Πέμπτη, Αυγούστου 08, 2024

Η ΔΑΣΚΑΛΙΤΣΑ- Κώστας Σκαρπέτης-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με temp...


Η δασκαλίτσα

     «Με τα φτερά του έρωτα πηγαίνω, να σε πάρω, να σε σφίξω, να μου ανήκεις… για πάντα και… παντοτινά…»
     Κάτι τέτοια έλεγε το τραγούδι που τραγούδαγε ο δάσκαλος Κολιός ένα πρωί της άνοιξης μέσα στο γραφείο του δημοτικού σχολείου. Κομψός νέος ο δάσκαλος, μαυρομάτης, μαυρομάλλης αχαμνός, με τέσσερα δάχτυλα κολλάρο, κυρτός και μακροχέρης. Όταν χτυπούσε το κουδούνι νόμιζες πως το κακόμοιρο εκείνο μπρούτζινο ηχείο κρεμόταν απ’ ένα παλαμάρι και δερνότανε πέρα δώθε στον άνεμο.
     Ήταν κι αυστηρός κομμάτι, γιατί η θέση του διευθυντή που κάτεχε σε κείνο το δημόσιο χτίριο του επέβαλλε να φέρεται με τουπέ και σοβαρότητα. Διτάξιο ήταν το δημοτικό σ’ εκείνο το χωριουδάκι. Εκατόν εξήντα παιδιά όλα – όλα και δύο δασκάλοι όλοι – όλοι. Ο δεύτερος ήτανε δασκάλα. Στρομπουλούλα η δεσποινίς Φανή με γοφούς ανοιχτούς, με γαλανά μάτια, ξανθά μαλλιά και κοντούλια χέρια. Τα χείλη της τουρλωτά και όλο σάρκα. Η μύτη της λίγο πλακουτσή, κι έλεγε ένα τραλαλό, λαλά κι αυτή όταν τραγουδούσε γεμάτο γλυκύτητα και πάθος.
     … Αυτοί λοιπόν οι δυο άνθρωποι του Θεού, έτυχε (έτσι τα ‘φερε η μοίρα) να μπλέξουνε σ’ ένα δυνατό και καταλυτικό έρωτα. Κι επειδή είναι έρωτας ετούτος ενού δασκάλου και μιας δασκάλας, δυο μορφωμένων δηλαδή ανθρώπων, ας τον διηγηθούμε γιατί όσο να ‘ναι θα ‘χει κάτι το πνευματικό μέσα του και το εξαίσιο.
     …Ο δάσκαλος είχε δυο χρόνια στο χωριό. Εκείνη που είχε φτάσει φέτος ήτανε η δασκάλα. Τη δέχτηκε εκείνος μέσα στο γραφείο του σχολείου σιδερωμένος και χαμογελαστός και όλο ύφος. «Σα βαρελάκι είναι, είπε μέσα του, καλή είναι».
     Εκείνη του φέρθηκε όσο μπορούσε πιο σοβαρά. Είναι σα μαύρος λέλεκας, είπε μέσα της, μ’ αρέσει.»
     Και μετά μόλις αλλάξανε τις πρώτες τυπικές αυτοσυστάσεις, εκείνη έκανε πως επιθεωρούσε το γραφείο. Κοίταξε μια – μια με τη σειρά τους τις τέσσαρες πλευρές, πέρασε μετά με τα μάτια της όλες τις καρέκλες σα να τις μετρούσε. Περιεργάστηκε το μελανοδοχείο, τον χάρακα, μολύβια, γόμες, στυπόχαρτα και τ’ άλλα και μετά πήγε στη μικρή βιβλιοθήκη. Για τη βιβλιοθήκη έδειξε πολύ ενδιαφέρον. Κοίταξε τους τίτλους των βιβλίων. Μερικούς απ’ αυτούς τους επανέλαβε σχεδόν φωναχτά: Εγκυκλοπαίδεια Πυρσού, χμ! Παγκόσμιος Άτλας, χμ! Αι μέλισσαι, αι σφήκες, Χριστόφορος Κολόμβος, Ουάσιγκτον, Μεταξοσκώληξ, ο Μικρός Ήρως!». Εδώ μάλιστα έριξε μια κλεφτή ματιά στον δάσκαλο και είπε μέσα της: «Πιτσιρίκο! πόσο σ’ αγαπώ!».
     —Τι λέτε για τη βιβλιοθήκη μας, είπε ο δάσκαλος τινάζοντας τα χέρια του για να φανούν τα χρυσά τους μανικέτια.
     — Καλούτσικη, είπε κι η δεσποινίς Φανή, έχει αρκετά βιβλία, αλλά ελλείπουν και μερικά απαραίτητα, όπως π.χ. η «Παιδαγωγική» του Πετσαλότσι.
     — Α! Ναι, ξέρετε αυτή η παιδαγωγική, να σας εξηγήσω το πώς και το τι.
     Τον έκοψε η δασκάλα, αλλάζοντας απότομα κουβέντα:
     — Πού μένετε εσείς εδώ;
     — Σ’ εν δωμάτιο.
     — Το ξέρω ότι μένετε σε δωμάτιο, αλλά ήθελα να πω, πώς μένετε; Τι ενοίκιο καταβάλετε, αν έχετε περιποίηση και καθαριότητα, αν βρίσκετε εύκολα τρόφιμα, αν είναι ξέρετε κατσαρίδες. Ε! Πώς τις φοβούμαι, ξέρετε. Κι εδώ είπε μέσα της η δασκάλα: «Άσ’ τον να νομίζει πως είμαι φοβιτσιάρα το τσαμένο».
     — Α! είπε ο δάσκαλος, κάπως καλά. Για σας όμως θα είναι κάπως καλύτερα. Είναι, είναι, κιόλας καλύτερα.
     — Δηλαδή τι κιόλας; ερώτησε η δασκάλα.
     — Σας έχω ήδη ταχτοποιήσει και δωμάτιο κι απ’ όλα κι αν θέλετε μπορείτε να το δείτε και τούτη τη στιγμή ακόμα.
     Η δασκάλα το ήθελε αμέσως αυτό κι ο δάσκαλος την πήγε.
     Αυτή λοιπόν εδώ ήταν η πρώτη τους συνάντηση. Μετά βλεπόντουσαν κάθε μέρα. Όλα τα πρωινά στο σχολείο, τ’ απογεύματα πάλι στο σχολείο. Στο χωριό δεν είχε πού να πάει κανείς κι ακόμα όταν δεν είχανε μάθημα στην τάξη κατάφευγαν κι οι δυο, όταν έπεφτε ιδίως το χιόνι, εκεί ανάβανε τη σόμπα και εργάζονταν…
     Την αρχή της ερωτικής τους ιστορίας την έκανε η δασκάλα, την έκανε μ’ ένα τρόπο πονηρό και συνηθέστατο. Βέβαια μη νομίσετε πως ήτανε με κάτι υπονοούμενο ή με λόγο ωραίο, όχι, απλώς σήκωσε το φουστάνι της κι άγγιξε με το γόνατο τη σόμπα.
     — Ω! δεσποινίς! μα θα καείτε, τρόμαξε ο δάσκαλος.
     Εκείνη τον κοίταξε τάχα παραξενεμένη, ενώ έλεγε μέσα της «το κουταβάκι», μετά σήκωσε το χέρι της και κάνοντας τον χρόνο του παρακάτω τραγουδιού… ψιθυριστά, το είπε: «Μ’ έκαψες που να καείς!!».
     — Α! ωραία, είπε ο δάσκαλος. Να μια ευκαιρία να κάνουμε συζήτηση για το δημοτικό μας τραγούδι. Αυτό που είπατε είναι από τα ωραιότερα στο είδος του και…
     «Τι λέει αυτός ο βλάκας, είπε η δασκάλα μέσα της, τι δημοτικό τραγούδι μου τσαμπουνάει τώρα». Δυνατά όμως του είπε:
     — Τα λέμε άλλη μέρα κύριέ μου. Βαριέμαι τώρα!
     Και εδώ σήκωσε τα χέρια και χασμουρήθηκε. Κάτω οι μασχάλες της ήταν μυρωμένες απ’ τη ζέστη, ανάδιναν μια μυρωδιά από ξινό βερίκοκο.
     Του δάσκαλου τα μάτια τότε κάπως θόλωσαν, ανέβηκε μια γλυκιά ομίχλη απ’ την καρδιά του. Είπε μέσα του: «Μωρ’ τούτη τα ‘χει τα κρεατάκια της…»
     Η δασκάλα κάτι τέτοιο πάλι σκεφτόταν: «Είναι πονηρούτσικο το κουταβάκι, θέλει όμως λίγο ακόμα να ορμήσει». Κι αυτό το λ ί γ ο α κ ό μ α απασχολούσε τώρα τη δασκάλα.
     Σήκωσε λιγάκι ακόμα το γόνατό της, έδωσε μια με το τακουνάκι της στη σόμπα.
     — Θα θέλει ξύλα είπε ο δάσκαλος.
     «Αχ τρομάρα μου τι λέει ο μπούφος», κάνει μέσα της τώρα η δασκάλα.
     Με μιας ο δάσκαλος κοίταξε το πόδι της, στάθηκε λίγο η ματιά του εκεί. Ξύστηκε ύστερα πίσω στο κεφάλι. «Το αίμα του τον γαργαλάει», σκέφτηκε αμέσως η δασκάλα «να τον φάω μου ‘ρχεται». Κι εδώ θυμήθηκε αμέσως στη φυσική – ζωολογία – εντομολογία, για τη θηλυκιά αράχνη που τρώει τον αρσενικό μετά τη γενετήσια συνομιλία, και τούτη τη φορά μ’ αυτή τη σκέψη άναψε για τα καλά.
     Τάχα την κόβανε οι καλτσοδέτες. Σήκωσε το φόρεμά της, κατέβασε, έβγαλε μια – μια τις κάλτσες της και τις κρέμασε στα καγκελάκια της καρέκλας. Ο δάσκαλος παρακολουθούσε σιωπηλά όλη αυτή την σκηνή. Πάνω στη δική του την καρέκλα κουνιόταν τώρα και τραμπάλιζε. Τραπ – τραπ.
     «Άντε κακομοίρη!» έλεγε τώρα η δασκάλα μέσα της. «Τι θέλεις, ζώο είσαι, δεν καταλαβαίνεις να βγω απάνω να φωνάζω κουκουρίκου! εμ, μα όχι δα, καλύτερα καθόλου!».
     Με εκείνο το «καθόλου» όμως που σκέφτηκε σα να απελπίστηκε με μιας. Ο δάσκαλος μπορεί να ‘τανε κουτούλης, κείνη όμως έπρεπε να γίνει η Εύα. «Α! τον βλάκα», είπε πάλι μέσα της, «έχε γούστο να πει τώρα, νυστάζω, να σηκωθεί να πάρει το καπέλο του να πει αντίο, καλόν ύπνο. Όχι. Κάποια πονηριά λοιπόν θα χρειαστεί, κάτι ωραίο και διαβασμένο, μια παγιδούλα, καλά στημένη, όχι βαρβαρότητες». Χαμογέλασε εδώ ευχαριστημένα.
     — Μπα! Τι θυμάσαι, της είπε ο δάσκαλος. Χαμογελάκια βλέπω.
     — Διαβάζουμε κάτι; του είπε.
     Έστριψε τα χείλια του ο δάσκαλος. «Τι λέει ετούτη τώρα», σκέφτηκε απογοητευμένα…
     — Να διαβάσουμε κάτι από την Παλαιά Διαθήκη ή αν θέλεις, τη μετάφραση… «Βρε τι σου είναι οι παλιογυναίκες», είπε ο δάσκαλος από μέσα του. Όμως φανερά της είπε:
     — Και δεν διαβάζουμε…
     — Έλα λοιπόν. Πάρ’ τηνε απ’ τη βιβλιοθήκη, μην αργούμε.
     Τράβηξε ο δάσκαλος εκείνο το βιβλίο απ’ τη βιβλιοθήκη.
     — Σελίς 198, του είπε η δασκάλα.
     Ανοίγει ο δάσκαλος, ρίχνει μια ματιά. Του ‘ρθε ενθουσιασμός, ήθελε φτερά να είχε να πετάξει. «Τι σου είναι οι γυναίκες!, έλεγε, τραλαλό, τραλατό ..» Και άρχισε και μισοτραγουδούσε.
     — Τραγούδια θα ‘χουμε… του είπε η δασκάλα. Έλα καημένε! κι επειδή κατάλαβε, τι θα του φάνηκε στα μάτια αμέσως του δασκάλου, έπεσε πίσω στην καρέκλα και ανακλαδίστηκε.
     — Διάβασέ μου.
     Το είπε ψιθυριστά ο δάσκαλος, κόμπιαζε από γλύκα ο λαιμός του:
     «Δώσ’ μου των χειλιών σου τα φιλάκια
     γιατί είν’ ολόγλυκη η δική σου αγάπη».
     — Αχ, βαχ! έκανε εδώ η δασκάλα.
     Γλείφτηκε ο δάσκαλος και πήγε πάρα κάτω:
     «Τη νύχτα στο ζεστό μου κρεβατάκι
     ζήτησα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου».
     Στάθηκε πάλι ο δάσκαλος. Έσκυψε λίγο το κεφάλι. Κάτι κοίταγε τάχα χάμου. Παπ κάνει και χτυπάει μια μύγα που απ’ τη ζέστη είχε αναστηθεί από κάπου! Είπε:
     — Μύγα ήτανε.
     Της λυθήκανε τα χέρια της δασκάλας. «Τι ζώον! τι ζώον!»και απελπισμένη έπιασε με τα χέρια το κεφάλι της.
     «Α! είπε μέσα του ο δάσκαλος. Τι συμβαίνει! Πιάνει με τα χέρια το κεφάλι. Α! δεν θα μου ξεφύγει. Στο τέλος κάτι, δεν μπορεί κάτι θα μου δείξει!». Το «θα μου δείξει» όμως ο δάσκαλος, καθώς ήτανε πολύ στη σκέψη αυτή συγκεντρωμένος, το είπε δυνατά, του ξέφυγε.
     — Θα δείξει; ρώτησε η δασκάλα. Τι θα δείξει;
     — Τίποτα, τίποτα! είπε ο δάσκαλος τώρα τρομαγμένα! Δεν είπα τέτοιο πράγμα!
     Τσαχπίνα εδώ η δασκάλα:
     — Μπα, πώς δεν είπατε κύριε τέτοιο πράγμα, κουφή είμαι; Δεν είπατε τη φράση «θα μου δείξει»;
     — Δεν το είπα!
     — Το είπατε κύριε.
     — Δεν το είπα.
     — Μα το είπατε σας λέω.
     — Δεν το είπα, δεν το είπα.
     — Το εί – πα – τε, το είπατε.
     — Α! θα με σκάσεις, δεν το είπα.
     — Ναι, να σε σκάσω, να σε σκάσω, το είπες που σου λέω.
     — Α! θα σου φάω τη μύτη.
     — Μπα! να λοιπόν! κι έκανε το κεφάλι της μπροστά η δασκάλα. Μπρος λοιπόν, δειλέ!
     — Αμ! αμ! έκανε ο δάσκαλος και της πλησίασε τα χείλη.
     — Τι; αυτό; τι λέτε; είναι φάγωμα αυτό; σπουδαία τα λάχανα.
     — Απ! είπε τώρα ο δάσκαλος, και με μια, της χτύπησε με τα δόντια του τα χείλη.
     Του ‘δωσε τότε μια τσιμπιά η δασκάλα από πίσω κι ο δάσκαλος μ’ ένα ωχ, έπεσε απάνω της.
     Εδώ τάχα η δασκάλα παραπάτησε και τραβώντας τον κι εκείνον κατρακυλήσανε κι οι δυο τους χάμου απά στην ψάθα του γραφείου.
     — Μη, μη, του είπε τάχα η δασκάλα, για να τον κάνει να κόψει ολότελα πια τα χαλινάρια.
     Και πραγματικά ο δάσκαλος, άτι άγριο πια, τα έκοψε κι όχι μόνο αυτό άλλα και τσίνισε δαιμονισμένα γύρω. Εκεί λοιπόν έδωσε και μια κλωτσιά στα φύλλα της βιβλιοθήκης. Κι άνοιξαν! Και τότε ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Μικρός Ήρως, αι μέλισσαι, αι σφήκαι, χυθήκανε στο πάτωμα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου