Κυριακή, Αυγούστου 25, 2024

ΤΟΥΡΚΟΛΙΜΑΝΟ-Ηλίας Βενέζης-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με tempo-Va...


Βράδιαζε. Τα σύννεφα πέρα απ’ τη Σαλαμίνα χάναν σιγά σιγά τα τελευταία χρυσά χρώματα, ολοένα γίνονταν σκούρα. Η μπουκαδούρα έφερνε μες στο λιμάνι λίγο κύμα. Οι ψαροπούλες μια μια σαλπάριζαν, άσπρες, κίτρινες, πράσινες – φιγούρες ανάλαφρες μες τα χρώματα του διαστήματος. Οι ψαράδες που δεν ήταν να ρίξουν τα δίχτυα ή τα παραγάδια τους σιγουρέρναν τον κάβο που ήταν δεμένες οι βάρκες στη στεριά, παίρναν τα κουπιά στον ώμο και τραβούσαν για τα καλύβια τους. Ένα τσούρμο μωρά ξυπόλητα παίζαν στην ακρογιαλιά, κυνηγιόντανε κάνοντας μεγάλο πατιρντί. Σκάλωναν πάνου στο καινούργιο σκαρί, το στημένο στον ταρσανά, το καΐκι του καπετάν-Μανόλη. Τρέχαν από πρύμη σε πλώρη, πέφταν, τσίριζαν. Ολοένα μερεμιτιζόταν το καινούργιο σκαρί. Θα γινόταν τρεχαντήρι. Ό,τι του είχαν περάσει το μίνιο. Ένας μικρός ξυλένιος σταυρός στην πλώρη του – να φωτίζει ο Χριστός τους μαστόρους, για να δώσουν καλό πλεούμενο στα κύματα. Μύριζε κατράμι και σάπιο φύκι γύρω.
Ένας άνθρωπος καθισμένος σε μια πέτρα, στ’ ακρογιάλι, κοίταζε. Είναι ψηλός, ξερακιανός, τα μαλλιά του πολύ πυκνά, γκρίζα, αχτένιστα. Το μούτρο του αυλακωμένο από χαρακιές έχει μεγάλα γένια, βρόμικα. Το ζερβί του αυτί είναι κομμένο. Για να το κρύβουν τα μαλλιά του κατεβαίνουν πυκνά εκεί και το σκεπάζουν. Δεν είναι ντυμένος σαν τους ψαράδες, φορά και μια λεκιασμένη παλιά ρεπούμπλικα. Είναι φαγωμένη απ’ το σκόρο, έχει τρύπες στο γείσο. Ο άνθρωπος φαίνεται σαν ξεστρατισμένος στο Τουρκολίμανο, όλα φωνάζουν απάνω του πως έχασε το δρόμο.
Μια γυναικεία φωνή:
― Έλα! Έλα πια! Τα μωρά απαντέχουν να φάμε!
Τίναξε λίγο το κεφάλι του σαν να γύριζε από το ταξίδι.
― Εμένα λες;
― Εσένα λέω! Νύχτωσε!
― Καλά, έρχουμαι.
Όμως πάλι δε σηκώθηκε. Εκεί, λίγα μέτρα μακριά του, είναι ο σταυρός που βοηθάει τους μαστόρους και το καινούριο σκαρί. Τα παιδιά που τρέχαν από πλώρη σε πρύμη φύγανε, η νύχτα ολοένα κατεβαίνει, δεν ξεχωρίζει πια καλά ο σταυρός, μπερδεύεται στο σκοτάδι. Μα είναι εκεί, αυτός τον ξέρει, τον βλέπει. Έτσι γίνεται πάντα με τα σκαριά που στήνουνται στον ταρσανά. Σιγά σιγά μεγαλώνουν, παίρνουν σχήμα, τα ξύλα γίνουνται αμπάρια. Ύστερα θα μπει ο στόκος, θα μπει η μπογιά, η πίσσα. Κι ύστερα τα ξύλα θα ταξιδέψουνε. Θα τα δείρουν τα κύματα, το μελτέμι και η τραμουντάνα. Τι άραγες είναι να φέρουν τούτα εδώ τα ξύλα ― χαρά και πόνο; Ο ερημικός άνθρωπος που φαίνεται σαν να φουντάρισε στο Τουρκολίμανο ξέρει πια πως πλάι στη μοίρα των ανθρώπων είναι η μοίρα των πραγμάτων. Αυτή αποφάσισε την πρώτη φορά και βούλιαξε το καΐκι του. Το αποφάσισε και για δεύτερη φορά. Και για μια ακόμα, για τρίτη. Τρία καΐκια είναι πολλά για μια ζωή. Άλλοι δε βαστούν και πέφτουν στο πρώτο. Τούτος ρήμαξε στο τρίτο. Αποτραβήχτηκε τότες απ’ τη θάλασσα, καταστάλαξε με τη γυναίκα του και τα δυο μωρά του σ’ ένα καλύβι στο Τουρκολίμανο και ζει δουλεύοντας στους μύλους. Αλλά τώρα έχει λίγη δουλειά στους μύλους. Τον πιο πολύ καιρό τον περνά όξω απ’ τον ταρσανά, εκεί που στήνουνται τα καινούργια σκαριά. Τα παρακολουθά μέρα με τη μέρα που μεγαλώνουν, που σχηματίζονται και, όταν πια είναι έτοιμα, που πέφτουν στη θάλασσα. Ένα ένα φεύγουν τα καινούργια καΐκια, άλλα ξύλα που θα γίνουν καΐκια παίρνουν τον τόπο τους, οι μέρες περνούν, τα μαλλιά ασπρίζουν. Όμως δικό του άλλο καΐκι δε φαίνεται πια σίγουρο πως δε θα στηθεί. Τρία καΐκια που του πήρε η τραμουντάνα στο Αιγαίο είναι πολλά για μια ζωή. Έγινε ένας μίζερος άνθρωπος, ένας μονόχνωτος άνθρωπος. Τα παιδιά των ψαράδων που παίζουν στο μουράγιο τον έχουν για μπαμπούλα τους. Τα βλαστημά, δεν τους χαμογελά ποτές, τον πειράζει που τα βλέπει να παίζουν και να χαίρουνται. Ξέρει πως μέσα σ’ όλα τούτα τα παιδιά χτυπά μια ζεστή καρδιά θαλασσινών που αύριο μεθαύριο θα κινήσουν για το πρώτο καΐκι τους, να το κερδίσουν. Όλα θ’ αρχίσουν, όλα εδώ στο Τουρκολίμανο αρχίζουν και ξαναρχίζουν. Μονάχα αυτός τελείωσε. Στο Τουρκολίμανο ζουν ψαράδικα. Σήμερα πήγε καλά η θάλασσα, αύριο δεν πήγε καλά, μα την άλλη θα ξαναπάει. Δε γυρεύουν πολλά στο Τουρκολίμανο κι έτσι  δε χάνουν τίποτα. Αυτός γύρεψε τρεις φορές ανοιχτές θάλασσες όξω απ’ το Σαρωνικό. Πρέπει να πληρώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου