
     Αυτή λοιπόν εδώ ήταν η πρώτη τους συνάντηση. Μετά βλεπόντουσαν κάθε μέρα. Όλα τα πρωινά στο σχολείο, τ’ απογεύματα πάλι στο σχολείο. Στο χωριό δεν είχε πού να πάει κανείς κι ακόμα όταν δεν είχανε μάθημα στην τάξη κατάφευγαν κι οι δυο, όταν έπεφτε ιδίως το χιόνι, εκεί ανάβανε τη σόμπα και εργάζονταν…
     Την αρχή της ερωτικής τους ιστορίας την έκανε η δασκάλα, την έκανε μ’ ένα τρόπο πονηρό και συνηθέστατο. Βέβαια μη νομίσετε πως ήτανε με κάτι υπονοούμενο ή με λόγο ωραίο, όχι, απλώς σήκωσε το φουστάνι της κι άγγιξε με το γόνατο τη σόμπα.
     — Ω! δεσποινίς! μα θα καείτε, τρόμαξε ο δάσκαλος.
     Εκείνη τον κοίταξε τάχα παραξενεμένη, ενώ έλεγε μέσα της «το κουταβάκι», μετά σήκωσε το χέρι της και κάνοντας τον χρόνο του παρακάτω τραγουδιού… ψιθυριστά, το είπε: «Μ’ έκαψες που να καείς!!».
     — Α! ωραία, είπε ο δάσκαλος. Να μια ευκαιρία να κάνουμε συζήτηση για το δημοτικό μας τραγούδι. Αυτό που είπατε είναι από τα ωραιότερα στο είδος του και…
     «Τι λέει αυτός ο βλάκας, είπε η δασκάλα μέσα της, τι δημοτικό τραγούδι μου τσαμπουνάει τώρα». Δυνατά όμως του είπε:
     — Τα λέμε άλλη μέρα κύριέ μου. Βαριέμαι τώρα!
     Και εδώ σήκωσε τα χέρια και χασμουρήθηκε. Κάτω οι μασχάλες της ήταν μυρωμένες απ’ τη ζέστη, ανάδιναν μια μυρωδιά από ξινό βερίκοκο.
     Του δάσκαλου τα μάτια τότε κάπως θόλωσαν, ανέβηκε μια γλυκιά ομίχλη απ’ την καρδιά του. Είπε μέσα του: «Μωρ’ τούτη τα ‘χει τα κρεατάκια της…»
     Η δασκάλα κάτι τέτοιο πάλι σκεφτόταν: «Είναι πονηρούτσικο το κουταβάκι, θέλει όμως λίγο ακόμα να ορμήσει». Κι αυτό το λ ί γ ο α κ ό μ α απασχολούσε τώρα τη δασκάλα.
     Σήκωσε λιγάκι ακόμα το γόνατό της, έδωσε μια με το τακουνάκι της στη σόμπα.
     — Θα θέλει ξύλα είπε ο δάσκαλος.
     «Αχ τρομάρα μου τι λέει ο μπούφος», κάνει μέσα της τώρα η δασκάλα.
     Με μιας ο δάσκαλος κοίταξε το πόδι της, στάθηκε λίγο η ματιά του εκεί. Ξύστηκε ύστερα πίσω στο κεφάλι. «Το αίμα του τον γαργαλάει», σκέφτηκε αμέσως η δασκάλα «να τον φάω μου ‘ρχεται». Κι εδώ θυμήθηκε αμέσως στη φυσική – ζωολογία – εντομολογία, για τη θηλυκιά αράχνη που τρώει τον αρσενικό μετά τη γενετήσια συνομιλία, και τούτη τη φορά μ’ αυτή τη σκέψη άναψε για τα καλά.
     Τάχα την κόβανε οι καλτσοδέτες. Σήκωσε το φόρεμά της, κατέβασε, έβγαλε μια – μια τις κάλτσες της και τις κρέμασε στα καγκελάκια της καρέκλας. Ο δάσκαλος παρακολουθούσε σιωπηλά όλη αυτή την σκηνή. Πάνω στη δική του την καρέκλα κουνιόταν τώρα και τραμπάλιζε. Τραπ – τραπ.
     «Άντε κακομοίρη!» έλεγε τώρα η δασκάλα μέσα της. «Τι θέλεις, ζώο είσαι, δεν καταλαβαίνεις να βγω απάνω να φωνάζω κουκουρίκου! εμ, μα όχι δα, καλύτερα καθόλου!».
     Με εκείνο το «καθόλου» όμως που σκέφτηκε σα να απελπίστηκε με μιας. Ο δάσκαλος μπορεί να ‘τανε κουτούλης, κείνη όμως έπρεπε να γίνει η Εύα. «Α! τον βλάκα», είπε πάλι μέσα της, «έχε γούστο να πει τώρα, νυστάζω, να σηκωθεί να πάρει το καπέλο του να πει αντίο, καλόν ύπνο. Όχι. Κάποια πονηριά λοιπόν θα χρειαστεί, κάτι ωραίο και διαβασμένο, μια παγιδούλα, καλά στημένη, όχι βαρβαρότητες». Χαμογέλασε εδώ ευχαριστημένα.
     — Μπα! Τι θυμάσαι, της είπε ο δάσκαλος. Χαμογελάκια βλέπω.
     — Διαβάζουμε κάτι; του είπε.
     Έστριψε τα χείλια του ο δάσκαλος. «Τι λέει ετούτη τώρα», σκέφτηκε απογοητευμένα…
     — Να διαβάσουμε κάτι από την Παλαιά Διαθήκη ή αν θέλεις, τη μετάφραση… «Βρε τι σου είναι οι παλιογυναίκες», είπε ο δάσκαλος από μέσα του. Όμως φανερά της είπε:
     — Και δεν διαβάζουμε…
     — Έλα λοιπόν. Πάρ’ τηνε απ’ τη βιβλιοθήκη, μην αργούμε.
     Τράβηξε ο δάσκαλος εκείνο το βιβλίο απ’ τη βιβλιοθήκη.
     — Σελίς 198, του είπε η δασκάλα.
     Ανοίγει ο δάσκαλος, ρίχνει μια ματιά. Του ‘ρθε ενθουσιασμός, ήθελε φτερά να είχε να πετάξει. «Τι σου είναι οι γυναίκες!, έλεγε, τραλαλό, τραλατό ..» Και άρχισε και μισοτραγουδούσε.
     — Τραγούδια θα ‘χουμε… του είπε η δασκάλα. Έλα καημένε! κι επειδή κατάλαβε, τι θα του φάνηκε στα μάτια αμέσως του δασκάλου, έπεσε πίσω στην καρέκλα και ανακλαδίστηκε.
     — Διάβασέ μου.
     Το είπε ψιθυριστά ο δάσκαλος, κόμπιαζε από γλύκα ο λαιμός του:
     «Δώσ’ μου των χειλιών σου τα φιλάκια
     γιατί είν’ ολόγλυκη η δική σου αγάπη».
     — Αχ, βαχ! έκανε εδώ η δασκάλα.
     Γλείφτηκε ο δάσκαλος και πήγε πάρα κάτω:
     «Τη νύχτα στο ζεστό μου κρεβατάκι
     ζήτησα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου».
     Στάθηκε πάλι ο δάσκαλος. Έσκυψε λίγο το κεφάλι. Κάτι κοίταγε τάχα χάμου. Παπ κάνει και χτυπάει μια μύγα που απ’ τη ζέστη είχε αναστηθεί από κάπου! Είπε:
     — Μύγα ήτανε.
     Της λυθήκανε τα χέρια της δασκάλας. «Τι ζώον! τι ζώον!»και απελπισμένη έπιασε με τα χέρια το κεφάλι της.
     «Α! είπε μέσα του ο δάσκαλος. Τι συμβαίνει! Πιάνει με τα χέρια το κεφάλι. Α! δεν θα μου ξεφύγει. Στο τέλος κάτι, δεν μπορεί κάτι θα μου δείξει!». Το «θα μου δείξει» όμως ο δάσκαλος, καθώς ήτανε πολύ στη σκέψη αυτή συγκεντρωμένος, το είπε δυνατά, του ξέφυγε.
     — Θα δείξει; ρώτησε η δασκάλα. Τι θα δείξει;
     — Τίποτα, τίποτα! είπε ο δάσκαλος τώρα τρομαγμένα! Δεν είπα τέτοιο πράγμα!
     Τσαχπίνα εδώ η δασκάλα:
     — Μπα, πώς δεν είπατε κύριε τέτοιο πράγμα, κουφή είμαι; Δεν είπατε τη φράση «θα μου δείξει»;
     — Δεν το είπα!
     — Το είπατε κύριε.
     — Δεν το είπα.
     — Μα το είπατε σας λέω.
     — Δεν το είπα, δεν το είπα.
     — Το εί – πα – τε, το είπατε.
     — Α! θα με σκάσεις, δεν το είπα.
     — Ναι, να σε σκάσω, να σε σκάσω, το είπες που σου λέω.
     — Α! θα σου φάω τη μύτη.
     — Μπα! να λοιπόν! κι έκανε το κεφάλι της μπροστά η δασκάλα. Μπρος λοιπόν, δειλέ!
     — Αμ! αμ! έκανε ο δάσκαλος και της πλησίασε τα χείλη.
     — Τι; αυτό; τι λέτε; είναι φάγωμα αυτό; σπουδαία τα λάχανα.
     — Απ! είπε τώρα ο δάσκαλος, και με μια, της χτύπησε με τα δόντια του τα χείλη.
     Του ‘δωσε τότε μια τσιμπιά η δασκάλα από πίσω κι ο δάσκαλος μ’ ένα ωχ, έπεσε απάνω της.
     Εδώ τάχα η δασκάλα παραπάτησε και τραβώντας τον κι εκείνον κατρακυλήσανε κι οι δυο τους χάμου απά στην ψάθα του γραφείου.
     — Μη, μη, του είπε τάχα η δασκάλα, για να τον κάνει να κόψει ολότελα πια τα χαλινάρια.
     Και πραγματικά ο δάσκαλος, άτι άγριο πια, τα έκοψε κι όχι μόνο αυτό άλλα και τσίνισε δαιμονισμένα γύρω. Εκεί λοιπόν έδωσε και μια κλωτσιά στα φύλλα της βιβλιοθήκης. Κι άνοιξαν! Και τότε ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Μικρός Ήρως, αι μέλισσαι, αι σφήκαι, χυθήκανε στο πάτωμα…

To Eρωτευμένο Σύννεφο.. Λαϊκό Παραμύθι.. Διασκευή Ναζίμ Χικμέτ.. Logo-te...


..Ο Ντερβίσης πήρε μια ανάσα και φυσήξει πάλι μέσα στη φλογέρα. Από τις τρύπες της πετάχτηκε τώρα ένας άνθρωπος με μαύρα γενιά, καμπουρωτή μύτη και γουρλωτά μάτια, Έκανε δυο τούμπες δίπλα στο ντερβίση. Το όνομα του ήταν Σεϊφι, Κάρα-Σεϊφι. Ο Σεϊφί κοίταξε μια εναγύρω , ύστερα έχωσε το χέρι του στη τσέπη του ντερβίση, του άρπαξε το κομπόδεμα κι άρχισε να τρέχει...

Τετάρτη, Αυγούστου 07, 2024

ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ-ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με temp...

Το διήγημα που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιον του Σκόκου για το 1918

     Οι πρώτες μου γι’ αυτήν αναμνήσεις ξεκαθαρίζουν με δυσκολία, χαμένες στα σύθαμπα της νηπιακής ηλικίας.
     Ανάμεσα στους ήχους, που έφθαναν από μακριά στην ασυνήθιστη ακοή μου, αγνώριστοι όλοι κι εκπληκτικοί, έμαθα γρήγορα να ξεχωρίζω τη φωνή της. Ήταν μια φωνή δυνατή, καθαρή, δροσερή, γλυκιά, που θα ‘λεγα πως έλαμπε και στα μάτια μου με το χρώμα του μελιού ή του χειμωνιάτικου ήλιου. Την άκουγ’ από το περβολάκι, όπου έπαιζα με τα χώματα και τα πετραδάκια, καθισμένος μέσα στην πέτρινη γούρνα· την άκουγ’ από το παράθυρο της σάλας, όπου στεκόμουν ανεβασμένος σε μια καρέκλα κι έβλεπ’ αντίκρυ το Κάστρο· την άκουγα κάποτε κι από το κρεβατάκι μου, στην άλλη κάμαρα, όταν ξυπνούσα το πρωί με τα κελαδήματα των πουλιών. Και πρέπει να ‘δειχνα μια πολύ χαρούμενη έκπληξη, γιατί συχνά η μητέρα μου, γελαστή, μου έλεγε:
― Άκου, η Μανταλένα!…
     Έτσι ήξερα, πως η γλυκιά και καθαρή εκείνη φωνή έβγαινε από κάποιο πλάσμα που το ‘λεγαν «Μανταλένα», μα που δεν το είχα ιδεί ποτέ. Πολλά άλλα πλάσματα, ακόμα τότε, τα ‘ξερα έτσι μόνο απ’ τη φωνή τους, απ’ τον ήχο τους. Μ’ ανάμεσα σ’ όλα, γνωστά μου κι άγνωστα, ιδωμένα κι ανείδωτα, η Μανταλένα μου φαίνουνταν σαν κάτι ξεχωριστό. Τη φαντάζουμουν πιο όμορφη κι από τη μητέρα μου, όταν με κοίταζε γελαστή· πιο γλυκιά κι από τη γιαγιά μου, όταν μ’ εχάιδευε στο κεφάλι και στο πηγούνι.
     Μια μέρα, καθώς στεκόμουν μπροστά στο παράθυρο, ανεβασμένος στην καρέκλα, άκουσα πάλι τη φωνή της. Μου φάνηκε πως έβγαινε από τόσο κοντά μου, ώστε όρμησα να προβάλω, για να ιδώ. Η μητέρα μου, που με παράστεκε από πίσω, μ’ εκράτησε. Επειδή όμως επέμενα, μ’ εσήκωσε στην αγκαλιά της και μ’ άφησε να βγάλω το κεφάλι μου από τη γρίλια. Και να, το ξεχωριστό, το θαυμάσιο, το θείο που μου υπόσχουνταν η φωνή: Σ’ ένα διπλανό παράθυρο, δυο τρία σπίτια πιο κάτω απ’ το δικό μας, αριστερά μου, είδα ένα κεφάλι ολόξανθο, που έλαμψε στα μάτια μου με το χρώμα του μελιού και του χειμωνιάτικου ήλιου.
― Η Μανταλένα! μου ψιθύριζε καθώς με κρατούσε η μητέρα μου. Την είδες λοιπόν τη Μανταλένα;
     Ναι, την είδα, την έβλεπα, μα όχι όσο ήθελα. Γιατί καθώς ήταν κι εκείνη γυρισμένη αριστερά και μιλούσε μ’ ένα άλλο κορίτσι, μαυριδερό, σ’ έν’ άλλο παράθυρο, πιο κάτω, δεν μου ‘δειχνε παρά τα ξανθά της μαλλιά, τον κάτασπρο σβέρκο της και λιγάκι από την ουρανιά καμιζόλα της. Του κάκου περίμενα να γυρίσει μια στιγμή το πρόσωπό της προς το μέρος μου· του κάκου αντιστάθηκα όσο μπορούσα δυο τρεις φορές, που θέλησε η μητέρα μου να με τραβήξει μέσα. Η Μανταλένα εξακολουθούσε να μιλά με το μαυριδερό κορίτσι, γυρισμένη αντίθετα. Κι άξαφνα, μ’ έν’ απότομο κίνημα, σα να τη φώναξε κάποιος από το σπίτι, έμπασε μέσα το κεφάλι της και την έχασα.
     Δεν θυμούμαι αν έκλαψα και τότε, όπως μια φορά που μου ‘καναν με το πρίσμα φάσματα στον τοίχο κι άξαφνα μου το ‘κοψαν. Από κείνη όμως την ημέρα, που είδα το ξανθό κεφάλι, η γλυκιά φωνή μου φαίνουνταν πιο γνώριμη, πιο αγαπητή και πιο ζωηρά χρωματισμένη με το χρώμα του μελιού και του χειμωνιάτικου ήλιου…
     
     * * *
     
     Γυρίζαμε απ’ τη γειτονική μας Εκκλησία. Κάποια Κυριακή; κάποια γιορτή;…
     Η μητέρα μου με κρατούσε απ’ το χεράκι κι η νταντά, στο πλάι μας, ήταν έτοιμη να με σηκώσει στην αγκαλιά της, γιατί μόλις έσερνα τα πόδια μου.
     Άξαφνα βλέπω τη μητέρα μου να στέκεται και να μιλά προς τα ψηλά. Στέκουμαι κι εγώ και σηκώνω το κεφάλι μου. Ήμαστε κάτω από ένα παράθυρο, που πρέπει να ‘ταν το ίδιο εκείνο, όπου εδώ και λίγες μέρες είχα ιδεί το ξανθό κεφάλι. Γιατί και τώρα το ίδιο κεφάλι ήταν εκεί προβαλμένο. Θα το γνώριζα κι από τα μαλλιά του. Άκουσα όμως και τη μητέρα μου που είπε:
― Καλημέρα, Μανταλένα μου…
     Και τη γλυκιά δυνατή φωνή που αποκρίθηκε:
― Καλημέρα σας, κυρία!…
     Απόρησα, θαμπώθηκα και καταχάρηκα. Ήμουν στην ηλικία, που όλα μας φαίνουνται θαύματα, υπερφυσικά. Πώς βρέθηκε άξαφνα μπροστά μας το παράθυρο εκείνο, σε μια στιγμή που το νόμιζα μίλια μακριά;
     Μα έκαμα έτσι κι είδα, γνώρισα το σπίτι μας, στην ίδια γραμμή. Βέβαια, καλέ, ήταν το παράθυρο της Μανταλένας! Και να από κάτω του μια πόρτα, λαδιά σκούρα, με το ‘να πορτόφυλλο κλειστό, με τ’ άλλο διάπλατο, απ’ όπου φαίνουνταν παρά μέσα μια σκάλα κιτρινωπή, ίσια, φωτισμένη ζωηρά και φαιδρά από κάποιο αθώρητο φεγγίτη.
     Τράβηξα τη μητέρα μου απ’ το χέρι, για να της δείξω πως ήθελα να μπούμε σ’ εκείνη την πόρτα και ν’ ανεβούμε σ’ εκείνη τη σκάλα, για να φθάσουμε τη Μανταλένα.
     Μα η μητέρα μου αντιστάθηκε.
― Σύχασε, μου είπε, τώρα θα πάμε στα σπίτι μας.
     Κι επρόσθεσε, κοιτάζοντας ψηλά:
― Δε βλέπεις, καλέ; Ο γιος μου θέλει να σου κάμει βίζιτα… Να, να. με τραβουλιάζει…
     Ντράπηκα κι έπαψα αμέσως το τραβούληγμα. Η Μανταλένα γελούσε δυνατά κι έλεγε λόγια που δεν τα θυμούμαι, γιατ’ ίσως και δεν τα καταλάβαινα. Γελούσε κι η μητέρα μου, που έσκυβε τώρα σε μένα και μου ‘λεγε:
― Την αγαπάς την κυρία Μανταλένα:.. σ’ αρέσει; Ιδές τη λοιπόν! να!
     Μου σήκωνε το κεφαλάκι απ’ το πηγούνι· κι εγώ αντιστεκόμουν, έβαζα δύναμη να το κρατώ σκυφτό· γιατί καταλάβαινα πως άμα το σήκωνα τώρα, θ’ αντίκριζα τα μάτια της Μανταλένας να με κοιτάζουν, κι αισθανόμουν ντροπή, ίσως μάλιστα και κάποιο φόβο.
     Γιατί πρωτύτερα, που η Μανταλένα μιλούσε με τη μητέρα μου, είχα ιδεί μια στιγμή αυτά τα μάτια από το πλάι, και μου είχαν φανεί πολύ αλλιώτικα, πολύ διαφορετικά απ’ όσα μάτια είχα ιδεί ως τότε. Φανταζόμουν, πως αν τα ‘βλεπα ολόισα, καρφωμένα στα δικά μου, θα τρόμαζα, όπως τρόμαξα μια φορά στη σοφίτα, όπου, παίζοντας, γύρισα μια παλιά εικόνα, πεταμένη ανάποδα σε μιαν άκρη, και βρέθηκα άξαφνα αντίκρυ σ’ ένα μεγάλο πρόσωπο με κάτι μάτια φοβερά. Άντρας ήταν; γυναίκα ήταν; Δεν ξέρω! Με μια κραυγή τρόμου πέταξα την εικόνα, έφυγα κι ούτε ξαναπάτησα στη σοφίτα εκείνη.
     Μα σήμερα, η περιέργεια κατανίκησε και τη ντροπή και το φόβο. Έπειτα η μητέρα μου ήταν κοντά μου, με κρατούσε απ’ το χέρι· τι είχα να πάθω; Κι επιτέλους σήκωσα το κεφάλι μου κι είδα τα μάτια της Μανταλένας που με κοίταζαν.
     Τρόμαξα πάλι, γύρισα μια στιγμή τα δικά μου αλλού κι έσφιξα το χέρι της μητέρας μου. Μα σα να με τράβηξαν με μαγνήτη τα μάτια εκείνα, τα ξανακοίταξα χωρίς να θέλω. Αυτό έγινε δυο τρεις φορές, ώσπου να ξεθαρρευτώ. Κι άφοβα τότε ξακολούθησα να τα κοιτάζω…
     Τα μάτια της Μανταλένας, μεγάλα, ολάνοικτα, τριγυρισμένα από μαύρα, μακριά τσίνορα, είχαν το χρώμα της γαλαζόπετρας. Μα έχυναν τόσο φως, ώστε δεν μ’ άφηναν να βλέπω τίποτ’ άλλο από το πρόσωπό της. Αυτά έβλεπα μόνο και τα ξανθά της μαλλιά. Ήταν για μένα μια καινούργια εντελώς γοητεία. Είχα καρφωθεί εκεί στη μέση του δρόμου, με το κεφάλι μου ψηλά. Η μητέρα μου, για να κουνηθώ, αναγκάσθηκε να με τραβήξει με δύναμη. Την ακολούθησα. Μα όσο πηγαίναμε, εγώ ως που μπήκαμε πια στην πόρτα μας, ξακολουθούσα να κρατώ το κεφάλι μου γυρισμένο κατά το παράθυρο της Μανταλένας.
     Από τότε, μόλις άκουγα τη γλυκιά, δυνατή φωνή, ξαναφαίνουνταν μπροστά μου το ξανθόμαλλο κεφάλι με τα γαλάζια μάτια. Η Μανταλένα για μένα ήταν έν’ αλλιώτικο πλάσμα, ένα γοητευτικό τέρας, που δεν είχε παρά μαλλιά και μάτια.
     
     * * *
     
     Σιγά-σιγά, μεγαλώνοντας, τη συμπλήρωνα, την έβλεπα καθαρά. Όταν έγινα πια πέντε χρονών, η Μανταλένα, εκτός απ’ τα μαλλιά και τα μάτια, είχε για μένα κι ένα κατακόκκινο στόμα με κάτασπρα δόντια, που τα μπροστινά, τ’ απάνω, μου φαίνουνταν σα μεγαλύτερ’ από τ’ άλλα· είχε ακόμα μια μύτη ίσια, στενή και μακριά, που με δυσκολία ξεχώριζα τα ρουθουνάκια της, και δυο αυτάκια τριανταφυλλιά, στολισμένα με δυο μικρούτσικα διαμάντια. Πάντα όμως τα μάτια της έλαμπαν περισσότερο· κι όλ’ αυτά τα χαρακτηριστικά τα ‘βλεπα σα μέσα σ’ ένα γαλάζιο φως. Και το μέλι ακόμα των μαλλιών της μου φαίνουνταν πως εκυάνιζε αλαφρά, σαν το παλιό χρυσάφι μιας καρφίτσας που φορούσε η γιαγιά μου.
     Ήταν άραγε τόσο υπερφυσικά όμορφη η Μανταλένα, όπως την έβλεπα απ’ τα πέντε μου χρόνια ως τα επτά; Δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα. Δεν θα ‘ξερα καν να πω ούτε τι ηλικία είχε, τον καιρό που, μαζί με τον κόσμο, την πρωτογνώρισα. Θυμάμαι πάντα το στήθος της μεστό, στρογγυλό, φουσκωμένο. Μα ήταν τότε κοριτσόπουλο δεκαπέντε χρονών ή μεγάλο κορίτσι, εικοσιπεντάρα; Αδύνατο να συμπεράνω. Τα μόνο βέβαιο είναι πως ύστερ’ από τριάντα χρόνια που την ξαναείδα, η Μανταλένα ήταν γριά κι άσχημη, με δυο δόντια μονάχα, —εκείνα τα μπροστινά, που μου φαίνουνταν πάντα μεγαλύτερα. Μα κι απ’ αυτό τίποτα δεν βγάζω. Μπορεί να γέρασε πρόωρα, η δυστυχισμένη, όπως πρόωρα μπορεί να ‘χε μεστώσει και το στήθος της. Κι η πιο άσχημη γριά δεν μπορεί να στάθηκε στον καιρό της πεντάμορφη;
     Την ιστορία της όμως την ξέρω· κι απ’ αυτή βγάζω πως η όμορφη Μανταλένα, αυτό το νηπιακό μου όνειρο, στάθηκε μια από τις πιο δυστυχισμένες γυναίκες του τόπου της και του καιρού της. Κι είναι μάλιστα το πρώτο πλάσμα στον κόσμο, που μαζί με τη χαρά της Ομορφιάς, μου γνώρισε και τη θλίψη της Δυστυχίας. Θα ήμουν τότες ως επτά χρονών. Η μητέρα μου μ’ έστελνε κάθε μέρα στο σπίτι της Μανταλένας, όπου η θεια της, μια αγαθότατη και καθαρότατη γριούλα, μ’ εμάθαινε να συλλαβίζω στη φυλλάδα μου και μου ‘λεγε παραμύθια. Το μάθημα με στενοχωρούσε πολύ. Μια μέρα μάλιστα, θυμούμαι, πέταξα με θυμό τη φυλλάδα μου και φώναξα: «Να μου δώσετε το μηνιάτικό μου να φύγω!» (Γιατί ίσα ίσα εκείνο το πρωί είχα πάει το ασημένιο δίφραγκο, που πληρώναμε κάθε μήνα τα πέντ’ έξι παιδιά, γειτονοπούλα, του νηπιαγωγείου). Τα παραμύθια όμως τ’ άκουγα πάντα μ’ ευχαρίστηση, αν και τα ‘ξερα πια απόξω, γιατί η γριά δασκάλα μάς έλεγε δυο τρία, πάντα τα ίδια. Ήμουν κατενθουσιασμένος προπάντων όταν μπορούσα, ακούγοντας το παραμύθι με τις πεντάμορφες, τις βασιλοπούλες, τις νεράιδες, τις μάγισσες, να βλέπω και τη γλυκιά Μανταλένα, πότε απ’ τη μισανοικτή πόρτα, στην καμαρούλα της, όπου κτένιζε ατέλειωτα τα χρυσά της μαλλιά, —ολάκερη ιεροτελεστία!― πότε κει, μπροστά μας, να κάθεται στην καρέκλα και να πλέκει ήσυχα ή να κεντά.
     Σπάνια, πολύ σπάνια μιλούσε, και σιγά-σιγά. Η φωνή της, μέσα στο σπίτι, ήταν ολωσδιόλου αλλιώτικη, παρά όπως την άκουγα απ’ το περιβόλι. Την ύψωνε καθαρή και δυνατή μόνο σαν κουβέντιαζε, απ’ τα παράθυρα του δρόμου ή της αυλής, με τις αντικρινές της φιληνάδες. Φώναζε τότε και γελούσε, σαν ένα πλάσμα χαρούμενο και ξένοιαστο. Μα μόλις τέλειωνε την κουβέντα κι έμπαινε μέσα, το γέλιο της έσβηνε, το πρόσωπό της γίνουνταν σοβαρό, μελαγχολικό, κι η φωνή της δεν αντηχούσε παρά σ’ ένα πολύ χαμηλό τόνο, βαρύ, σχεδόν πένθιμο… Μου ‘κανε μεγάλη εντύπωση αυτή η διαφορά. Πώς κτυπά ένα κουδούνι όταν το χουφτώνεις ολάκερο κι όταν πάλι το κρατάς μόνο απ’ το χερούλι; Έτσι μου φαίνουνταν κι η Μανταλένα όταν μιλούσε απ’ το παράθυρο κι όταν μιλούσε μες στο σπίτι. Μα το λυπημένο ύφος τής πήγαινε. Γίνουνταν πιο όμορφη όταν σιωπούσε ή σιγομιλούσε μελαγχολικά. Τα χαμηλωμένα ματόκλαδα με τα μαύρα τσίνορα έριχναν μια θαυμάσια σκιά στις γαλάζιες κόρες. Ήταν στιγμές που ζωντάνευε μπροστά μου τη Βασιλοπούλα του παραμυθιού. Κι ήταν άλλες που μου φαίνουνταν σαν την γαλανή Φραγκοπαναγιά, που είχε στο εικονοστάσι της μια γειτόνισσά μας κοντέσα. Το βράδυ το ‘λεγα της μητέρας μου:
― Μαμάκα, η κυρία Μανταλένα δεν είναι απαράλλακτη με την Παναγία;
     Κι η μητέρα μου το ‘λεγε του πατέρα μου και γελούσαν. Ένα βράδυ, εκεί που δειπνούσαμε, ο πατέρας μου με ρώτησε:
― Κωστάκη, άμα μεγαλώσεις… θέλεις να πάρεις γυναίκα σου τη Μανταλένα;
     Εγώ κούνησα αμέσως το κεφάλι μου ζωηρά, με προθυμία· κι έπειτα, ξαφνικά, μια φλόγα ντροπής ανέβηκε στα μάγουλά μου. Εκείνοι έσκασαν από τα γέλια.
     Άλλη φορά, ρώτησα τη μητέρα μου:
― Μα γιατί η κυρία Μανταλένα είναι πάντα λυπημένη;
― Γιατί δεν έχει μητέρα, παιδί μου.
― Της πέθανε:
― Ναι.
― Ούτε πατέρα;
― Όχι, πατέρα έχει…
― Και γιατί δεν είναι μαζί του;
― Γιατί άμα έχασε τη μητέρα της, πριν γεννηθείς εσύ, την πήρε η θεία της, να την έχει σαν παιδί της.
     Τόσο μόνο μου είπε η μητέρα μου και, χωρίς να τη ρωτήσω άλλο, επωφελήθηκε για να προσθέσει:
― Λυπάται, η καημένη, σα θυμάται τη μητερούλα της. Βλέπεις, παιδί μου; Τίποτα δεν μπορεί να μπει στη θέση της μητερούλας· ούτε μπαμπάς ούτε θεία. Γι’ αυτό και συ πρέπει να ‘σαι φρόνιμος, να μ’ ακούς, να μη με συγχύζεις και να μ’ αγαπάς.
― Σ’ αγαπώ, ψιθύρισα. Πάντα θα σ’ αγαπώ, μαμάκα!…
     Κι από μέσα μου είπα: «Θ’ αγαπώ όμως και τη Μανταλένα».
     
     * * *
     
     Αργότερα έμαθα.
     Δεν ήταν μόνο που δεν είχε μητέρα η Μανταλένα, παρά που είχε και μητρυιά. Η μητρυιά αυτή, κάμποσα χρόνια, της είχε κάμει πολύ κακή ζωή. Δηλαδή κι η Μανταλένα μπορεί να ‘χε κάμει κακή ζωή της μητρυιάς της. Οπωσδήποτε, δεν μπορούσαν πια να ζουν στο ίδιο σπίτι. Γι’ αυτό η Μανταλένα αναγκάστηκε να φύγει από το πατρικό και να ζητήσει άσυλο στο σπίτι της φτωχής της θείας.
     Την αγαπούσε τάχα ο πατέρας της; Της χάριζε ωραία πράμματα; Την έβλεπε συχνά; Τίποτ’ απ’ αυτά δεν μπορούσα τότε να ξέρω. Εγώ ποτέ δεν είδα πατέρα της Μανταλένας. Μα για να εξηγώ την αιώνια μελαγχολία της, μου έφθαναν οι πληροφορίες της μητέρας μου.
     Μια μέρα τη ζύγωσα ξαφνικά και της είπα:
― Ξέρω γιατ’ είσαι λυπημένη! Θυμάσαι τη μαμάκα σου που πέθανε.
     Κι η Μανταλένα ξαφνιάστηκε, θύμωσε και μ’ αποπήρε:
― Να μου κάνεις τη χάρη! μου φώναξε. Δεν είναι δική σου δουλειά!… Πήγαινε να διαβάσεις τη φυλλάδα σου. Ορίστ’ εκεί!…
     Μου ‘ρθαν κλάματα. Τα είδε η γριά δασκάλα μου, μ’ εχάιδεψε και μου είπε στ’ αυτί!
― Μην της μιλάς ποτέ για τη μάνα της. Της τη θυμίζεις και πικραίνεται χειρότερα. Έπειτα έχει κι άλλα βάσανα, το καημένο. Είναι βαριά άρρωστος ο πατέρας της.
     Μ’ όλη μου την καρδιά συχώρεσα αμέσως τον απότομο τρόπο της Μανταλένας, γιατί είδα πως όλο το λάθος ήταν δικό μου. Λυπήθηκα μάλιστα πολύ που, χωρίς να θέλω, την πίκρανα. Κι από την ημέρα εκείνη, αντί να λιγοστέψει, μεγάλωσε η παιδιάτικη λατρεία που της είχα.
     Άξαφνα ένα βράδυ, πολλήν ώρα αφού σκόλασα, ήλθε στο σπίτι μας η είδηση: Πέθανε ο πατέρας της Μανταλένας.
     Δεν ήξερ’ ακόμη από θάνατο κι η είδηση δεν μου ‘καμε και τόσο φοβερή εντύπωση. Δεν φαντάστηκα αμέσως καμμιά μεγάλη συμφορά για τη Μανταλένα. Συλλογίστηκα μόνο, ότι την άλλη μέρα, θα την έβλεπα πολύ λυπημένη, ίσως και κλαμένη. Υποσχέθηκα όμως στον εαυτό μου να μη της πω ούτε λέξη για τον πατέρα της. Θα ‘κανα σα να μην έμαθα τίποτα…
     Και το πρωί, ανύποπτος μπορώ να πω, πήρα τη σάκα μου και πήγα, όπως πάντα, στο σκολειό μου.
     Θε μου! τι με περίμενε!
     Δεν ξέρω τι ώρα ήταν. Θυμούμαι μόνο, πως ο ήλιος δεν είχε κατεβεί ακόμα στο στενό μας δρόμο με τα ψηλά σπίτια. Έτρεξα το μικρό διάστημα, που χώριζε την πόρτα μας από την πόρτα της Μανταλένας, μέσα σε μια στακτερή σκιά, δροσερή, σχεδόν κρύα. Ψήλωσα όσο μπορούσα στις μύτες των ποδιών και κτύπησα μια φορά τον σιδερένιο μπαταδούρο. Κάποιος από πάνου τράβηξε το σχοινί του σαρταρέλου και το σκούρο λαδί πορτόφυλλο άνοιξε. Το ‘σπρωξα τότε, μπήκα μ’ ορμή κι ετοιμάστηκα ν’ ανεβώ. Αλλά η σκάλα, φωτισμένη ζωηρά από ένα μικρό, ανατολικό φεγγίτη, δεν ήταν ελεύθερη. Εκείνη τη στιγμή κατέβαιναν δυο άνθρωποι: Η Μανταλένα μπροστά κι ο θειος της από πίσω.
     Στάθηκα ευθύς με το κεφάλι ψηλά.
― Ποιος είναι; ρώτησε από πάνου η δασκάλα μου.
     Κι η Μανταλένα, κατεβαίνοντας, με τα γαλάζια της μάτια ολάνοιχτα, καρφωμένα απάνου μου, αποκρίθηκε σιγά, μα πολύ σιγά:
― Ο Κωστάκης…
     Η φωνή της ήταν αθόρυβη, όπως το βήμα της. Ήταν σα μιαν αληθινή οπτασία, σαν ένα πλάσμα υπερφυσικό, που κατέβαινε τη σκάλα χωρίς να την αγγίζει… Τα φουστάνι της ήταν τόσο μακρύ, που αλήθεια δεν έβλεπα τα πόδια της. Και το φουστάνι αυτό ήταν κατάμαυρο. Κατάμαυρη κι η ζακέτα με τα στενά μανίκια. Κατάμαυρη κι η μαντίλια, που ήταν ριγμένη απάνω στα ξανθά μαλλιά κι έφθανε με απλές, ίσιες πτυχές, ως πάρα κάτω από τη μέση. Με το ‘να της χέρι, κατάλευκο σαν το κερί, την κρατούσε ενωμένη κάτω απ’ το πηγούνι. Τ’ αυτιά της όμως έβγαιναν έξω κι είδα ευθύς πως σήμερα δεν ήταν στολισμένα με τα μικρά διαμάντια… Η Μανταλένα ήταν βουτηγμένη στα φρικτά μαύρα. Δεν έκλαιγε. Μα το πρόσωπό της, κατακόκκινο, αναμμένο, είχε μια τέτοια έκφραση λύπης, πόνου, συντριβής, που μου φαίνεται πως ποτέ δεν την είδα σ’ άλλο πρόσωπο ανθρώπου. Τα μάτια της προπάντων —αχ, Θε μου, εκείνα τα μάτια της! Πώς γυάλιζαν στεγνά, κατάξερα, πώς φαίνουνταν σα να ‘χαν χύσει όλα τα δάκρυα που μπορούσαν!
     Δυο τρεις στιγμές μπόρεσα ν’ ανθέξω στο κοίταγμά τους. Έπειτα κατέβασα τα δικά μου και ξυστά ξυστά, τοίχο τοίχο, κρατώντας και την αναπνοή μου, προσέχοντας να μην αγγίξω ούτ’ ένα κρόσσι της μαύρης μαντίλιας, ανέβηκα γρήγορα τη σκάλα, —μα πολύ γρήγορα, σα να με κυνηγούσαν,― έτρεξα ίσα στη γωνίτσα μου κι εκάθισα, έπεσα στα σκαμνάκι μου. Τα μικρά μου πόδια έτρεμαν, σα να είχα κάμει δρόμο πολύ. Ήμουν στην κάμαρα ολομόναχος. Κανένα παιδί δεν είχ’ έλθει ακόμα κι η δασκάλα μου ήταν στην κουζίνα, απ’ όπου με είδε τη στιγμή που ανέβαινε και μου φώναξε ένα θλιμμένο «καλόστονε! » Η Μανταλένα με το θείο της βγήκαν στο δρόμο. Άκουσα το βρόντο της πόρτας που ξανάκλεισε πίσω τους και μου ‘λθε να σηκωθώ και να κοιτάξω απ’ το παράθυρο. Ήθελα να ‘βλεπα: έτσι αλαφρά, αερικά, θα περπατούσε και στο δρόμο η μαυροφόρα Μανταλένα, όπως κατέβηκε και τη σκάλα; Μα δεν τόλμησα. Κι έμεινα στη θέση μου μονάχος, λυπημένος, συλλογισμένος. Μπορώ να πω και φοβισμένος. Γιατί η ζωντανή εκείνη εικόνα της Δυστυχίας μου είχε προξενήσει λύπη μαζί και φόβο…
     
     * * *
     
     Πού πήγαινε τάχα τόσο πρωί η μαυροφόρα Μανταλένα; Στο σπίτι βέβαια του πεθαμένου πατέρα της και της κακής μητρυιάς της. Θα ‘καναν σήμερα την κηδεία. Και πότε θα γύριζε; Θα την ξανάβλεπα σήμερα; Ύστερα, το μεσημέρι, τ’ απόγεμα, θα ‘ρχουνταν πάλι, θα ‘βγαζ’ εκείνα τα φρικτά μαύρα, θα φορούσε την κόκκινη, τη γαλάζια ή την άσπρη καμιζόλα της, και θα κάθουνταν εκεί, με το εργόχειρό της, ν’ ακούει κι αυτή το παραμύθι της γριάς;
     Τίποτ’ απ’ αυτά!
     Η μέρα εκείνη πέρασε ολωσδιόλου αλλιώτικα στο σκολάκι μας.
     Τα παιδιά δεν ήλθαν, εκτός από μένα κι από ένα άλλο. Η δασκάλα δεν μας έβαλε καινούργιες συλλαβές· μας άφησε να λέμε και να ξαναλέμε τις περασμένες. Κι ούτε παραμύθι μας είπε, ούτε «φιγούρες» μας έδειξε, ούτε να παίξουμε μας έδωσε την άδεια. Όλη την ημέρα είχε το νου της αλλού. Στον πεθαμένο βέβαια και στη μαυροφόρα Μανταλένα…
     Κι εγώ εκεί τον είχα. Στιγμή δεν μπορούσα να ξεχάσω την πρωινή οπτασία. Ολοένα η λύπη έσφιγγε τη μικρή μου καρδιά δυνατότερα. Πολλές φορές τα μάτια μου βούρκωσαν και τα δάκρυά μου, χοντρά και ζεστά, έσταξαν στη φυλλάδα.
― Γιατί κλαις; με ρωτούσε ο μικρός μου συμμαθητής.
― Έτσι, του απαντούσα —ή και δεν του απαντούσα καθόλου.
     Το μεσημέρι, κρατώντας με κόπο τα κλάματα, διηγήθηκα στη μητέρα μου τη συνάντηση που είχα κάμει στη σκάλα. Και περιγράφοντας τη Μανταλένα, της είπα:
― Φορούσε ολόμαυρα σα γριά.
     Η μητέρα μου, χωρίς να θέλει, χαμογέλασε· έπειτα ευθύς σοβαρεύτηκε και μου αποκρίθηκε:
― Η καημένη! Τώρα απόμεινε δισάρφανη. Και θ’ αργήσει να τα βγάλει αυτά τα μαύρα…
     Τι; αιωνίως έτσι θα ‘βλεπα μπροστά μου τη Μανταλένα, μαυροφόρα σα γριά; Μ’ αυτό δεν θα μπορούσα να το υποφέρω! Θα ‘ταν σα ν’ άλλαζε ο ρυθμός του παντός, σα να μην ξημέρωνε ποτέ…
     Τ’ απόγεμα ξαναπήγα στο σκολειό, αλλά η Μανταλένα δεν είχε γυρίσει. Μόνο ο θειος της ήλθε μια στιγμή και ξανάφυγε.. .
     Όσο βράδιαζε, όσο λιγόστευε το φως της ημέρας, τόσο μεγάλωνε η θλίψη κι ο αόριστος εκείνος φόβος μου. Με τη φαντασία, έβλεπα τη Μανταλένα ακόμα πιο μαύρη, ακόμα πιο δυστυχισμένη, και τα γαλάζια μάτια της μ’ εκοίταζαν μ’ ένα τρόπο, που στιγμές στιγμές μου ‘ρχουνταν να ξεφωνίσω, σα να ‘βλεπα φάντασμα.
     Έφαγα ανόρεκτα, έπεσα στο κρεβατάκι μου, μα στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ. Η βαριά μου καρδιά ζητούσε ένα ξεθύμασμα. Κι άρχισα να σιγοκλαίω. Ποτέ, ως τότε, δεν είχα κάμει τέτοιο θρήνο. Κι εγώ δεν ξέρω πόσες ώρες είχα κλάψει, με το πρόσωπο χωμένο στο προσκεφάλι. Όταν η μητέρα μου μπήκε στην κάμαρα, για να πλαγιάσει κι αυτή, με βρήκε έτσι και τρόμαξε.
― Τι έχεις, παιδί μου;… γιατί κλαις; με ρώτησε. Κι εγώ, δυναμώνοντας το κλάμα, της φώναξα:
― Λυπάμαι τη Μανταλένα!
     Μ’ αγκάλιασε, με σκούπισε, με φίλησε, με χάιδεψε, δεν ήξερε τι να μου κάνει για να με παρηγορήσει. Κι εγώ ξακολουθούσα να κλαίω και να λέω:
― Λυπάμαι τη Μανταλένα!…
     
     * * *
     
     Ούτε την άλλη μέρα φάνηκε στο σπίτι της θειας της η Μανταλένα. Ούτε την άλλη, ούτε την άλλη… Ποτέ πια!
     Φαίνεται, πως η κακή μητρυιά είχε ξαναγυρίσει στη μητέρα της, κι η Μανταλένα μπόρεσε να καθίσει πάλι στο πατρικό της, με τη γιαγιά της και μ’ έναν αδελφό που είχε, μεγαλύτερο.
     Για πολλές ημέρες, έβλεπα να της κουβαλούν από το σπίτι της θειας της τα πράμματά της: Μια ντουλάπα καρυδένια, ένα φορτσεράκι με χρυσά καρφάκια, μια κασετίνα με αχιβάδες, έναν καθρέφτη με βελουδένια κορνίζα, δυο βάζα κόκκινα. Τίποτα δεν έμειν’ εκεί μέσα που να τη θυμίζει, εκτός από μια κορδελίτσα των μαλλιών μαβιά, που κρέμουνταν ξεχασμένη απάνω απ’ το σκοτεινό κομμό της θειας, στην ίδια κάμαρα που καθόμαστε τα παιδιά. Και το σπίτι μου φαίνουνταν σαν άδειο …
     Δεν την ξαναείδα.
     Πέρασαν χρόνια, μεγάλωσα, πήγα στο «αληθινό» σκολειό, άρχισα να ερωτεύουμαι κορίτσια της ηλικίας μου. Μα πάντα θυμούμουν την ομορφιά της μεγάλης εκείνης Μανταλένας· ήταν αδύνατο να ξεχάσω την πρωτογνώριστη λύπη που μου προξένησε η δυστυχία της κι έμεινα με την εντύπωση της μαύρης οπτασίας, που μου παρουσιάστηκε κείνο το πρωί.
     Δεν την ξαναείδα.
     Πέρασαν κι άλλα χρόνια, χρόνια πολλά… Έγιν’ άντρας, ξενιτεύτηκα, δυστύχησα, ευτύχησα, αγάπησα, παντρεύτηκα, χήρεψα, ξαναπανδρεύτηκα, έκαμα ένα σωρό παιδιά, έζησα κι έφτασα στην ηλικία εκείνη που ο άνθρωπος αρχίζει να ζει περισσότερο με αναμνήσεις.
     Κι οι αναμνήσεις αυτές με ξαναγύριζαν συχνά στην πατρίδα μου, στο πατρικό μου σπίτι, στο καντούνι μας, στο σκολάκι της θειας, στα σπίτι της Μανταλένας. Πότε άκουγα με το νου μου την καθαρή και γλυκιά φωνή της, όπως την άκουγα τότε, πριν γνωρίσω την ίδια· πότε έβλεπα το κεφάλι της με τα ξανθά μαλλιά, γυρισμένο, όπως το πρωτοείδα στο παράθυρο· πότε τα γαλάζια της μάτια, όπως με πρωτοκοίταξαν εκείνη την Κυριακή που γύριζα από την Εκκλησιά· και πότε τα ίδια αυτά μάτια, μα τόσο αλλιώτικα, όπως μου φανίστηκαν το πένθιμο εκείνο πρωί. Έτσι, συχνότερα, οι αναμνήσεις μου ‘φερναν μια Μανταλένα μαυροφόρα και θλιμμένη, σαν εικόνα υπέρτατης Δυστυχίας, και μαζί μ’ αυτή, κάτι απ’ τη βαθιά λύπη, κάτι απ’ το θρησκευτικό φόβο που είχε δοκιμάσει τότε η παιδική μου καρδιά.
     Σαν ξαναγύρισα, μετά τριάντα χρόνια ξενιτιάς, στην πατρίδα μου, ρώτησα και για τη Μανταλένα. Ζει;
― Ζει, μου είπαν, η τρισκακομοίρα, μα καλύτερα να μη ζούσε!
     Και μου διηγήθηκαν από τη ζωή της όσα δεν ήξερα.
     Σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια, είχε παντρευτεί δυο φορές, είχε κάμει δέκα παιδιά και, καινούργια Νιόβη, τα είχε θάψει όλα ένα ένα. Στο τέλος της πέθανε κι ο δεύτερος άντρας της. Ο αδελφός της, παντρεμένος, έλειπε στα ξένα από καιρό. Θεια, θειος, δεν υπήρχαν πια. Κι η Μανταλένα, ολομόναχη, έρμη, ζούσε σ’ ένα μαύρο, κατάκλειστο σπίτι, με μια ψυχοπαίδα.
     Αιστάνθηκα μι’ ακατανίκητη επιθυμία να την ξαναϊδώ.
     Ξεκίνησα έν’ απόγεμα και πήγα στο σπίτι της.
     Η ψυχοπαίδα, σαστισμένη, μ’ έμπασε σε μια σάλα σκονισμένη, με παλιούς, μαυρισμένους καθρέφτες, που τα παράθυρά της, από την αντίσταση που έκαμαν, κατάλαβα πως είχαν ν’ ανοίξουν καιρό.
     Ο αέρας που έμπαινε απέξω, προσπαθούσε να διώξει κάποια μυρωδιά μούχλας και νεκρουλιάς.
     Και σε λίγο, χωρίς να με προειδοποιήσει ο παραμικρός κρότος, παρουσιάστηκε μπροστά μου μια μαυροφόρα γυναίκα, μια ψηλή γριά.
     Ήταν η Μανταλένα.
     Θα την εγνώριζα, αν δεν ήξερα πως ήμουν στα σπίτι της;
     Μου φαίνεται ναι. Διατηρούσε ίσιο το ανάστημά της και ίδιο τον αέρα της. Φορούσε ολόμαυρα, όπως την τελευταία φορά που την είδα και περπατούσε αλαφρά, αερικά, σα να μην άγγιζαν τα πόδια της στο πάτωμα.
― Με γνωρίζετε; της είπα. Ο Κωστάκης…
― Μπα, μπα; έκαμε.
     Με θυμήθηκε. Και τα μάτια της, που τα κρατούσε μισόκλειστα μ’ αδιαφορία, τ’ άνοιξε ζωηρά και τα κάρφωσε απάνου μου. Ανατρίχιασα.
     Ήταν τα ίδια, απαράλλακτα, όπως με είχαν κοιτάξει την τελευταία φορά, σ’ εκείνη τη σκάλα.
     Το ισχνό, το καταζαρωμένο πρόσωπο φωτίσθηκε πάλι από το γαλάζιο εκείνο φως, τα κάτασπρα μαλλιά ξαναπήραν το χρυσό τους χρώμα που κυάνιζε, και για μια στιγμή παρουσιάσθηκε μπροστά μου η ίδια Μανταλένα της τελευταίας οπτασίας, η ίδια ζωντανή εικόνα της υπερτάτης Δυστυχίας, το ίδιο φάντασμα του Πόνου και του Πένθους.
     Τα σαράντα χρόνια που χώριζαν τις δυο στιγμές, ξαφανίσθηκαν από τη μέση και ξανάγινα το παιδάκι, που ανέβηκε φοβισμένο τη σκάλα του σκολειού του, εκείνο το πρωί, προσέχοντας μην αγγίξει τα κρόσσια της μαύρης μαντίλιας. Ο ίδιος αόριστος φόβος μ’ εκυρίεψε κι εκοίταξα γύρω μου, σα να ‘θελα να φύγω…
     
     Αθήναι, Ιούλιος 1917
     

Δευτέρα, Αυγούστου 05, 2024

Το Πλατάνι του Σαϊτάγα.. Γεώργιος Κορομηλάς.. Διήγημα.. Logo-texnis Geo ...


ΔΕΝ γνωρίζω από ποίαν αληθινήν ιστορίαν ο Οσκάρ Ουάιλδ, διασκευάζων την θρησκευτικήν παράδοσιν, επήρε το φίλημα της Σαλώμης και το απέθηκεν εις την αιμοσταγή κεφαλήν του Προδρόμου. Αλλά, και αν απλώς το εφαντάσθη, κάτι αληθινόν διέπλασε. Διότι εις τ’ ανθρώπινα ένστικτα, αν λανθάνη το κτήνος, πολλάκις εμφανίζεται το απόσταγμα των προθέσεων του θηρίου. Λέγω δε ότι κάτι αληθινόν διέπλασε, διότι και αυτό ακόμη θα ημπορούσε να έχη συμβή, αφού μία παρομοία τραγωδία, με ταπεινοτέρους αλήθεια ήρωας, εξετυλίχθη κάτω από τον πλάτανον του Σαϊτάγα εις το Λάλα, ολίγον καιρόν προ της Επαναστάσεως.

Από το περιβόητον αυτό χωρίον, όπου ενεφώλευεν η αγριωτέρα Αρβανιτιά διά να κατατυραννήση όλην την Δυτικήν Πελοπόννησον επί ένα περίπου αιώνα, σώζονται ακόμη, εις καμένα ερείπια, το Σαράγι του Σαϊτάγα, και κοντά εις την εκκλησίαν και το κοιμητήριόν της, ο περίφημος πλάτανος. Εις τα μεγάλα κλαριά του, κατά καιρούς, πολλοί χριστιανοί εκρεμάσθησαν. Ο χρόνος όμως έσβυσε την μνήμην του καθενός μαρτυρίου, διά να κρατήση μόνον μίαν σπαρακτικήν ανάμνησιν. Και την ανάμνησιν αυτήν, άτυχοι στίχοι και κολοβοί διετήρησαν, χωρίς όμως και να ελαττώσουν την φρίκην της αληθινής ιστορίας, την οποίαν μαρτυρούν και διαιωνίζουν.

Ο Σαϊτάγας αυτός, πλουσιώτατος μεγαλοκτηματίας, με δικαιώματα ζωής και θανάτου εις τους δύσμοιρους ραγιάδες, ήτο κατά την επιχώριον παράδοσιν, ένας υψηλός ομορφάνθρωπος, πολύ δυνατός και θηρίον ανήμερον, αλλά ταυτοχρόνως, ή μάλλον σύμφωνα με το κέφι της στιγμής, χωρατατζής και ψυχικάρης. Ελήστευε τους μεν χωρίς ν’ αρνήται την ελεημοσύνην εις τους άλλους. Κι εκρεμούσε τους ανθρώπους με όσην ευκολίαν επροίκιζε τα ορφανά. Τα πλούτη του ήσαν αμέτρητα και απέραντα τα υποστατικά του. Και όλα, από διαρπαγάς κι από λεηλασίας. Αν ήθελεν όμως κανείς να βρει το δίκιο του, έπρεπε στον Σαϊτάγαν να τρέξη. Και θα το εύρισκε. Διά τούτο και πολλοί τον έκλαυσαν, όταν εδολοφονήθη το 1816.

Αυτός λοιπόν ο Σαϊτάγας, μεσόκοπος πλέον, αλλά πάντοτε υψηλός και ομορφάνθρωπος, επερνούσε μίαν ημέραν από την βρύσην της Λουκίσσας και εκεί, είδε την Γαρουφαλιάν να πλένη.

Διά την Γαρουφαλιάν αυτήν δεν γνωρίζομεν τίποτε άλλο έξω από τας τραγικάς περιπετείας της υστερινής της ημέρας. Πιθανόν να ήτο κανένα κορίτσι απωρφανισμένον από την καταδίωξιν των Λαλιωτών, και θ’ ανετράφη ως ψυχοκόρη κανενός ασημάντου χωρικού, ανώνυμος οικογενειακώς, και άγνωστος έως την στιγμήν, που είλκυσε την προσοχήν του αγά. Ότι ήτον εύμορφη, δεν χωρεί αμφιβολία, ύστερα από αυτό που έγινε. Διότι ο Σαϊτάγας, καβάλλα στο άλογόν του εκοντοστάθηκε κι εζήτησε να πιάση κουβένταν:

— Το τι χαμπέρια από τη βρύση:

Βέβαια, δεν ενδιεφέρετο να μάθη τα νέα της ημέρας, όσα ανταλλάσονται εις τας γυναικείας αυτάς λέσχας του υπαίθρου. Απλώς ήθελε να καλοκυττάξη την Γαρουφαλιάν που έπλενε, και η οποία, κατάπληκτος διά την τόσην προσήνειαν του τυράννου, εχαμογέλασε και τον επληροφόρησε περί του σπουδαιοτέρου νέου της στιγμής:

— Διαβαίνει αγάς δίχως να βρίση!

Αυτή η απόκρισις τον ενεθάρρυνεν. Η Γαρουφαλιά δεν του εφάνη ούτε κουτή ούτε κανένα αγριοκάτσικον. Εις την ετοιμολόγον απάντησίν της διέκρινε μίαν χαρακτηριστικήν πρόκλησιν, και δεν ηθέλησε να την αφήση να περάση απαρατήρητος. Την έβλεπεν εύμορφην, λυγερήν, ορεκτικήν. Και ήσαν τόσον άσπρα τα γυμνά χέρια, που επάλευαν μέσα εις το νερόν! Η καλαισθησία του δεν του επέτρεπε να τ’ αφήση ανύμνητα. Και χαμογελαστός, μέσα σ’ ένα βαθύ αναστέναγμα προσέθηκε:

— Άσπρο χεράκι στα νερά
μαύρο σεκλέτι στον αγά.

Κι εξηκολούθει να την κυττάζη με τα μάτια του θαυμασμού και του πόθου, την ώραν που η Γαρουφαλιά, στενοχωρημένη δια την επιμονήν του, έβλεπεν ότι έπρεπε να διακόψη την ενοχλητικήν αυτήν συνομιλίαν. Κι έτσι, μισογελαστή και μισοθυμωμένη, του απήντησε:

— Τ’ άσπρα σκουτιά μου κοπανώ
και σύρε, αγά μου, στο καλό!…

Έδοσε τόπον εις την οργήν ο Σαϊτάγας, και ούτε απεκρίθη ούτε απεχαιρέτησεν. Ίσως, μαζί με την Γαρουφαλιάν, έπλεναν κι άλλα κορίτσια. Και η επιμονή του όχι μόνον θα προεκάλει σκάνδαλον, αλλά και θ’ απέβαινεν επικίνδυνος. Διότι τα κορίτσια, όταν είναι πολλά μαζί, δεν χωρατεύουν. Απεμακρύνθη λοιπόν συλλογισμένος ο Σαϊτάγας, χωρίς να λησμονήση το εύμορφον πλάσμα, που συνήντησεν εις τον δρόμον του. Όταν όμως έφθασεν εις το Λάλα κι εκλείσθη μέσα εις το Σαράγι του, μετενόησε δια την χαμένην ευκαιρίαν. Διότι εκατάλαβε, κάπως αργά, πως δεν θα ημπορούσε να ησυχάση, εκείνο το βράδυ τουλάχιστον, εάν δεν την εξανάβλεπε. Του αγά τα ένστικτα εξύπνησαν, και του αγά τα παλαμάκια εκτύπησαν, διά να έλθη ο Αράπης του. Κι έτρεξε αμέσως, ο πελώριος Αράπης του παραμυθιού αλλά και της αληθινής ιστορίας, με τα βήματα της γάτας, το σχοινί στο χέρι και τις χάντρες στον λαιμόν.

Ο Σαϊτάγας, αλήθεια, εφαίνετο πολύ στενοχωρημένος. Και αφού ανεστέναξε βαθιά διά να ελαφρώση τα στήθη του, τα προφανώς λάσια, βαρύθυμος εμουρμούρισε:

— Θα σκάσω από το ντέρτι
η Γαρουφαλιά αν δεν έρτη,
Μ’ ό,τι θες και μ’ ό,τι ξέρεις
Σύρε, Αράπη, να τη φέρης…

Έτρεξεν ο Αράπης να εκτελέση την παραγγελίαν. Όπως δήποτε, έπρεπε να ευχαριστήση τον αφεντικόν του. Και ήξευρε καλά την δουλειάν του. Ούτε πρωτόπειρος ήτο, ούτε δειλός. Και την νύκτα, όταν όλοι εκοιμώντο μέσα εις το φτωχόσπιτον της Γαρουφαλιάς, εμπήκε με τα βήματα της γάτας από το χαγιάτι, και την ευρήκε μέσα εις τον σωρόν των κοιμισμένων. Της εμπούλωσε το στόμα με την μαύρην του παλάμην, έσφιξε το πρόσωπόν της εις το στήθος του το μαύρον, απαλά την ανεσήκωσεν, επήδησε τον φράκτην και την έρριξε στην πλάτην, δια να τρέξη εις το Σαράγι. Η Γαρουφαλιά δεν εφώναξε. Και αν εφώναξε, δεν ηκούσθη.

Εις την νύκτα και εις το ύπαιθρον, ποιος θα ήκουε την φωνήν της; Και αν την ήκουε, ποιος θα έτρεχε; Και αν την έβλεπε, ποιος θα την εγλύτωνεν από τον Αράπη του αγά;

Τρομαγμένη από το κακόν το ξύπνημα η Γαρουφαλιά, σαν πουπουλένιον μαξιλάρι εγλύστρησεν από τον ώμον, κι έπεσεν εις τον σοφάν. Το έβλεπε· θα ήτο ματαία κάθε αντίστασίς της μέσα εις εκείνον τον πλούσιον οντάν, όπου ο Σαϊτάγας, με κάρβουνα εις τα μάτια, την εκαρτερούσεν. Όμως, πικρά του ωμίλησε και είπε:

— Αγά, με τον Αράπη
δεν πιάνεται η αγάπη.
Θέλει χάδια και φιλιά
θέλει αντρίκειαν αγκαλιά…

Ο Σαϊτάγας το ήξευρε. Το έμαθε καλύτερα από κάθε άλλον τόσα χρόνια, που εδούλευε την αγάπην. Μόνον που ήτο βιαστικός πολύ, και δι’ αυτό έστειλε τον Αράπη να την φέρη. Τώρα που η Γαρουφαλιά ήτο κοντά του, θα την έπιανε με το καλό, με το μέλι, με τα χάδια… Κι επρόσταξεν αμέσως να φέρουν τα σερμπέτια και τα δροσιστικά. Και όταν έμειναν πάλιν μόνοι, εκάθισε κοντά της εις τον σοφάν να την καλοσορίση όσον ημπορούσεν ευγενικώτερα: Τι θα ημπορούσε να της ειπή πλέον χαϊδευτικόν αφ’ όσα της είπεν, όταν την ηρώτησε:

— Θα μου γλυκάνης το γλυκό,
θα μου δροσίσης το νερό;
Να ιδής χαΐρι απ’ τον αγά
και να μη πλένης πια σκουτιά;

Και την εχάιδεψε απαλά εις το χέρι το λευκότατον, το χέρι το παρθενικόν από κάθε στολίδι. Το ετράβηξεν η Γαρουφαλιά αφού δεν είπε τίποτα; Το εκράτησεν ο αγάς αφού δεν ηύρεν άλλην αντίστασιν; Οπωσδήποτε, από το δακτυλάκι του έβγαλεν ένα ωραίον δακτυλίδι με πολλά διαμαντικά και το έβαλεν εις το λευκότατόν της χέρι. Της εταίριαζε το πλούσιον δώρον και ήτο άξιον διά την μεγάλην ευμορφιάν της. Η Γαρουφαλιά όμως, περίλυπος εκύτταξε τον βάναυσον αρραβώνα. Ανεστέναξε βαθειά και πικρά απελογήθη:

— Αγά, του αγά το χάδι
είναι σαν το πετράδι…
Γυαλί – γυαλί γυαλίζει
και το γυαλί ραγίζει…

Πού να τ’ ακούση όμως αυτά ο Σαϊτάγας. Και ποια λόγια τρομαγμένα, και ποιοι στοχασμοί θα είχαν την δύναμιν να του αλλάξουν την γνώμην. Μέσα εις τ’ αρώματα του οντά της αγάπης, σαν τον αγριόγατον παίζει με το ποντικάκι, που θα πνίξη. Και όσον νοιώθει την φτωχήν καρδούλα να ξεκολλά, τόσον μεθά και τόσον αφρίζει. Δεν τον τρομάζουν τα ξεφωνητά της Γαρουφαλιάς. Διότι η νύχτα είναι ήσυχη, κι έξω από την πόρταν στέκει με σταυρωμένα χέρια ο Αράπης. Μόνον, τα κλάματά της τον στενοχωρούν. Και μεθυσμένος, την σφίγγει περιπαθέστερα εις τα στήθη του:

— Πάψε να κλαις Γαρουφαλιά,
και γύρε εδώ στην αγκαλιά.
Γαρούφαλο, Γαρουφαλιά,
δος μου φιλιά, πάρε φλουριά…

Δεν συλλογίζεται τίποτε ο αγάς. Ούτε παζαρεύει. Ό,τι και αν του εζητούσεν η Γαρουφαλιά θα το έδινεν, έξω από το κεφάλι του. Και παλεύει, παλεύει έως την ώραν που έμπηξε μίαν αγρίαν φωνήν η καϋμενούλα, δια να θρηνήση:

— Αλλοί η μαύρη εχάθηκα,
στου αγά τα βρόχια επιάσθηκα!…

Κι έσβυσε το βαθύ παράπονον της κόρης, που αλήθεια εχάθη.

Κοντά της, υπερήφανος δια το κατόρθωμα ο αγάς, την χαϊδολογά να την παρηγορήση. Δεν είπε ψέματα όταν της έταξε φλουριά. Αυτός θα την φροντίση. Να μη νοιάζεται και για τα παρακάτω. Ο αγάς, είναι αγάς, μα είναι και ψυχικάρης. Και δεν θα την αφήση έτσι την φτωχούλα… Μήπως δεν ξεύρει αυτός τι πρέπει να κάνει διά να διορθώση το κακόν!

— Γαρουφαλιά μου έννοια σου,
μη σκας τη ζαχαρένια σου.

Και επειδή μένει σιωπηλή μέσα εις την μαύρην απελπισίαν της, ο αγάς της εξηγεί:

— Εγώ θα δώσω τα φλουριά
κι άντρα θα πάρεις στο Μωριά…

Δεν τον επίστευε τάχα; Και όμως, αυτός επέμεινε:

— Άντρα θα βρης μες στο Μωριά
και θα γενής νοικοκυρά…

Τι περισσότερα ημπορούσε να ονειρευθή η Γαρουφαλιά η ορφανούλα, η ψυχοκόρη, η φτωχή; Νοικοκυρά μες στον Μωριά, με τα φλουριά του Σαϊτάγα! Είχε και παράπονον ακόμη; Δεν το εφαντάζετο ο αγάς. Κι ευχαριστημένος την εκοίταζε να συλλογίζεται.

Όμως, σε άλλα πράγματα έτρεχε το μυαλό της Γαρουφαλιάς, που είχε μόνον μίαν έννοιαν: Ήθελε να τον σκοτώση… Πριν να ξημερώση, ήθελε να τον εκδικηθή. Και, όπως όλα τα πλάσματα τ’ αδύνατα, εμουρμούριζε, μέσα στα δόντια, την φοβέραν:

—Τον άντρα που θα πάρω
τον χάρισα στο χάρο,
να τον χαρή κι η γης
με τ’ άστρο της αυγής.

Ήκουσε την φοβέραν ο Σαϊτάγας. Και πολύ του εβαρυφάνη. Τόσον αχάριστον δεν επερίμενε να ιδή αυτό το τρυφερούδι, που εφλούρωσε με τα φιλιά του. Τον εφοβέριζε κιόλας, αφού η Γαρουφαλιά, σκυμμένη εις τον σοφάν, μέσ από τα δόντια της εσιγοτραγουδούσε:

— Με τ’ άστρο της αυγής
θα τον χορτάση η γης!…

Αλλοίμονόν της όμωςΙ Ο αγάς δεν εσυλλογίσθηκε πολύ, γιατί είναι η νύκτα ήσυχη και πίσω από την πόρταν καρτερεί, με σταυρωμένα χέρια ο Αράπης. Ο Αράπης ο πελώριος του παραμυθιού, αλλά και της αληθινής ιστορίας, με τις χάντρες στον λαιμόν και το σχοινί στο χέρι. Και αν είνε ψυχικάρης ο Σαϊτάγας, μα είνε και αγάς…

Κι εξανακτύπησε τα παλαμάκια:

— Αράπη ετούτη τη νυχτιά
να πνίξης τη Γαρουφαλιά.
Κάνε μπρισίμι από μαλλιά
και κρέμασέ την στα κλαριά…

Δεν επερίμενε περισσότερα ο Αράπης. Την ήρπασεν εις τα χέρια, την έσφιξεν εις τα στήθη και, με τα βήματα της γάτας, εβγήκεν από το Σαράγι. Από πίσω, ακολουθούσε ο Σαϊτάγας, να ιδή και να πιστεύση, να πιστεύση και να ησυχάση.

Η νύχτα ήτον ήσυχη κι έβγαινε το φεγγάρι. Καμμία φωνή, καμμία πνοή. Και μόνον, μακρυνοί οι μανδρόσκυλοι, εγαύγιζαν βαρυά, πνιγμένα, σαν να ένοιωθαν κι αυτοί το χάρον, που με βίαν κοντοζυγεύει…

—Γαρουφαλιά! Γαρουφαλιά!
άκου π’ ουρλιάζουν τα σκυλιά.

Φωνάζει ο αγάς, μισοπνιγμένος από την ανατριχίλαν:

— Άκου π’ ουρλιάζουν τα σκυλιά
για να σε φαν, Γαρουφαλιά!..

Δεν την εμπαίζει. Ούτε την απειλεί, με αυτά τα λόγια του ο Σαϊτάγας. Την λυπάται κατάκαρδα. Εις τα μαύρα χέρια του Αράπη, που προβαίνει γρήγορα και μαλακά με την περπατησιάν της γάτας, τα χέρια και τα πόδια της Γαρουφαλιάς εχόρευαν, όπως χορεύει το άσπρο αρνί στην αγκαλιάν του μακελλάρη. Μα είναι κρίμα να χαθή τέτοιο κορμί, να σβύση τέτοια ευμορφιά. Αχ! αν ημπορούσε να της αλλάξη το κεφάλι, αν την εκατάφερνε με την φοβέραν ή με τα ταξίματα να ‘ρθει στα λογικά της:

—Μωρ’ θα σε φάνε τα σκυλιά
Γαρούφαλο Γαρουφαλιά!…
Μωρ’ θα σε φάνε τα θεριά…
Διπλά σου τάζω τα φλουριά.

Του κάκου και η φοβέρα του και τα δοσίματά του. Δεν βγάζει λέξιν η δύσμοιρη από τα σφιγμένα δόντια. Το μόνον που συλλογίζεται, είναι πως θα τελειώση μίαν ώραν αρχήτερα αυτό το μαρτύριόν της.

Επί τέλους. Έφθασαν εις τον πλάτανον. Θροούν τα φύλλα του εις το ήσυχον αεράκι, κι ένα ρίγος τα τρέχει την ώραν που, καρτερικά και αγόγγυστα, η Γαρουφαλιά επέρασε το ωραίον κεφαλάκι της μέσα εις την θηλειάν του Αράπη.

Μόνον, την ώραν που τον είδε να πετά την άλλην άκρην του σχοινιού σε μίαν γεμάτην κλάραν, θερμά τον παρεκάλεσε:

— Αράπη, αφού ήτανε γραφτό
στον πλάτανο να κρεμαστώ,
θυμήσου μάνα κι αδερφή
και τράβηξέ με στην κορφή…

Την ήκουσεν ο Αράπης. Και την εκρέμασεν, όσον ημπόρεσε ψηλά.

Μα ο Σαϊτάγας, που σε μίαν ημέραν, την είδε, την αγάπησε, την εκρέμασε, και πεθαμένην ακόμη δεν χορταίνη την ευμορφιάν της. Ήταν γραφτό! Μα δεν θα φύγη έτσι. Γιατί είναι κρίμα ν’ αφήση στα κοράκια αφίλητην την παρθενιάν της πεθαμένης. Κι επρόσταξε, δια να χορτάση αποτρόπαιον πάθος:

— Για λύσε, Αράπη, τη θηλειά
να σκύψη κι η Γαρουφαλιά.
Να την φιλήσω στο λαιμό,
στο μάγουλό της το χλωμό,
να τη φιλήσω στην ελιά,
την μαύρη την Γαρουφαλιά…

Κι όταν άφησε ο Αράπης το σχοινί να γλυστρήση, κι εχαμήλωσεν η πεθαμένη, ο Σαϊτάγας την εγλυκοφίλησε.

Κι έπειτα;

Έπειτα εγύρισεν ήσυχος εις το Σαράγι του, εκάθισε αναμφισβητήτως σταυροπόδι εις τον σοφάν του, εκτύπησε τα παλαμάκια του κι επρόσταξε:

— Αράπη, δος μου ένα λουλά,
γιατί έχω ντέρτι και σεβντά…
Φέρε μ’ Αράπη τα βιολιά
να κλάψω τη Γαρουφαλιά,
που ήταν γραφτό της να ποθάνη
στου Σαϊτάγα το πλατάνι…

Διατί τάχα να φαντασθή κανείς, ότι αυτή η αληθινή ιστορία υπήρξε μόνη εις το είδος της;

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, τεύ