.Το τρένον εσταμάτησεν εις τις Τζιτζιφιές ως συνήθως. Και μόλις παρέλαβε τους επιβάτας από το άλλο, που ήρχετο εκ Παλαιού Φαλήρου, ο οδηγός έδωκε το σύνθημα της αναχωρήσεως. Ήτο μεσάνυχτα περασμένα. Πανσέληνος εις το μεσουράνημα. Ο αιγιαλός έφρισσεν από τα φωτοβόλα αγκαλιάσματά της, ο ελαιών προελάμβανεν αίγλην φανταστικού τοπίου υπό την ακτινοβολίαν της, η Αθήνα πέραν και η Ακρόπολις εφαίνοντο βυθισμένα, εις πάλλευκον όνειρον τρυφής και γαλήνης υπό τα αιθέρια φιλήματά της.
Εις το βραχνόν κέρας του οδηγού ανταπήντησε παρευθύς η οξεία σφυρίχτρα της μηχανής και ήτο έτοιμον το τρένον να εξορμήσει, ότε ισχυραί ηκούσθησαν κραυγαί:
— Σταθείτε!… Σταθείτε!…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου