.Ο Καζάκος σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε με τα κουρασμένα,
άρρωστα μάτια του τον Μαξίμ, τη γυναίκα του και το άλογο.
«Έρχεστε από την Ανάσταση;»
«Κατευθείαν από την εκκλησία!»
«Εμένα με βρήκε η Ανάσταση στο δρόμο. Δεν πρόλαβα να φτάσω
μέχρι την εκκλησία. Δεν έχω δυνάμεις. Καλοί μου χριστιανοί, δώστε μου
λίγο απ’ το λειτουργημένο τσουρέκι σας να αρτυθώ κι εγώ!»
«Θες τσουρέκι;», ρώτησε ο Σορτσακώφ. Υυσικά, μια στιγμή,
περίμενε!» Ο Μαξίμ έψαξε τις τσέπες του, κοίταξε τη γυναίκα του και είπε:
«Δεν βρίσκω τον σουγιά μου! Κρίμα θα’ναι να το κόψω με τα χέρια.
Θα το χαλάσω. Για κοίτα μήπως έχεις κανένα μαχαιράκι πάνω σου!
Ο Καζάκος σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια και άρχισε να ψάχνει στη
σέλα του.
«Αυτό μας έλειπε!», είπε η γυναίκα του θυμωμένη. «Δεν σ’ αφήνω να
μου τα καταστρέψεις! Με τι μούτρα θα τα πάω σπίτι κομμένα; Που
ακούστηκε να τρώνε τα λειτουργημένα οι άνθρωποι μες στο δρόμο; Να
πας στο χωριό να βρεις φαί να καταλύσεις εκεί την νηστεία!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου